γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Μια φλούδα από μανταρίνι, το
χρώμα του πορτοκαλιού, ένα ζουμερό λεμόνι, η τρυφερότητα της ζάχαρης και της
βανίλιας, μια πρέζα φρέσκια μαστίχα, κανέλα σε σκόνη και ξυλαράκια, γαρίφαλα
και μοσχοκάρυδο. Εξαψη από την πιπερόριζα και γαλήνη από γλυκάνισο. Αλλά και
βούτυρο αγελαδινό φρέσκο, λίγη μαργαρίνη, ελαιόλαδο της καλύτερης ποιότητας,
κακάο και σοκολάτα κουβερτούρα. Αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια.
Ολα απλωμένα στον πάγκο της
κουζίνας, δίπλα στα πακέτα με το αλεύρι, τα βάζα με το θυμαρίσιο μέλι και το
ρολό με τη λαδόκολλα.
Αδεια καθαρά βαζάκια αραδιασμένα
στο τραπέζι της κουζίνας για να γεμίσουν από τα θαύματα της φύσης που κάνουν
την τροφή λίγο περισσότερο ενδιαφέρουσα από την αναγκαία διαδικασία της
επιβίωσης. Στην καρέκλα αφημένο ανοιχτό το βιβλίο μαγειρικής-ζαχαροπλαστικής
που συντρόφευε χρόνια τώρα τις γιορτές με ιδέες και γεύσεις, άλλες σίγουρες και
δοκιμασμένες και άλλες να περιμένουν επίσης χρόνια να υλοποιηθούν και έτσι, να,
με ένα χτύπημα των δαχτύλων, να κάνουν την έκπληξη σε ένα γιορτινό -ή
καθημερινό- τραπέζι.
«Φέτος πρέπει να φτιάξω και κάτι
καινούργιο» σκεφτόταν έτσι όπως γέμιζε τα αποστειρωμένα βάζα με τα μπαχαρικά
και τακτοποιούσε τα ευπαθή στο ψυγείο. Κάθε τόσο έριχνε μια ματιά στις
μαρκαρισμένες με σελιδοδείκτες συνταγές αν όλα ήταν σωστά, αν έλειπε κάτι, αν
κάτι είχε ξεχαστεί. Μπα, λικέρ είχε, κονιάκ αγόρασε… Οι μυρωδιές την είχαν
ζαλίσει γλυκά και άκουγε κάπου πίσω εκεί στο βάθος κουβέντες και φωνές.
«Είκοσι πέντε λεπτά ψήσιμο, μην
τα ξεχάσετε και καούν! Δεν θα μπορέσουμε να τα μελώσουμε!». «Ανοίξτε ακόμη ένα
πακέτο άχνη, δεν θα φτάσει». «Πέτυχαν και φέτος. Δοκιμάσατε;».
Αλλά και μια εικόνα. Εξω να κάνει
κρύο, καλή ώρα όπως σήμερα. Κι εκείνη να γυρίζει αργά το βράδυ στο σπίτι από τη
δουλειά. Κουκουλωμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με σκούφο, κασκόλ, γάντια,
μάλλινες κάλτσες. Τα λαμπάκια του δέντρου αναβοσβήνουν στο παιδικό δέντρο που
έχει τα ίδια στολίδια με πέρυσι, αλλά είναι διαφορετικό, και το σπίτι είναι
ζεστό, όχι μόνο από τη θέρμανση, αλλά και από τα αρώματα, που την έκαναν να
ξεχάσει αμέσως την παγωνιά και το χιονόνερο. «Εδώ είναι όμορφα, εδώ είναι
ζεστά, και μυρίζει γιορτές».
Πριν προλάβει να παρασυρθεί από
τη μνήμη, συνειδητοποίησε ότι το αλεύρι και το μέλι δεν χωρούσαν στο ντουλάπι
με τα τρόφιμα. Της ήρθε να γελάσει. Ποτέ τέτοιες μέρες το αλεύρι, η ζάχαρη και
το μέλι δεν χωρούσαν στο ντουλάπι… Τα τακτοποίησε σε μια γωνιά στον πάγκο.
«Αλλωστε δεν θα μείνουν πολλές μέρες εκεί» είπε δυνατά. Υπήρχε πρόγραμμα και,
αν όλα πήγαιναν όπως τα υπολόγιζε, σύντομα το σπίτι όλο θα γέμιζε από τις
μυρωδιές.
Την ήξερε τη διαδικασία πια καλά,
μπορούσε να αναπαραγάγει στο μυαλό της την αντίδραση στις γεύσεις που ήταν τόσο
γνώριμες, όπως οι γωνιές του σπιτιού και οι φωνές όσων έζησαν σ’ αυτό.
Οταν κάθισε να ξεκουραστεί,
ένιωσε έναν πόνο στο κέντρο της πλάτης. Ακόμη κι αυτός τής ήταν γνώριμος. Θα
τον ένιωθε κι άλλες φορές τις επόμενες ημέρες. Ηταν η παράπλευρη συνέπεια του
οργίου ζαχαροπλαστικής της εορταστικής περιόδου. Των ωρών της ορθοστασίας
μπροστά στο μίξερ, των ταψιών που θα έμπαιναν και θα έβγαιναν από τον φούρνο,
της κούρασης των χεριών που ζυγίζουν, μετρούν, ζυμώνουν και πλάθουν και κόβουν
και, και, και… Κι ύστερα να γεμίζουν πιατέλες και γιορτινά κουτάκια.
Κάτι τέτοια μικρά πράγματα
έφταναν μερικές φορές για να αισθανθεί αισιοδοξία. Γιατί και φέτος μπορούσε να
το κάνει. Για εκείνη και για όσους είχαν σημασία.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου