γράφει ο Κωνσταντίνος Μπίτσιος
Με ζητούμενο την ισχυρή ανάπτυξη
της ελληνικής οικονομίας, μια βασική προϋπόθεση είναι να συνδεθεί η εκπαίδευση
με τις πραγματικές ανάγκες που έχει η οικονομία, ώστε οι νέοι εργαζόμενοι να
εφοδιαστούν με τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες. Το ελληνικό εκπαιδευτικό
σύστημα δεν παράγει επαρκείς πτυχιούχους σε αντικείμενα που συνδέονται με τον
αναγκαίο παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να
υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις σε κρίσιμες δεξιότητες.
Έχει δημιουργηθεί μια
αναντιστοιχία μεταξύ των γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτούνται για την κάλυψη
των θέσεων εργασίας και αυτών που διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό που αποφοιτά
από το εκπαιδευτικό σύστημα. Πρόσφατη έκθεση του ΣΕΒ αναλύει τα ευρήματα του
Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) για
τις επιδόσεις αναφορικά με τις δεξιότητες που αποτυπώνονται στον Ευρωπαϊκό
Δείκτη Δεξιοτήτων (European Skills Index).
Σύμφωνα με τον δείκτη του
CEDEFOP, η συμβολή του ανθρώπινου δυναμικού και των δεξιοτήτων του στην
οικονομική ανάπτυξη μεγιστοποιείται όταν συντρέχουν οι εξής τρεις προϋποθέσεις:
Τα συστήματα ανάπτυξης δεξιοτήτων
παρέχουν στο ανθρώπινο δυναμικό τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες.
Το ανθρώπινο δυναμικό προσφέρει
ενεργά τις δεξιότητές του στην αγορά εργασίας, δηλαδή απασχολείται ή αναζητά
εργασία ενεργά.
H αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του
ανθρώπινου δυναμικού με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας είναι
αποτελεσματική.
Το τρίπτυχο
ανάπτυξη-ενεργοποίηση-αξιοποίηση δεξιοτήτων αποτελεί μια αδιαίρετη προσέγγιση
για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Την καλύτερη επίδοση του Ευρωπαϊκού
Δείκτη Δεξιοτήτων επιτυγχάνει η Τσεχία. Οι χαμηλότερες επιδόσεις του Δείκτη
καταγράφονται σε Ισπανία, Ελλάδα και Ιταλία. Οι χαμηλές επιδόσεις της Ισπανίας
και της Ελλάδας οφείλονται κυρίως, στη σχετικά αναποτελεσματική αντιστοίχιση
δεξιοτήτων, ενώ της Ιταλίας στην ασθενή ενεργοποίησή τους.
Στον Δείκτη Ανάπτυξης Δεξιοτήτων,
τα προβλήματα της Ελλάδας αφορούν κυρίως στις επιδόσεις των συστημάτων δια βίου
μάθησης και συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης. Εμφανίζονται επίσης, αλλά
λιγότερο σοβαρά στη βασική εκπαίδευση, λόγω του υψηλού ποσοστού συμμετοχής των
εκπαιδευόμενων.
Οικονομία και μη αξιοποίηση
τεχνολογιών
Στη βασική εκπαίδευση το πρόβλημα
εντοπίζεται πρωτίστως στη χαμηλή βαθμολογία που επιτυγχάνουν οι Έλληνες μαθητές
στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες (έρευνα PISA). Αυτό
συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας του εκπαιδευτικού συστήματος να
μετατρέπει το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών σε γνώσεις και δεξιότητες
των μαθητών, αλλά και στη μη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική
διαδικασία.
Ένα πρόσθετο πρόβλημα είναι ότι
το ποσοστό των μαθητών του Λυκείου που έχουν επιλέξει την Επαγγελματική
Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΠΑΛ) είναι χαμηλό. Η χαμηλή συμμετοχή στην
Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην απαξίωση
και στην χαμηλή ελκυστικότητά της, στον προσανατολισμό των μαθητών προς την
τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην ελλιπή διασύνδεση της με την αγορά και τις
επιχειρήσεις και την ελλιπή ενημέρωση
για τις προοπτικές των τεχνικών επαγγελμάτων.
Η ίδια μελέτη καταλήγει με τις
εξής προτάσεις που παραθέτω συνοπτικά:
Ανάπτυξη δεξιοτήτων, όπως ο
εκσυγχρονισμός των προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Ενεργοποίηση δεξιοτήτων, όπως η
μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας και η επέκταση των δομών και
υπηρεσιών φροντίδας των παιδιών.
Αντιστοίχιση δεξιοτήτων, όπως η
άρση των εμποδίων δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας σε δυναμικούς τομείς
της οικονομίας, η βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης, αλλά και τα
κίνητρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων, που θα ευνοούν τον παραγωγικό
μετασχηματισμό της οικονομίας.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα
καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμο αφού το ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας
20-64 ετών είναι 59,5%, το χαμηλότερο στην ΕΕ, (ο μέσος όρος στην ΕΕ των 28
είναι 73,2%). Ταυτόχρονα, όμως, η έρευνα του ΣΕΒ, όπως και έρευνες της ΕΕ και
του ΟΟΣΑ, δείχνουν ότι το 35,6% των επιχειρήσεων στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας
έχει δυσκολίες στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας. Το ποσοστό είναι υψηλότερο
στις εξωστρεφείς (45,9%) και τις μεγάλες επιχειρήσεις (44,7%).
Είναι συνεπώς κρίσιμο οι
εργαζόμενοι και οι μελλοντικές γενιές να εφοδιαστούν με τις κατάλληλες γνώσεις
και δεξιότητες πόσο μάλλον που ο ψηφιακός μετασχηματισμός φέρνει ανατροπές σε
όλους τους κλάδους και όλες τις επιχειρησιακές διεργασίες. Πρόοδο θα έχουμε,
εάν δώσουμε προτεραιότητα στην αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών και στην
αύξηση της χρήσης των νέων τεχνολογιών. Επίσης, εάν ενισχύσουμε τις συνέργειες
ανάμεσα στην Πολιτεία, στις επιχειρήσεις και στους φορείς εκπαίδευσης και
κατάρτισης, ώστε να συμβαδίσουμε με τις εξελίξεις και τις ανάγκες της
οικονομίας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου