Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Ο επίμονος ιός κι η εμμονή στο λάθος

 

γράφει ο Σπύρος Γεωργάτος

 

 

Στις ΗΠΑ καταγράφεται τώρα ο υψηλότερος αριθμός απωλειών λόγω Covid-19 από τον περασμένο Μάϊο, με περισσότερο από 2.000 θανάτους και 180.000 νέα κρούσματα την ημέρα. Στον Καναδά οι ειδικοί προβλέπουν περισσότερα από 60.000 νέα κρούσματα ημερησίως μέχρι το τέλος του χρόνου, από λιγότερο των 5.000 που είναι τώρα. Στη Γερμανία ο αριθμός των κρουσμάτων τείνει να σταθεροποιηθεί και δεν μειώνεται. Και στην Ελβετία οι ιατρικές υπηρεσίες καλούν όσους ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες να ενημερώνουν εγκαίρως τα νοσοκομεία για το τί επιθυμούν να γίνει εάν φτάσουν στα τελικά στάδια της νόσου. Είναι μια έμμεση προτροπή για συγκατάθεση στην ευθανασία, ώστε να αποσυμπιεστούν οι ΜΕΘ.

 

Αντίθετα, στην Κίνα η Covid-19 βρίσκεται υπό έλεγχο. Μπορεί να υπάρχουν επιφυλάξεις για το αν και κατά πόσον τα στοιχεία που δίνουν οι κινεζικές αρχές είναι ακριβή. Σύμφωνα όμως με πρόσφατη έκθεση του Euromonitor International, η κινεζική οικονομία άντεξε πολύ καλύτερα από άλλες στην πανδημία και αναμένεται ρεκόρ ανάκαμψης στα μέσα του 2021. Άρα, ακόμα και αν τα στοιχεία είναι πειραγμένα, η διαχείριση της Covid-19 στην Κίνα πρέπει να έγινε καλύτερα από ό,τι σε άλλες χώρες. Δεν εξηγείται αλλιώς.

 

Το ερώτημα που τίθεται είναι τί έκαναν καλύτερα στην Κίνα. Όπως είναι γνωστό, οι κινεζικές αρχές αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, το κύριο πρόβλημα που δημιουργήθηκε μόλις η πανδημία άρχισε να εξαπλώνεται. Εκτιμώντας ότι οι υποδομές που διέθεταν ή θα μπορούσαν να κατασκευάσουν δεν θα επαρκούσαν εάν η εξάπλωση της Covid-19 ξεπερνούσε ορισμένα όρια, έδωσαν μεγάλο βάρος στον περιορισμό της μετάδοσης του ιού στην κοινότητα. Δεν έχει σημασία ο αριθμός των κλινών στις ΜΕΘ ή η καλή λειτουργία των νοσοκομείων; Βεβαίως και έχει.  Αλλά το βασικό που δεν πρέπει να διαφύγει είναι ότι η διασπορά του ιού στον πληθυσμό δεν έχει ανώτατο όριο (παρά μόνο το 100%)·και ότι κανένα σύστημα υγείας, όσο αναπτυγμένο κι αν είναι, δεν θα μπορούσε ποτέ να «χωρέσει», π.χ., το 1% ή το 10% του πληθυσμού. Τα νοσοκομεία έχουν φτιαχτεί με βάση τη νοσηρότητα και τις ανάγκες σε νοσηλεία που υπάρχουν υπό κανονικές συνθήκες.

 

Οι επιπλέον κλίνες που χρειάζονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι συνάρτηση δύο παραμέτρων: του ποσοστού όσων θα χρειαστούν νοσηλεία στο σύνολο των κρουσμάτων και του ποσοστού όσων θα χρειαστούν εισαγωγή στις ΜΕΘ στο σύνολο των νοσηλευομένων. Αυτή τη στιγμή (εβδομάδα 46), σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ελέγχου Νόσων (ECDC), ο μέσος όρος των ασθενών σε Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας σε 19 χώρες είναι 1.8 ανά 100.000 πληθυσμού. Αυτό αντιστοιχεί στο 82% του μέγιστου αριθμού που καταγράφηκε μέχρι τώρα στη διάρκεια της πανδημίας και στην περίπτωση της Ελλάδας μεταφράζεται (με τη σχετική αναγωγή) σε 219 ασθενείς σε μια βδομάδα. Αν έχουμε περισσότερους, θα χρειαστούμε περισσότερες ΜΕΘ, εκτός εάν μειώσουμε τον αριθμό των κρουσμάτων. Πόσο; Όσο θα χρειαστεί για να «χωρέσουμε» (με τον αντίστροφο υπολογισμό) σ’ αυτόν τον αριθμό. Το πότε (και πώς) θα πρέπει να «ανοίξει» η αγορά θα καθοριστεί από την πιστή εφαρμογή των μέτρων, τους ελέγχους και την ιχνηλάτηση (που μάλλον πάσχει) .

 

Στην Κίνα και στην Κορέα έκαναν εγκαίρως τον λογαριασμό. Εδώ και σε άλλες δυτικές χώρες δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία σ’ αυτό το σημείο. Τα λάθη ήταν πολλά. Μεταδίδουν οι ασυμπτωματικοί; Κολλάνε τα παιδιά; Χρειάζονται μάσκες ή όχι; Δεν θέλω να θυμίσω τί έλεγαν κατά καιρούς τα μέλη της επιτροπής ειδικών που «δεν αμφισβητούνται σοβαρά από κανέναν» και το Υπουργείο Παιδείας. Η αμφισβήτηση προκύπτει αντικειμενικά, εκ του αποτελέσματος. Δεν χρειάζεται κάποιος να το πιστοποιήσει. Περασμένα όμως όλα αυτά, κι όποιος μπορούσε να καταλάβει κατάλαβε. Οι υπόλοιποι δεν πρόκειται, γιατί οι εμμονές ανατροφοδοτούν τις εμμονές τους. Όπως υπάρχουν οι «αρνητές» της Covid-19, έτσι υπάρχουν κι εκείνοι που δεν θα παραδεχτούν τα λάθη και τις ευθύνες τους, παρά μόνο αφού περάσουν έξι μήνες μετά τον ενταφιασμό τους (όπως έχει πει ευφυώς κάποιος).

 

 

 

Έχει όμως αυτή η συζήτηση περί «καλών πρακτικών» νόημα, τη στιγμή που σε μερικές βδομάδες θα αρχίσει ο εμβολιασμός και το πρόβλημα θα αρχίσει να αντιμετωπίζεται σε εντελώς διαφορετική βάση; Εκείνο που γνωρίζουμε είναι πως η αποτελεσματικότητα των εμβολίων που έχουν αναπτυχθεί είναι πολύ μεγάλη. Αυτό σημαίνει ότι, εάν γίνει συντεταγμένα ο εμβολιασμός του πληθυσμού, η ανοσία απέναντι στον ιό θα είναι επαρκής για να σπάσει η αλυσίδα της μετάδοσης. Πλην όμως, εδώ έχουμε ένα μεγάλο «εάν». Για να γίνει σωστά ο μαζικός εμβολιασμός, υπάρχουν ορισμένες τεχνικές προϋποθέσεις. Διαβάζω, παραδείγματος χάριν, ότι ορισμένες χώρες έχουν ήδη μεριμνήσει για τον αριθμό των συρίγγων και των καταψυκτών που θα χρειαστούν. Άλλοι θα τρέχουν πάλι την τελευταία στιγμή.

 

Το χρονοδιάγραμμα και οι προτεραιότητες που θα τεθούν από τις υγειονομικές αρχές είναι το επόμενο ζήτημα. Πέρα από το προφανές (υγειονομικοί και ευπαθείς ομάδες πρώτα) δεν έχει διευκρινιστεί τίποτα παραπάνω. Σε άλλο βαθμό κινδυνεύουν όμως οι ευάλωτες ομάδες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας (ή οι πρόσφυγες), που διαβιούν αναγκαστικά σε συνωστισμένα περιβάλλοντα, και σε άλλο όσοι έχουν μια οικονομική άνεση και μπορούν εύκολα να απομονώσουν ή να διαχειριστούν ένα κρούσμα στο άμεσο περιβάλλον τους. Άλλος είναι ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι εντατικολόγοι, οι λοιμωξιολόγοι και οι νοσηλευτές και άλλος ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι υπόλοιπες ιατρικές ειδικότητες. Άλλο υποκείμενο νόσημα/κατάσταση είναι ο καρκίνος και άλλο η υπέρταση ή η ακινησία λόγω εγκεφαλικού ή οστεοαρθρίτιδας. Δεν μιλάμε μόνο από ανθρώπινης πλευράς, μιλάμε επίσης με βάση τα στοιχειώδη ιατρικά κριτήρια. Προφανώς, για να γίνει ορθολογικά ο εμβολιασμός, χρειάζονται σύνθετοι αλγόριθμοι, που περιλαμβάνουν παραμέτρους πέρα από την ηλικία ή τη συννοσηρότητα, έτσι γενικά.

 

Άλλο η Επιστήμη, αγαπητοί φίλοι, κι άλλο οι επιστήμονες. Η οργανωμένη Πολιτεία, ακόμα και σ’ αυτό το άδικο κοινωνικό καθεστώς, πρέπει να διακρίνει ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Όχι για να ικανοποιηθούν οι φιλοσοφούντες κι οι επιστημολόγοι, αλλά γιατί η εργατική δύναμη που παράγει υπεραξία χρειάζεται κι αυτή τους όρους της αναπαραγωγής της. Τόσο κυνικά.

 

*Ο Σπύρος Γεωργάτος είναι καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *