γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Βράδυ, περασμένες 10 και το κρύο
αισθητό. Ακόμα και μέσα στο σπίτι, με τη θέρμανση ανοιχτή, τα στρωμένα χαλιά
και τις ζεστές αθλητικές φόρμες, που είχαν γίνει το μοναδικό ρούχο που φορούσε
μέρες, μπορεί και εβδομάδες.
Εψαχνε κάτι να κάνει, αλλά δεν
ήξερε τι. Το σπίτι το είχε καθαρίσει, φαγητό είχε ετοιμάσει, τηλεόραση δεν
άντεχε να δει άλλο. Κακές ειδήσεις, τόσος πόνος, τόση αγωνία. Οι «καλές
ειδήσεις» ήταν μόνο κάποιες «εκτιμήσεις» και «αισιόδοξες προβλέψεις» για «έξοδο
από το τούνελ».
«Φτάνει πια», είπε μετά το τέλος
του δελτίου και πάτησε το «οφ» με όση δύναμη θα έστυβε μια πέτρα.
Βόλτες από την κουζίνα στο
σαλόνι, από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα. Στη βιβλιοθήκη μπροστά άρχισε να
αναζητεί κάτι να διαβάσει -υπήρχαν πάντα βιβλία αδιάβαστα- αλλά κατέληξε να
μετρά το περιεχόμενό της. Στον αριθμό 197 σταμάτησε.
«Ανοησίες, πιάσε ένα και κάτσε
κάτω», είπε στον εαυτό της. Δεν ήθελε.
«Ευτυχία είναι η μυρωδιά ενός
καινούργιου βιβλίου», έγραφε η κούπα που έπινε τον καφέ της, αλλά τώρα ούτε
αυτό δεν έφτανε για κίνητρο.
Οι μέρες περνούσαν ίδιες και
όμοιες, ανυπόφορα όμοιες. Χειμώνιαζε, ο ήλιος -όταν έβγαινε- ήταν πια πολύ
χλομός, σκοτείνιαζε νωρίς, υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας… Κι εκείνη ένιωθε την
ενέργειά της να φουσκώνει και να την πνίγει. Ανέβαινε σε κόμπους στον λαιμό και
μερικές φορές ούτε η έξοδος για ψώνια ή έστω για «φυσική άσκηση ή έξοδο με
κατοικίδιο» δεν αρκούσε για να την εκτονώσει. Πόσο να μιλήσεις στο τηλέφωνο;
Από ένα σημείο και μετά δεν είχες τι να πεις πια.
Μέρες γεμάτες σιωπή. Σιωπή ακόμα
και μεταξύ των ανθρώπων που ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Σιωπή από αγάπη, σιωπή από
φροντίδα, για να μη σπάσουν οι λεπτές ισορροπίες.
Είχε μια ακατανίκητη επιθυμία να
βγει στον δρόμο… Να περπατήσει ακόμα και στο κρύο. «Αν βγω και κάνω ένα γύρο το
τετράγωνο τι θα γίνει;».
Φόρεσε το χοντρό μπουφάν, έβαλε
λίγο λικέρ πικραμύγδαλο σε ένα ποτήρι και βγήκε στο μπαλκόνι. Αρχισε να
περπατάει γρήγορα πάνω-κάτω. Απόσταση 12 μέτρα, την έκανε μία, δύο, τρεις,
τέσσερις φορές. Μετά περπατούσε πιο αργά. Στο τέλος πήρε μια ξεχασμένη
πολυθρόνα, την έβαλε στη γωνία για να έχει καλύτερη θέα της γειτονιάς και
κάθισε. Ηπιε μια γουλιά.
Ηταν πολύ ευχάριστή η ζέστη του
αλκοόλ μέσα στην παγωνιά. Εβαλε και την κουκούλα της, στερέωσε τα πόδια της στα
κάγκελα, χουζουρεύοντας όσο μπορούσε.
Τα πεύκα έμοιαζαν μαύρα κάτω από
τον νυχτερινό ουρανό, αλλά στις κορφές τους έπεφτε ένα αχνό φως από το φεγγάρι
που μεγάλωνε. «Σε λίγες μέρες θα έχουμε πανσέληνο» είπε. Κανείς δεν το άκουσε.
Στην απέναντι πολυκατοικία, τα περισσότερα διαμερίσματα είχαν κλειστά
παντζούρια -για να μην μπαίνει κρύο. Μόνο ένα σαλόνι ήταν φωτεινό. Το
παιχνίδισμα του μπλε φωτός στις κουρτίνες αποδείκνυε ότι οι ένοικοι έβλεπαν
τηλεόραση.
Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια
αναβόσβηναν σε ένα μπαλκόνι. Είχαν στολίσει νωρίς, όπως κάθε χρόνο. Φέτος ίσως
νωρίτερα… Ησυχος ο δρόμος, ψυχή ζώσα δεν είχε περάσει, ούτε αυτοκίνητο.
Τότε άκουσε από τη λεωφόρο τη
σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Ταράχτηκε, οι σκέψεις της σκοτείνιασαν… Και άρχισε να
κρυώνει πολύ πια, έτσι ακίνητη μέσα στη νύχτα.
Σκέφτηκε πόσα σχέδια ματαιώθηκαν,
πόσα αναβλήθηκαν για κάποια στιγμή πιο πρόσφορη στο μέλλον… Θυμήθηκε ότι την
άνοιξη είχε φτιάξει ένα μαύρο μεταξωτό κιμονό. Δώρο στον εαυτό της, που είχε
υποσχεθεί να τον φροντίζει λίγο περισσότερο, να τον νταντεύει πότε πότε.
Αναβολή στην αναβολή, δεν πρόλαβε να το φορέσει… Πέρασαν άνοιξη, καλοκαίρι,
φθινόπωρο. Χειμώνας πια και το όμορφο ρούχο έμενε σε μια κρεμάστρα.
Ενα ρίγος πέρασε την πλάτη της.
Επρεπε πια να μπει μέσα. Αδειασε το ποτηράκι της και σηκώθηκε.
Την ώρα που έκλεινε τα
παντζούρια, έδωσε μια υπόσχεση. Οχι άλλες αναβολές. Κρέμασε το μπουφάν και πήγε
στην ντουλάπα. «Καμία ώρα δεν είναι καλύτερη από τώρα», είπε.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου