γράφει η Έλλη Πράντζου
Ο κόσμος με τρομάζει. Δεν είναι η
πρώτη φορά που το λέω κι αυτό γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που το αισθάνομαι.
Είμαστε ο καθένας ξεχωριστά ικανοί για τα καλύτερα και για τα χειρότερα μόνο
που έχει παρατηρηθεί πως ως μάζα λειτουργούμε πολλές φορές επικίνδυνα. Αυτό
συμβαίνει ίσως επειδή κάθε άγριο ένστικτό μας, κάθε μας κατάλοιπο και κάθε μας
σύμπλεγμα βρίσκει προστασία κάτω από την ομπρέλα της ομοιότητας με τον διπλανό
και κάνει αισθητή την παρουσία του στο πολλαπλάσιο. Όπως και να ‘χει το
τρομακτικό της υπόθεσης χωρίς να θέλω να φανώ αφοριστική ή πεσιμίστρια είναι
ότι οι μάζες δεν είναι ομάδες, τα όμορφα πράγματα συμβαίνουν από τις ομάδες,
ενώ οι μάζες συνήθως είναι περισσότερες κι ισοπεδώνουν στο διάβα τους τα πάντα.
Με αφορμή το περιστατικό που
έλαβε χώρα έχοντας επίκεντρο τη συμπεριφορά της κας Γαλάνη η οποία αναλύθηκε,
ξεψαχνίστηκε και κατακεραυνώθηκε από πάρα πολλούς οπότε δεν έχει νόημα να
αναλύσω, ξεψαχνίσω ή/και να κατακεραυνώσω κι εγώ, μου γεννήθηκαν κάποιες
σκέψεις. Άλλες άμεσα σχετικές με την κατάσταση κι άλλες ως συνειρμική διαδρομή.
Όσοι με διαβάζουν ξέρουν ήδη ιδεολογικά, πρακτικά, θεωρητικά κι ηθικά ποια
πραγματικότητα θα υποστήριζα αν το θέμα μου ήταν να επιλέξω και να υπερασπιστώ
κάποια από τις δύο όψεις που παρουσιάστηκαν ως καταστάσεις και μόνο αφού την
ίδια την κα Γαλάνη δεν τη γνωρίζω προσωπικά. Όσοι δε με διαβάζουν συστηματικά
ίσως καταλάβουν αν με ξαναπετύχουν κάποια στιγμή κάπου μελλοντικά. Ο λόγος που
δεν αφιερώνω στο παρόν άρθρο περισσότερες γραμμές πάνω στο κυρίως θέμα είναι
γιατί έχουν ειπωθεί ήδη τόσο πολλά, τόσο ακραία και τόσο καταιγιστικά που μια
ακόμη φωνή μέσα στον χαμό θα αντιμετωπιζόταν ίσως σαν άλλος ένας κόκκος άμμου
στην έρημο.
Θα μου επιτρέψετε να θίξω κάπως
αλλιώς το ζήτημα των καλλιτεχνών, των έργων τους, της θεοποίησής τους, της
αποκαθήλωσής τους, των προσδοκιών μας από αυτούς και του τρόπου με τον οποίο
αντιμετωπίζουμε τον κλάδο κι εκείνος εμάς. Για να μιλήσω ειλικρινά δε θα
αναλύσω τις σκέψεις μου ως κάποια που ούσα έξω από τον χορό μπορεί να έχει μόνο
άποψη παρατηρητή. Είμαι κι εγώ κομμάτι μιας όψης του κλάδου κι ως τέτοιο θα
μιλήσω από τη δική μου εμπειρία και σκοπιά. Κάποιοι αυτό μπορεί να το θεωρήσουν
μη αντικειμενικό άλλοι μπορεί να θεωρήσουν πως η όποια γνώση μου πάνω σε κάποια
θέματα ίσως να δίνει στα λόγια μου μια παραπάνω βαρύτητα. Δεν ξέρω τι από τα
δυο ισχύει, αυτό ας το κρίνει ο καθένας μόνος του κι ας με απορρίψει ή ας
προβληματιστεί, όλα υγιείς αντιδράσεις είναι.
Προχωρώντας στο πολύπλευρο διά
ταύτα, θα ήθελα να αναρωτηθώ δημόσια το εξής: έχετε παρατηρήσει πόσο εύκολα ως
όχλος δημιουργούμε ιερά τοτέμ που ανά πάσα στιγμή είμαστε έτοιμοι να
κατασπαράξουμε χωρίς δεύτερη σκέψη; Τι δείχνει αυτό για εμάς και τον τρόπο που
εν γένει λειτουργούμε; Δεν αναφέρομαι στην κα Γαλάνη, υπενθυμίζω πως αναφέρομαι
σε γενικά φαινόμενα ως απόρροια σκέψης με αφορμή την κα Γαλάνη.
Έχετε σκεφτεί, ας πούμε, ποτέ
πόσους ανθρώπους αδικούμε εμείς οι ίδιοι όταν λειτουργούμε τόσο εκθειαστικά
στοχευμένα προς μια μερίδα διάσημων μόνο και μόνο επειδή εκείνοι έχουν το όνομα
(είτε με χάρη είτε χωρίς) ενώ απαξιώνουμε όλους τους υπόλοιπους που μπορεί να
έχουν χάρη αλλά δεν έχουν στα μάτια μας όνομα; Πόσοι νέοι καλλιτέχνες
βουλιάζουν στην αφάνεια και την απελπισία, στην ανέχεια και την απόγνωση όσο εμείς
χειροκροτούμε όλο νταχτιρντί και σάλια τους “επώνυμους”; Πόσοι νέοι καλλιτέχνες
που έχουν να προσφέρουν την ίδια τους την ψυχή απαξιώνονται καθημερινά κι από
μεγάλη μερίδα των ίδιων, των “επώνυμων” συναδέλφων τους;
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι
στο ότι έχουμε τη συνήθεια να τοποθετούμε -άκριτα μάλιστα- σε βάθρο σύμβολα
ιδανικά φτιαγμένα μέσα στη φαντασία μας κατά πώς θα θέλαμε να είναι ξεχνώντας
ότι πρόκειται τελικά για ανθρώπους. Ανθρώπους με καλά, στραβά, κουτσά, όμορφα,
άσχημα που ποιος ξέρει τελικά τι από όλα υπερτερεί και τι ισχύει. Ναι, συμφωνώ,
ένας καλλιτέχνης θα ήταν καλό αν δικαίωνε και σε προσωπικό επίπεδο το ελεύθερο
πνεύμα με το οποίο συνδέεται το έργο του, το αντικείμενό του, η τέχνη όπως θα
θέλαμε να είναι. Θα ήταν καλό αν μπορούσε να είναι συνεπής στα ιδανικά που θα
θέλαμε να πρεσβεύει ως εκφραστής ενός κόσμου αλληλέγγυου, ως εκφραστής αξιών με
τις οποίες έχουμε ταυτίσει την καλλιτεχνική κουλτούρα (μάλλον όχι άδικα όμως
αυτό είναι άλλο θέμα).
Παρ’ όλα αυτά ένας καλλιτέχνης
όντας πάνω απ’ όλα άνθρωπος δεν αντιπροσωπεύει απαραιτήτως το πνεύμα της τέχνης
ως αφηρημένης έννοιας. Αντιπροσωπεύει μόνο τους στόχους του, τα βιώματά του,
τις φιλοδοξίες του, τα δικά του ιδανικά κι όλα όσα σημαίνει ή δε σημαίνει η
τέχνη για τον ίδιο. Αποστασιοποιημένα πολλές φορές από εκείνα που το έργο του
εκφράζει είτε επειδή αυτός δίνει άλλη ερμηνεία στο περιεχόμενο του έργου του
από εκείνη που ο κόσμος θα ήθελε να ισχύει, είτε επειδή το έργο του δεν είναι
τίποτε περισσότερο από διεκπεραίωση του ταλέντου του με όποιον τρόπο θεωρεί
αποδοτικό έχοντας σκοπό την αποδοχή του κόσμου. Αν, λοιπόν, οι πράξεις κι οι
ιδέες του συμπίπτουν με όσα θα θέλαμε να συμπίπτουν καλώς. Όταν όμως δε
συμπίπτουν γιατί γκρεμοτσακιζόμαστε τελικά τόσο παταγωδώς από τα σύννεφα;
Συνοψίζοντας σε μία και μόνο
πρόταση, ο καλλιτέχνης καλώς ή κακώς είναι απλώς άνθρωπος. Όπως μπορεί να
συναντήσεις απαράδεκτους κάθε κλάδου έτσι μπορεί να συναντήσεις απαράδεκτους
“επώνυμους” και μη καλλιτέχνες. Η διαφορά έγκειται στο ότι στην περίπτωση των
“επωνύμων” μόνο αν ξεμπροστιαστούν κάποτε θα παραδεχτεί ο κόσμος το ότι δεν
είναι θεοί. Τότε μάλιστα δε θα αρκεστεί το πλήθος στην απόρριψη του απαράδεκτου
“επώνυμου” καλλιτέχνη αλλά θα καταλήξει να χορεύει γύρω από το κατασπαραγμένο
του κουφάρι εκεί που μέχρι χτες βαρούσε παλαμάκια και προσοχή μπροστά στον Τάδε
Ταδόπουλο, τον διάσημο κι επιφανή.
Γνωρίζω, που λέτε, αναγνωρίσιμους
καλλιτέχνες -λίγους από δαύτους δυστυχώς έτυχε να γνωρίσω εγώ- οι οποίοι
επιβεβαιώνουν όλα τα ιδανικά που θα θέλαμε οι περισσότεροι να φέρει ένα πρόσωπο
με τόση επιρροή, ένα πρόσωπο που χαίρει μέσω του επαγγέλματός του τόσης
εκτίμησης, ταύτισης κι αναγνώρισης. Γνωρίζω, λοιπόν, αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες
ψυχάρες, ανθρώπους η στάση ζωής των οποίων απορρέει απευθείας από τη λέξη
ανθρωπιά.
Γνωρίζω, όμως, κι αναγνωρίσιμους
καλλιτέχνες γλειψιματίες κλικαδόρους, υποκριτές και σνομπ, ψευτοκουλτουριάρηδες
κι υπεράνω, απ’ έξω κούκλες κι από μέσα πανούκλες. Αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες
που χτίζουν όνομα πάνω στο fake profile του ανήσυχου πνεύματος, που παρουσιάζονται
ως comandante υπερασπιστές του δικαίου και των αδυνάτων την ίδια ώρα που
φροντίζουν μόνο την παρτάρα τους. Αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες που σχίζουν τα
ιμάτιά τους στα λόγια υπέρ της ισότητας και των ίσων ευκαιριών σε κάθε τομέα,
την ίδια ώρα που αντιμετωπίζουν σαν κουνούπια όσους νέους του χώρου τολμούν να
απευθυνθούν στη μεγάλειότητά τους ψάχνοντας μια ευκαιρία.
Αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες που
έχουν εδραιωθεί στα μάτια μας μέσω του τρόπου προβολής τους και παρουσίασής
τους ως άλλοι Ρομπέν των δασών την ίδια ώρα που δε νοιάζονται για κανέναν άλλον
πέραν του σιναφιού τους κι όσων ανέδειξε λόγω γνωριμιών το σινάφι τους κατόπιν
εορτής.
Είναι εκείνοι που εσύ προσκυνάς,
εκείνοι που θεωρείς πως είναι σωστοί, συμπαραστάτες, δίκαιοι. Είναι εκείνοι που
σε δουλεύουν μέσα στα μούτρα σου κι εσύ τους στηρίζεις και τους θαυμάζεις ενώ
κοροϊδεύεις κι ειρωνεύεσαι κατάμουτρα κάθε μη διάσημο νέο καλλιτέχνη που θα
τολμήσει να σου πει ότι σπούδασε υποκριτική, μουσική, εικαστικά, ότι είναι συγγραφέας, ποιητής, στιχουργός
κ.α.
Μισή ντροπή δική μας, λοιπόν,
όταν θεοποιούμε αβέρτα ανθρώπους μόνο λόγω προβολής. Μισή ντροπή δική μας που
δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τους ανθρώπους από το όνομά τους και την αξία μιας
προσωπικότητας από την φανφάρα της διασημότητας. Μισή ντροπή δική μας που από
τη μία γλείφουμε τα παπούτσια του κάθε “επώνυμου” κι από την άλλη το ίδιο
εύκολα κανιβαλίζουμε το όνομά του όταν πέσει στα μάτια μας λες και τον ξέραμε
προσωπικά τελικά κι από χτες.
Τώρα θα μου πείτε, όταν
ταυτίζεσαι τόσο με το έργο κάποιου, όταν έχεις φάει τόση υποκρισία, όταν δεν
έχεις τη δυνατότητα να γνωρίσεις τον καθέναν ξεχωριστά ώστε να ξέρεις σε τελική
ανάλυση το αληθινό ποιόν του πώς θα μπορούσες να τον αντιμετωπίσεις; Πάντως
σίγουρα όχι σαν Θεό. Γιατί αργά ή γρήγορα ίσως σε απογοητεύσει. Κι είναι άλλο
να σκεφτείς τότε ένα απλό “τι κρίμα” απορρίπτοντάς τον και πηγαίνοντας παρακάτω
άλλο να γκρεμοτσακιστείς μαζί του από το πλαστό σου σύννεφο κι εξοργισμένος να
καταλήξεις να τρως τις σάρκες του σαν να σε πρόδωσε ο Μεσσίας.
Όσοι θα άξιζαν το βάθρο, φίλε
μου, δεν το επιδιώκουν όπως εσύ το έχεις στο μυαλό σου. Δεν το έχουν ανάγκη.
Δεν στρογγυλοκάθονται σε αυτό. Δε το μονοπωλεί ο δικός τους πισινός, δε
διατυμπανίζουν τίποτε, φωνάζουν μόνο προσπαθώντας να κάνουν την ψυχούλα τους να
ακουστεί όταν αισθάνονται πως κάποιος αδικείται. Μέσω του έργου τους μιλάει
εκείνη κι όχι η φιλοδοξία. Δίνουν χώρο, προσφέρουν πλάτες. Την προβολή τους δεν
την έχουν σημαία, το όνομά τους δεν το έχουν παράσημο, τη βοήθειά τους δεν την
αρνούνται αλλά δε θα τη βγάλουν βούκινο ποτέ. Ξέρουν να λένε όχι με αξιοπρέπεια
και σεβασμό όταν δεν μπορούν να βοηθήσουν αλλά και ναι με μεγάλη χαρά όταν
μπορούν. Είναι ανάμεσά μας, όχι από πάνω μας και βλέπουν τον εαυτό τους στον
καθρέφτη μέσα από τους ίδιους δαίμονες που βλέπουμε όλοι τους εαυτούς μας.
Είναι εδώ, ανάμεσα στον κόσμο, όχι σε κάποιο απυρόβλητο άβατο με τη μύτη να
κοιτάζει υπερπέραν.
Όσοι αξίζουν το βάθρο το
σιχαίνονται.
Ακριβώς όμως επειδή δεν ξέρεις
ποιος άνθρωπος το αξίζει και ποιος όχι γιατί οι μάσκες ορισμένων είναι πια πολύ
πετυχημένες, μη θεοποιείς με κριτήριο τη διασημότητα, μην απαξιώνεις με
κριτήριο τη μη διασημότητα.
Και να θυμάσαι πως στην αντιπέρα
όχθη, θα το ξαναπώ, άξιοι άνθρωποι που τυγχάνει να είναι κι άξιοι καλλιτέχνες
πεινάνε. Πεινάνε και πολλές φορές τρώνε πόρτες με τρόπο χυδαίο από τα τοτέμ σου
μέχρι να βρεθεί κάποιο από αυτά τα τοτέμ που να διατηρεί αλώβητη την ανθρωπιά
του. Το ότι κάποιος ο οποίος δεν είναι μέσα στον χώρο ώστε να βιώνει στο πετσί
του τόσο τη σαπίλα όσο και την όμορφη πλευρά δε σημαίνει πως ό,τι λάμπει στα
ανυποψίαστα μάτια του είναι πάντα χρυσός.
Ας μη λειτουργούμε, λοιπόν, σαν
κοπάδι, αδικούμε τους εαυτούς μας και πολλούς άλλους γύρω μας. Ας μη
λειτουργούμε σαν κοπάδι προσκυνώντας ή κανιβαλίζοντας ονοματάρες όσο
αδιαφορούμε κι εμπαίζουμε (για) εκείνους που δεν είχαν ακόμη την τύχη, το
μέσον, την ευκαιρία, το οτιδήποτε χρειάζεται ώστε να γίνουν αναγνωρίσιμοι. Ας
μη λειτουργούμε σαν κοπάδι γενικώς. Μπορούμε; Αυτό είναι για μένα το στοίχημα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου