Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Όπως θα πυροβολήσουν κι εσένα αύριο

Του Γιάννη Κυριακάκη
«Αμάν πια μ’ αυτή τη Μανωλάδα! Μας ζαλίσανε. Αυτό ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Στο κάτω – κάτω της γραφής εμείς δεν είμαστε από το Μπαγκλαντές! Ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο. Κάτι πιο καθημερινό.»
Το περασμένο καλοκαίρι ένα ζευγάρι πάμπλουτων Ινδών, η Φάρα και ο Σαγκάρ, τέλεσε το γάμο του στη Μύκονο. «Πανάκριβα κοσμήματα, μεταξωτά σάρι, ασήμι, σαμπάνιες, διαμάντια, σεκιούριτι, πριβέ συναυλίες». Ο γάμος κόστισε 1 εκατ. ευρώ. Οι νεόνυμφοι ναύλωσαν τσάρτερ κι έφεραν 500 καλεσμένους από το Ντουμπάι και το Νέο Δελχί. Το γλέντι κράτησε τέσσερις μέρες.
Κανείς δεν ενοχλήθηκε, κανείς δεν τους ενόχλησε, ούτε παραξενεύτηκε για το χρώμα τους και  την εθνικότητά τους. Παρ’ ότι ήταν Ινδοί και μαυριδεροί ήταν παντού ευπρόσδεκτοι.

Λίγες μέρες νωρίτερα τέσσερις συμπατριώτες τους, Ινδοί εργάτες περίμεναν το λεωφορείο στο Σφακάκι Ρεθύμνου, 5:30 το πρωί, για να πάνε στη δουλειά. Εκεί τους επιτέθηκαν νεαροί Ρεθυμνιώτες που τους χτύπησαν και τους μαχαίρωσαν όλους! Γιατί; Μα γιατί ήταν μαυριδεροί, Ινδοί και περίμεναν στη στάση για να πάνε στη δουλειά.
Ο Ναγκίμπ Σαουίρις, Αιγύπτιος μεγιστάνας κι από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο,  μπαινόβγαινε στη χώρα μας ό,τι ώρα ήθελε, αγόραζε και πουλούσε τη Wind και την Tellas, συναντιόταν με υπουργούς, ήταν παντού ευπρόσδεκτος.
Αιγύπτιος ήταν και ο 25χρονος εργάτης στα Χανιά, που στις 19 Ιούνη 2012 δέχτηκε επίθεση από 4 «λεβεντόπαιδα» που  τον χτύπησαν με σιδερολοστούς, με αποτέλεσμα να χάσει το νεφρό του. Αυτός δεν είχε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας μάλλον δεν είχε ούτε κινητό τηλέφωνο. Πήγαινε νύχτα να βρει καρτοτηλέφωνο για να τηλεφωνήσει στην πατρίδα του. Έτσι είναι άμα είσαι εργάτης και  δεν είσαι ο Ναγκίμπ Σαουίρις.
Αν είσαι αλγερινός και σε λένε Τζιμπούρ σε δοξάζει η κερκίδα, σε προσκυνούν όλοι, σε φωνάζουν τρομοκράτη ακόμη κι οι εθνικιστές των συνδέσμων  φιλάθλων δε χαλιούνται. Τι πως είσαι άραβας, μαυριδερός και παλιοχαρακτήρας. Αρκεί που βάζεις γκολ με το τσουβάλι.
Αν όμως είσαι αλγερινός και κουβαλάς τσουβάλια, τότε θα πρέπει να σου βγει η ψυχή να βγάλεις το μεροκάματο, θα τρέμουν τα πόδια σου από την πείνα, θα πρέπει να κρύβεσαι και να ζεις σαν αγρίμι και κανείς δε θα αναρωτηθεί αν είσαι καλό παιδί και συμπατριώτης του Τζιμπούρ.
Αν είσαι ο πρίγκιπας Αχμάντ Αλ Σαγιέντ από το Κατάρ ή ο σεΐχης Χαμάντ Μπιν Χαλίφα Αλ Τάνι από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε παρακαλάνε να έρθεις στην Ελλάδα, ν’ αγοράσεις το Ελληνικό, κανένα νησάκι, έστω καμιά ομάδα, κάτι τέλος πάντων. Αράζεις στον Αστέρα Βουλιαγμένης, συναντιέσαι με υπουργούς και τον πρωθυπουργό  και απ’ όπου περνάς με τη θωρακισμένη λιμουζίνα σου  κλείνουν όλοι οι δρόμοι. Κανείς δε θυμάται ότι είσαι μουσουλμάνος.
Αν όμως είσαι πακιστανός εργάτης  και πας με το ποδηλατάκι σου στη δουλειά, δεν κλείνουν οι δρόμοι. Αν εσύ κλείσεις το δρόμο σε κανένα ψευτοπατριώτη,  θα σε σφάξει σαν  αρνί, σαν τον 27χρονο Σαχζάτ  Λουκμάν που έσφαξαν στην Καλλιθέα δυο χρυσαυγίτες δολοφόνοι. Και τότε θα βρεθούν κάποιοι «άνθρωποι» να πούνε «και τι έγινε, ένας μουσουλμάνος λιγότερος».
Έτσι γίνεται κι αλλού.
Αν είσαι από το Μαρόκο και σε λένε Ρούμπι, κάνεις μπούνγκα – μπούνγκα και ανοίγει ακόμη και η πόρτα του Ιταλού Πρωθυπουργού, εισπράττεις 47.000 ευρώ την εβδομάδα κι ας μην έχεις χαρτιά κι ας είσαι ανήλικη και λαθραία στη χώρα.
Αν είσαι από το Μαρόκο και δουλεύεις καθαρίστρια, λαντζιέρα ή οπουδήποτε αλλού και βγάζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα σου, δε θα βγάλεις 47.000 ευρώ  κι ο Αλλάχ ο ίδιος να κατεβεί στη γη.
Έτσι είναι ο κόσμος μας.
Για την ακρίβεια οι κόσμοι μας. Δυο κόσμοι διαφορετικοί, αντίθετοι, βαθιά χωρισμένοι.
Υπάρχουν και ζουν στην Αθήνα Αιγύπτιοι, Παλαιστίνιοι, Πακιστανοί, Άραβες μεγαλοεπενδυτές, μεγαλέμποροι, επιχειρηματίες. Μένουν σε επαύλεις στα ΒΠ, έχουν ιδιωτικές φρουρές, στέλνουν τα παιδιά τους σε καλά ιδιωτικά σχολεία, πάνε διακοπές στη Μύκονο, ζουν και συναναστρέφονται με πλούσιους Έλληνες και Ευρωπαίους, είναι παντού ευπρόσδεκτοι.
Οι άλλοι, οι Αφγανοί που βομβαρδίστηκαν τα χωριά τους από το ΝΑΤΟ, οι Παλαιστίνιοι που εκδιώχθηκαν από το Ισραηλινό στρατό, οι Ιρακινοί που ξεσπιτώθηκαν από τους Αμερικάνους, οι Σύριοι και οι Λίβυοι που η «πολιτισμένη δύση» τους οδήγησε στον εμφύλιο, έρχονται εδώ, πιο φτωχοί από εμάς τους φτωχούς, πιο δυστυχισμένοι από εμάς τους δυστυχισμένους και μοιραζόμαστε τη φτώχεια μας.
Οι πατριδέμποροι της Χρυσής Αυγής δε θα τα βάλλουν με τους πρώτους. Αυτοί βλέπεις είναι επιχειρηματίες, επενδυτές κι η μαγκιά εξαντλείται στους κακομοίρηδες. Με τους ισχυρούς τα πράγματα είναι ζόρικα. Μ’ αυτούς ας τα βάλουν τα κορόιδα οι αριστεροί.  
Τους μετανάστες τους «έφερε» το κεφάλαιο για να ρίξει τα μεροκάματα, να εξαρθρώσει τις εργασιακές σχέσεις, να ξηλώσει  καταχτήσεις, να «χορτάσει» κέρδη, να κάνει τους Ολυμπιακούς αγώνες, να χτίσει την ισχυρή Ελλάδα.
Δούλεψαν και δουλεύουν σα σκλάβοι, ανασφάλιστοι, απλήρωτοι συχνά, κυνηγημένοι, παράνομοι. Η παρανομία υπήρξε επιλογή του ελληνικού κράτους, επιλογή διάσωσης του κεφαλαίου, εξόντωσης της εργατικής τάξης, κήρυξης εμφυλίου πολέμου στο εσωτερικό της.
Όσο για τη Μανωλάδα ας αφήσουν κατά μέρος τα περί ρατσιστικού εγκλήματος. Γιατί ρατσιστικό έγκλημα παρακαλώ; Μήπως τους πυροβόλησαν επειδή ήταν από το Μπαγκλαντές; Μήπως επειδή ήταν μαυριδεροί; Μήπως επειδή μιλούσαν τη γλώσσα τους; Μήπως επειδή τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα; Τίποτα από όλα αυτά.
Όλα ήταν ανεκτά όσο δε μιλούσαν. Δούλευαν απλήρωτοι και ζούσαν μέσα σε θερμοκήπια. Τους πυροβόλησαν μόλις ζήτησαν τα λεφτά τους. Όπως θα πυροβολούσαν κι εσένα κι ας είσαι ομοεθνής τους. Τους πυροβόλησαν όταν αντέδρασαν στην άφιξη απεργοσπαστών, που ήταν ομοεθνείς τους!
Όπως θα πυροβολήσουν κι εσένα αύριο κι ας μην είσαι από το Μπαγκλαντές.
Γιατί το έγκλημα ήταν ταξικό. Γιατί είναι έγκλημα διαρκείας κι ας μην πέφτουν σφαίρες κάθε μέρα.
Γιατί οι εργάτες της Μανωλάδας είναι αδέλφια μας όχι γιατί είναι ξένοι αλλά γιατί είναι εργάτες και φτωχοί. Όπως κι εμείς άλλωστε! Κι ας ζούμε προς το παρόν λίγο καλύτερα απ’ αυτούς. Τα ίδια όπλα μας σημαδεύουν όλους μας.
Υ.Γ. «Συγκλόνισε» το πανελλήνιο η … αποκάλυψη του συναδέλφου των επιστατών, που δουλεύει ως δημοσιογράφος στο ΣΚΑΙ, ότι οι εργάτες που μαζεύουν τις φράουλες δεν πλένουν τα χέρια τους αφού ουρήσουν κι εμείς τρώμε λερωμένες φράουλες. Αίσχος! Προτείνω να σταλεί, αυτός και μερικοί ακόμη συνάδελφοί του, στα φραουλοχώραφα της  Μανωλάδας για  να τους την …τινάζουν αφού ουρήσουν. Έτσι  και η παραγωγικότητα δε θα  πέφτει και με καθαρά χέρια θα συλλέγονται οι φράουλες. Τουλάχιστον θα κάνουν κάτι πιο τίμιο απ’ αυτό που κάνουν σήμερα.

                                                                                      Γιάννης Κυριακάκης
                                                                                               Χανιά

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *