Το θέαμα είναι ο εφιάλτης της
σύγχρονης αλυσοδεμένης κοινωνίας, που δεν εκφράζει εντέλει παρά την επιθυμία
της να υπνώττει. Το θέαμα είναι ο φρουρός αυτού του ύπνου». Αυτό έγραφε το
μακρινό 1967 ο Γάλλος συγγραφέας και κινηματογραφιστής Γκι Ντεμπόρ, στο εμβληματικό
βιβλίο του «Η κοινωνία του θεάματος», περιγράφοντας το πώς οι εικόνες που
οικοδομεί καθημερινά και συστηματικά αυτή η κοινωνία διασφαλίζουν την
αναπαραγωγή της μέσω της αλλοτρίωσης.
Ξένοι με τον εαυτό μας μέσω του
καθρέφτη που σήμερα είναι κυρίως η τηλεόραση, η οποία αντανακλά σχεδόν
αποκλειστικά τις χειρότερες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης: αυθεντία,
ιδιοτέλεια, ναρκισσισμός, νεύρωση, επιδεικτική άγνοια, άκρα επιθετικότητα,
κραυγές, χαμηλά ένστικτα, βλακεία.
Τηλεοπτικά δελτία φτιαγμένα με τη
μεταμοντέρνα συνταγή τού «και τώρα... ας περάσουμε στο επόμενο θέμα», η οποία
σβήνει και ακυρώνει την όποια αξιολόγηση στην ιεράρχηση των θεμάτων και
εξισώνει την... «περιφέρεια» της Καρντάσιαν με την τελευταία ανακάλυψη στο
πεδίο της αστροφυσικής ή με την πιο πρόσφατη γενοκτονία κάπου στον πλανήτη. Η
ίδια λογική του ζάπινγκ ως μορφή ενημέρωσης και τελικά γνώσης ισχύει και στο
διαδίκτυο, όπου τα «κλικ» διαδέχονται το ένα το άλλο και οι αναγνώστες, σαν τις
πεταλούδες, πηγαίνουν από λουλούδι σε λουλούδι, χωρίς όμως να γεύονται το
νέκταρ. Αυτό που μένει στον εγκέφαλο είναι ένας σωρός ατάκτως ερριμμένων
γεγονότων και εικόνων, τόσο αποσπασματικών που μάλλον προκαλούν σύγχυση παρά
εξηγούν το γεγονός που παρουσιάζεται.
Η επιθυμία της κοινωνίας «να
υπνώττει» συνίσταται σ’ αυτή την καθησυχαστική ψευδαίσθηση των περισσοτέρων από
εμάς ότι ξέρουμε και κατέχουμε όχι μόνο την τρέχουσα ειδησεογραφία, αλλά και το
βάθος των θεμάτων που παρουσιάζονται. Εξ ου και ο πληθωρισμός των
«εμπεριστατωμένων» απόψεων που είμαστε έτοιμοι να εκφέρουμε για κάθε θέμα.
Ομως, όπως έλεγε ο επικοινωνιολόγος Νιλ Πόστμαν, «η άγνοια μπορεί πάντα να
διορθωθεί. Αλλά τι πρέπει να κάνουμε αν θεωρούμε την άγνοια γνώση;».
Ζούμε ήδη στην εποχή της μαζικής
σύγχυσης και του γενικευμένου διαλόγου κωφών ναρκίσσων που θεωρούν ότι υπάρχει
κάποιος σύντομος δρόμος προς τη γνώση, παρακάμπτοντας «τα κακοτράχαλα μονοπάτια
προς τις δύσβατες κορφές».
Το θέαμα βέβαια ορίζει και την
πολιτική σκηνή, όπου σε καθημερινή βάση πολιτικοί υποδύονται ρόλους, ενίοτε
ξένους και στους ίδιους, υπηρετώντας ένα θεατρικό τελετουργικό που άλλοτε είναι
καλοπαιγμένο και διατηρεί ψήγματα πραγματικότητας και άλλοτε κακοπαιγμένο και
μη πειστικό. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό το τελετουργικό αποξενώνει τους
πολίτες από την πολιτική, αφήνοντας έδαφος στους δημαγωγούς, στους λαϊκιστές
και, κυρίως, σ’ εκείνους που έχουν την τεχνογνωσία στα τελετουργικά και σε ένα
είδος μαγικής σκέψης: στους ακροδεξιούς και στους φασίστες. «Ο καταναλωτής και
στην πολιτική είναι ένας ασθενής που ανακουφίζεται με ψευδοθέατρο» πρόσθετε ο
Πόστμαν.
Ακούγεται δυσοίωνο, αλλά μια
κοινωνική πλειοψηφία εν υπνώσει και σε μεγάλο βαθμό λοβοτομημένη από τα κάθε
είδους θεάματα είναι η πρώτη ύλη για έναν εκφασισμό, θεατές του οποίου
γινόμαστε σήμερα. Η κοινωνική και ατομική μας μετάλλαξη οδηγεί και στην
πολιτική μετάλλαξη και στη μετατροπή μας σε κοπάδια που ακολουθούν σωτήρες και
«βοσκούς», με τη βοήθεια των κάθε είδους μαντρόσκυλων: κομματικών, επικοινωνιακών,
θρησκευτικών και πάει λέγοντας.
Τι να κάνουμε; Ο Γούντι Αλεν,
πάντως, λέει ότι «τις ελεύθερες ώρες μου αντιμιλάω στην τηλεόραση».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου