γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Η μέρα κυλούσε αργά, μέσα σε
υποχρεώσεις και τόνους δουλειάς. Δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, γραφείο, μετά
σουπερμάρκετ για τα χρειαζούμενα - και κάποια παραπανίσια· γιορτές έρχονται,
πάντα θα χρειαστεί λίγο αλεύρι και βούτυρο παραπάνω, βανίλιες και σοκολάτα
κουβερτούρα.
Το βράδυ στο σπίτι, δεν την
κρατούσε η πολυθρόνα, δεν την κρατούσε το σπίτι. Κάτι της έλειπε. «Χρειάζομαι
αέρα», είπε, «θέλω να περπατήσω». Λες και δεν της έφτανε η κούραση…
Ντύθηκε ξανά, έβαλε αθλητικά
παπούτσια και βγήκε. Εξω ήταν ήσυχα. Τετάρτη και τα μαγαζιά ήταν κλειστά, ο
κόσμος είχε μαζευτεί μέσα. Εκανε και λίγο κρύο. Αρχισε να περπατάει, αργά στην
αρχή, με ρυθμό μετά, ώσπου ζεστάθηκε και δεν ένιωθε την ψύχρα στο πρόσωπό της.
Είχε φτάσει στην αγορά. Οι
βιτρίνες ήταν φωτισμένες, στολισμένες με ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Οι
διακοσμητές δεν έκαναν τσιγκουνιές. Ερχονταν Χριστούγεννα και έπρεπε να το
φωνάξουν, μήπως και δελεάσουν τον κόσμο κάτι να αγοράσει, κάτι να κάνει δώρο.
Ποιος δεν κάνει ένα δώρο τέτοιες μέρες;
Εριξε κι εκείνη τον ρυθμό της και
άρχισε να χαζεύει τις βιτρίνες. Ειδικά τις πιο στολισμένες, αυτές που δεν σε
άφηναν να δεις και πολλά από το περιεχόμενο του καταστήματος. Ισως γιατί δεν
την ενδιέφερε το περιεχόμενο του καταστήματος. Περισσότερο ήθελε να θολώσει τον
νου της μέσα στα χρωματιστά λαμπάκια και τις γυαλιστερές μπάλες, τους μεγάλους
φιόγκους με τις χρυσές και κόκκινες κορδέλες, τους αγιοβασίληδες και τις
χιονονιφάδες.
Πόσο της άρεσαν κάποτε όλα αυτά.
Τώρα, περιόριζε τις χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις στα απαραίτητα, «έτσι, για
το καλό», για να μην είναι εκτός κλίματος, για να διατηρήσει μόνο ό,τι αντέχει
από τη γιορτή, που όπως κάθε χρόνο θα ερχόταν και θα έφευγε.
Σε μια βιτρίνα στάθηκε
περισσότερο· ενός καταστήματος με οπτικά. Οι σκελετοί των γυαλιών, χάρη στο
παραμορφωτικό φως από τα λαμπάκια και τους στολισμούς από ψεύτικο γκι και ου,
έδειχνα τόσο όμορφοι. Στις φωτογραφίες, τα μοντέλα με τα τέλεια χαρακτηριστικά
χαμογελούσαν πίσω από τα γυαλιά τους. Ακόμα και αυτά που είχαν ύφος σοβαρό,
αυστηρά επαγγελματικό, έκλεβαν λίγη από τη λάμψη της γιορτής και έδειχναν ακόμη
πιο γοητευτικά, όπως στα περιοδικά μόδας, που όταν τα ξεφυλλίζεις νομίζεις ότι
ο κόσμος είναι άλλος, διαφορετικός.
Είχε πολλή ησυχία. Με κλειστά
μαγαζιά δεν δούλευαν τα μεγάφωνα με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και λίγοι
άνθρωποι, λίγα αυτοκίνητα περνούσαν στον δρόμο. Και της άρεσε αυτό. Μια γλυκιά
προεόρτια ησυχία, πριν ξεχυθούν όλοι στους δρόμους, πριν εφαρμοστεί το
εορταστικό ωράριο, πριν χαθούν όλοι στον πανικό για την πραγματοποίηση της
τέλειας γιορτής ή της ανάγκης (μήπως υποχρέωσης;) να συμμετάσχουν όπως όπως σ’
αυτή.
Πέρασε από μια κάβα -ήθελε λίγο
χύμα κονιάκ, αλλά βαρέθηκε να μπει μέσα-, από ένα εφημερεύον φαρμακείο -κι αυτό
καταστόλιστο-, από ένα κατάστημα αλυσίδας καλλυντικών και από ένα
βιβλιοπωλείο-πολυκατάστημα. Αυτά ήταν ανοιχτά: οι φωτεινοί πίνακες διαφήμιζαν
τις προσφορές τους. Μια υπάλληλος έκανε διάλειμμα καπνίζοντας ένα τσιγάρο
συντροφιά με καφέ σε χάρτινο ποτήρι.
Δεν κατάλαβε πώς την έφεραν τα
πόδια της στο σπίτι. Βρήκε την τηλεόραση ανοιχτή. Ενιωθε κατάκοπη όταν μπήκε
μέσα, αλλά ήρεμη. Εκλεισε την τηλεόραση. «Ας βάλουμε μουσική καλύτερα», είπε.
Εβαλε τις πιτζάμες της, έπλυνε το πρόσωπό της και έφτιαξε πράσινο τσάι με μέλι.
Με μουσική υπόκρουση το τσέλο του
Γιο-Γιο Μα στην αρχή και μετά κι άλλα κι άλλα τέτοια γιατρικά άρχισε να
σχεδιάζει τις δικές της γιορτές με ένα χαρτί και ένα μολύβι. Υλικά για γλυκά,
δωράκια για τους αγαπημένους, μια καινούργια συνταγή για φαγητό (ή μια
παραλλαγή μιας γνωστής).
Η νύστα την κατέλαβε ακούγοντας
το «Moon River» από τα μαγικά τσέλο των Λούκα Σούλιτς και Στέπαν Χάουζερ.
Εκείνη την ώρα είχε μόλις αποφασίσει πού θα βάλει το δέντρο: στο βορινό
παράθυρο, δίπλα στην μπερζέρα. Κι έτσι, μέσα σε αυτή την ηρεμία, η ημέρα δεν
της φάνηκε να πήγε τελείως χαμένη.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου