γράφει ο Βαγγέλης Γέττος
Θυμάστε τις διαφημίσεις με το
χριστουγεννιάτικο φορτηγό της Coca Cola που έπρεπε πάση θυσία να περάσει μέσα
στη νύχτα από την μικρή κωμόπολη για να φωταγωγηθούν σπίτια, δρόμοι και γενικά
για να νιώσουν γαλήνη οι κάτοικοι; Σαν το φορτηγό της κόκκινης αυτοκρατορίας να
ήταν η απαραίτητη συνθήκη προκειμένου οι άνθρωποι να νιώσουν θαλπωρή, αγάπη,
συντροφικότητα. Το υπονοούμενο ήταν περίπου το εξής: «σώζουμε για εσάς ό,τι
πολυτιμότερο και λαμπερότερο σας απέμεινε».
«Να διεκδικήσουμε έναν ομαλότερο
Δεκέμβριο με μεγαλύτερη κίνηση στην αγορά των Χριστουγέννων.». Αυτό κράτησα από
τη χιλιοπαιγμένη παρωδία του τελευταίου πρωθυπουργικού διαγγέλματος. Πόσες,
αλήθεια, φορές έχει διασκευαστεί και αναπροσαρμοστεί αυτή η αποστροφή; Στην
αρχή ήταν η διάσωση της πασχαλινής αγοράς. Μετά άλλαξε σε διάσωση της βαριάς
βιομηχανίας (sic) του τουρισμού. Τώρα που κάηκαν και τα δύο, εμπρός παιδιά να
σώσουμε τη χριστουγεννιάτικη αγορά. Και η ημέρα της οικονομικής μαρμότας να
διαιωνίζεται με όραμα κάθε φορά μια ακόμα «συλλογική προσπάθεια» για να σώσουμε
την κατανάλωση.
Σαν παιδί που μεγάλωσε στις
ιλαροτραγικές εποχές του σημιτικού εκσυγχρονισμού σε μια επαρχιακή πόλη, θες
λόγω οικογενειακών αναφορών, θες λόγω ενός πρόωρα γερασμένου ενστίκτου, η φράση
«σήμερα πάμε στο κέντρο για ψώνια» μου την έδινε στα νεύρα. Μέσα σε λίγα
χρόνια, με τα πρώτα θηριώδη εμπορικά κέντρα να ξεφυτρώνουν σε κάθε ραχούλα, η
φράση πασπαλίστηκε με την σκόνη του lifestyle και αναβαθμίστηκε: «το σουκού
πάμε για shopping στο Mall». Έφηβος ων, εκνευριζόμουν ακόμα περισσότερο. Μετά,
πάει και ο Σημίτης, πάει και το lifestyle, πάει και το shopping και επιστρέψαμε
στα «ψώνια». Από καταναλωτικά μηδενικά, γίναμε για λίγο καταναλωτικά νούμερα
και, φυσικά, ούτε λόγος για το πού πάει η όλη φάση. Με αυτή την κοινωνία
θεώρησε η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να τα βάλει. Σε αυτή την κοινωνία
θεώρησε ότι μπορεί να μιλήσει αβρόχοις ποσί για «παραγωγική ανασυγκρότηση της
χώρας». Και μετά ήρθε ο εκβιασμός και άντε πάλι στο γνωστό έργο: «να σωθεί η
κατανάλωση».
«Να σώσουμε την κατανάλωση».
Άλλωστε μια ζωή αυτή δεν προσπαθούμε να σώσουμε; Αυτό μάθαμε, σε αυτό
επιστρέψαμε και σε αυτό θα επιστρέφουμε επ’ αφορμή κάθε μικρής και μεγάλης
κρίσης. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμα κι αν δεν ρέουν σαν χείμαρροι
όπως παλιά, τουλάχιστον να υδροδοτήσουν σαν ρυάκια το καχεκτικό λιανεμπόριο.
Και το τροπάρι να συνεχίζεται αενάως. Η βιομηχανοποίηση που δεν ήρθε ποτέ, οι
επενδύσεις που καταστρέφουν τον φυσικό πλούτο, ο τουρισμός που έχει καταλήξει η
ηρωίνη της οικονομίας, η καινοτομία που πέθανε από σκόιλ ελικίκου, η αριστεία
που δολοφονήθηκε από τον Μέτζη του Νεουκτή, οι…δαιμόνιοι Έλληνες που συνεχίζουν
να ανοίγουν καφετεριούλες, ρουχάδικα, τυροπιτάδικα της μισής σαιζόν γιατί
«ήθελαν να κάνουν κάτι δικό τους (μωρέ)» και τα γνωστά κουσούρια που προ των
ιωβηλαίων καταναλωτικών περιόδων, τα σπρώχνουμε κάτω από το γνωστό ελληνικό
χαλί. Η ελληνική πανδημία της αποθέωσης της κατανάλωσης δεν είχε ανάγκη κανέναν
ιό για να εκραγεί και πάλι.
Να σωθούν λοιπόν τα Χριστούγεννα
(και φέτος). Μαζί και οι αυτιστικές καθηλώσεις μας μπροστά στις επαναλήψεις
ταινιών με ξωτικά και Άη Βασίληδες. Άλλωστε μοιάζουμε όλο και περισσότερο με
trolls. Δεν πα’ να σκούριασε η γραμμή συναρμολόγησης δώρων, δεν πα’ να
καθυστέρησε το δέσιμο των φιόγκων, δεν πα’ να παραπαίουν τα ξωτικά από την
εξάντληση: ο Μεγάλος πρέπει να φτάσει στη γη και να φωταγωγήσει τις
κακομοιριασμένες ζωές των ανθρώπων. Όταν με το καλό επιστρέψει, μπορεί να
κάτσουμε να συζητήσουμε τί πήγε στραβά (και φέτος). Μπορεί και όχι. Μάλλον όχι.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου