Με ασυνήθιστη, εξομολογητική διάθεση, ο γνωστός οικονομολόγος Γιάννης Βαρουφάκης μιλάει για την προσωπική του ζωή, για την οικογένειά του, την κόρη του και τους φόβους του. Σε ένα κείμενο που, όπως λέει, βασίζεται σε multimedia άρθρο που ετοιμάστηκε στο πλαίσιο μόνιμης πλέον συνεργασίας του με το ολλανδικό κέντρο σύγχρονης τέχνης Witte de With και αναδημοσιεύει ο ιστότοπος protagon.
Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει πάνω από το Παγώνι όταν η κυρία Αργυρώ άνοιγε την πόρτα του παντοπωλείου της. Πάνω στην ώρα. Καιγόμουν να αγοράσω τηλεκάρτα. Ήταν η πρώτη φορά που θα χρησιμοποιούσα θάλαμο του ΟΤΕ, μετά από χρόνια.
Το ημερολόγιο έδειχνε Νοέμβριος 2005, μια αιωνιότητα σχεδόν πριν από την Κρίση που θα πολιορκούσε τις ζωές μας μερικά χρόνια αργότερα. Ο σκουριασμένος, ημιδιαλυμένος κίτρινος θάλαμος ήταν ακριβώς απέναντι από το μαγαζί της κυρίας Αργυρώς, στο σταυροδρόμι που συνέδεε την πόλη της Αίγινας με χωράφια όπου καθημερινά ίδρωναν μεροκαματιάρηδες μετανάστες. Απρόβλεπτα, το σταυροδρόμι αυτό θα γινόταν η διασταύρωση των δύο συγκρουόμενων «κόσμων» μου.
Τρεις μήνες πριν, η Αυστραλία είχε «πάρει» τη δεκαοκτάμηνη κόρη μου, όταν η μητέρα της αποφάσισε να επιστρέψει εκεί μαζί της - δια παντός. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσω φωνητική επαφή με τη μικρή Ξένια, για τρεις μήνες μονολογούσα καθημερινά δέκα με δεκαπέντε λεπτά της ώρας στο ακουστικό του τηλεφώνου, με μόνη αμοιβή κάποιους μωρουδίστικους ήχους και την ελπίδα ότι δεν θα ξεχάσει την φωνή μου. Το σταθερό μου τηλέφωνο είχε μετατραπεί στον σκοτεινό διάδρομο ήχων που μετέδιδε κάθε πρωί το σάουντρακ της απουσίας της.
Όσο ήμουν στην Αθήνα, το πρωινό τηλεφώνημα λειτουργούσε ως νεκρή ζώνη που χώριζε την ημέρα μου στα δύο, σε δύο πραγματικότητες. Σε εκείνη που βυθιζόμουν μεταξύ ξυπνήματος και πριν τηλεφωνήσω στη μακρινή ήπειρο και στην αθηναϊκή ζωή μου που ξεκινούσε αμέσως μετά. Αυτές οι πραγματικότητες είχαν και την τηλεπικοινωνιακή τους έκφραση. Το σταθερό τηλέφωνο, λόγω της σχετικής του φθήνιας, ήταν συνυφασμένο με την ετεροτοπία μου και τον σχεδόν σιωπηλό κόσμο της κόρης μου. Όλες οι άλλες, οι ανώδυνες, κλήσεις πέρναγαν μέσα από το κινητό μου.
Η σκοτεινή εκείνη ισορροπία ταράχθηκε όταν μπήκε στη ζωή μου η Δανάη. Λίγες μέρες μετά το ξεκίνημά μας, μου πρότεινε να περάσουμε μερικές μέρες στο σπίτι της στην Αίγινα. Αμέσως συμφώνησα χωρίς να σκεφτώ το καθημερινό τηλεφώνημα. Χωρίς να φανταστώ πως με περίμενε εκείνο το σταυροδρόμι απέναντι από το μαγαζάκι της κυρίας Αργυρώς.
Καθώς η πρώτη νύχτα έφευγε, μετατρεπόμενη σε μια υγρή αυγή, βγήκα σαν τον κλέφτη από το εντυπωσιακό σπίτι, το οποίο στερούνταν σταθερό τηλέφωνο, ανέβηκα στη μηχανή, και με αγωνία άρχισα να ψάχνω τηλεκάρτα και θάλαμο. Ένα χιλιόμετρο αργότερα έπεσα πάνω στον θάλαμο και στην κυρία Αργυρώ. Ήταν σαν να είχα γλιστρήσει σε άλλο κόσμο.
Βγαίνοντας από το παντοπωλείο, με την τηλεκάρτα στο χέρι, πέρασα τη δημοσιά που το χώριζε από τον θάλαμο και βρέθηκα μέρος μιας κοντής ουράς. Ένας Πακιστανός εργάτης ήδη μιλούσε στη γυναίκα του, μετά εγώ, και μετά από μένα ένας Αλβανός οικοδόμος περίμενε πίσω μου να μιλήσει στην άρρωστη μητέρα του στα Σκόδρα. Αυτό ήταν. Τρεις διαφορετικές εκφάνσεις της μετανάστευσης μπροστά στον θάλαμο, δίπλα σε κάδους σκουπιδιών που ξεχείλιζαν, στρώνοντας το πεζοδρόμιο κάτω από το ετοιμόρροπο τηλέφωνο με χαλί βρωμιάς.
Αν και ο μόνος καθ' όλα «νόμιμος» μετανάστης εκ των τριών, και παρά το γεγονός ότι φάνταζα σαν τη μύγα μέσ' το γάλα, οι ομοιότητές μας ήταν πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι φαντάζονταν οι άλλοι δύο. Ήμουν εκεί για να ακούσω τους ήχους ενός μωρού του οποίου οι μητρικοί παππούδες είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία, από μια Ελλάδα που θύμιζε τόσο πολύ τη σημερινή Αλβανία, το σημερινό Πακιστάν.
Καθώς περίμενα να έρθει η σειρά μου, ένιωσα έντονα τις αντιφάσεις μου:
Τέως μετανάστης στην Αυστραλία, όπου έζησα δώδεκα χρόνια πασχίζοντας να μην αποκτήσω τη νοοτροπία του μετανάστη
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με φίλους και γνωστούς της «υψηλής» αθηναϊκής κοινωνίας, της άρχουσας τάξης, η οποία αντιμετώπιζε τους μετανάστες ως, στην καλύτερη περίπτωση, «αναγκαίο κακό»
Πατέρας ενός παιδιού που θα είναι μετανάστρια όπου και να ζει - στην Αυστραλία ως Ελληνίδα, στην Ελλάδα ως Ελληνο-Αυστραλέζα, αλλού ως υβρίδιο
Ακόμα θυμάμαι τη μόνη πηγή αγαλλίασης όσο περίμενα σε εκείνη την ουρά. Ήταν το όνομα της κόρης μου: καλοσύνη προς τον ξένο, που συμπεριλαμβάνει τον «φυγά», τον «μετανάστη, τον «χαμένο».
Μηδενίστε το, παρακαλώ
Θυμάστε την Ελλάδα πριν τα κινητά και τους θαλάμους; Τότε που κυρίες της καλής κοινωνίας σταματούσαν τη Μερσεντές τους στο περίπτερο και καθόντουσαν στην ουρά πίσω από οικοδόμους και μαθητές περιμένοντας να έρθει η σειρά τους να σκύψουν προς τον περιπτερά και να του πουν «Μηδενίστε το, παρακαλώ»; Όλοι μας ήμασταν έτοιμοι να βάλουμε τις φωνές σε όποιον μιλούσε πολύ ώρα ή τολμούσε να ξαναπάρει τηλέφωνο, ιδίως αν η γραμμή που καλούσε βούιζε. Αντίθετα από τη διαδικασία παροχής γραμμών του ΟΤΕ, όπου το μέσο έδινε κι έπαιρνε (με κάποιους να έχουν δύο και τρεις γραμμές, ενώ οι γείτονες περίμεναν δεκαετίες για να συνδεθούν), το τηλεφώνημα στον δημόσιο χώρο ήταν μια κοινωνικά ενοποιητική, βαθιά δημοκρατική, διαδικασία.
Η δημοκρατία της τηλεκάρτας
Η Μεταπολίτευση, με όλα τα καλά και τα στραβά της, αποτυπώθηκε και στην τηλεφωνική μας ζωή. Στην δεκαετία του '80 το να τηλεφωνήσει κανείς δεν ήταν απλή υπόθεση. Ακόμα και από το σταθερό του. Θυμάστε οι παλαιότεροι πόσο συχνά τα νούμερα «βούιζαν» από το δεύτερο ή τρίτο ψηφίο; Κάποιες φορές αναγκαζόμουν να καλέσω φίλο μου στην Αγία Παρασκευή (που για κάποιο λόγο «έβγαινε» ευκολότερα από το Παλαιό Φάληρο) να τον παρακαλέσω να καλέσει εκείνον άλλο φίλο στην Κηφισιά, η οποία από το Φάληρο ήταν δυσκολότερο να «βγει» απ' ό,τι μετεωρολογικός σταθμός στην Ανταρκτική. Ο λόγος βέβαια ήταν ότι, μετά το 1974, ο «εκδημοκρατισμός» του ΟΤΕ απλά σήμαινε ότι δίνονταν περισσότερες γραμμές χωρίς βέβαια την αντίστοιχη επένδυση σε τηλεφωνικά κέντρα. Κάπως έτσι τέθηκε το λαϊκό αίτημα για... ψηφιοποίηση.
Το αίτημα αυτό, όπως θυμόμαστε, έφερε στο προσκήνιο μια νέα εταιρεία, έναν νέο επιχειρηματία ο οποίος, σε αγαστή συνεργασία με όλες τις κυβερνήσεις (και βεβαίως με πασίγνωστο γερμανικό βιομηχανικό κολοσσό), αποτέλεσε εξαίρετο μέλος της ελληνικής νεο-διαπλοκής που σήμερα έχει γίνει παγκοσμίως ξακουστή. Ο τύπος θαλάμου που χρησιμοποίησα εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό στην Αίγινα, με το ψηφιακό του, ασημένιο πληκτρολόγιο, που κατήργησε το κυκλικό πλαστικό με τις τρύπες, έχει τις καταβολές του σε αυτό το μοντέλο «ανάπτυξης», που σήμερα καταρρέει.
Θυμάμαι μια φορά που επισκεπτόμουν την Αθήνα στη δεκαετία του '80 την περηφάνια φίλου μου όταν σταμάτησε την πανέμορφη λευκή Τζάγκουαρ (μοντέλο 1963) έξω από έναν τέτοιο καινούριο θάλαμο για να πάρει τηλέφωνο χρησιμοποιώντας τη νέα, τότε, τηλεκάρτα, την οποία έβγαλε από το πορτοφόλι του σαν να ήταν πλατινένια American Express. «Επιτέλους», μου είπε, «τηλεφωνούμε ψηφιακά χωρίς να πρέπει να πάμε σε περίπτερο.». Επρόκειτο για μια συντομότατη περίοδο ψηφιακού δημοκρατικού εκμοντερνισμού. Πλούσιοι και φτωχοί, οδηγοί Τζάγκουαρ και μοτοποδηλάτων, με την ίδια τηλεκάρτα, στους ίδιους θαλάμους. Δεν θα κράταγε, όμως, πολύ. Το κινητό τηλέφωνο ήταν προ των πυλών...
Ασύρματοι διαχωρισμοί
Τα κινητά τηλέφωνα, που έθεσαν τις τηλεκάρτες στο περιθώριο, συνέπεσαν με την άνθηση των άλλων καρτών - των πιστωτικών. Με την αυτο-πεποίθηση της άρχουσας και μεταπρατικής τάξης να αυξάνεται, τα ιδιωτικά χρέη (που χτίζονταν πάνω στα όλο και διογκούμενα δημόσια χρέη) φούντωσαν τη ζήτηση για νέου είδους αγαθά. Τα κινητά τηλέφωνα, που ονειρευόμασταν από τότε που βλέπαμε τον Dick Tracy και τον Captain Kirk, δεν μπορούσαν παρά να απογειωθούν στις νέες συνθήκες. Όσο έπεφταν τα επιτόκια, καθώς η Ελλάδα πλησίαζε την ΟΝΕ, τόσο πλήθαιναν οι «συνδέσεις», τα καρτοκινητά, οι κεραίες.
Παρά την πανδημική έκταση του φαινομένου, η ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας δεν κατάφερε να υπερβεί τις ταξικές διαφορές. Στην αρχή, όταν τα συμβόλαια ήταν ακριβά, η «καλή» κοινωνία είχε αριθμούς από 694, με το 693 να συμβολίζει κάτι διαφορετικό, κάτι λιγότερο γκλαμ. Όταν αργότερα προστέθηκε η τρίτη εταιρεία, με το 697, τα πράγματα αμβλύνθηκαν κάπως, όχι όμως πλήρως. Ακόμα και σήμερα, είναι πολύ πιθανότερο οι των κολωνακιώτικων σαλονιών χρήστες να έχουν κινητό που αρχίζει από 6944 απ' ό,τι 693 ή, ακόμα «χειρότερα», 697.
Βέβαια, ο Μέγας Διαχωρισμός στον κόσμο των κινητών εμφανίστηκε όταν το κύμα των μεταναστών αγόρασε καρτοκινητά, τα οποία έδωσαν ένα «στίγμα» σε ανθρώπους χωρίς εστία, και χωρίς τα οποία ήταν σχεδόν αδύνατον να τους βρίσκουν οι εργοδότες, οι φίλοι, η μακρινή οικογένεια. Με το κινητό στη μία τσέπη, για να τους καλούν, και την τηλεκάρτα στην άλλη, για να μιλούν στα αγαπημένα τους πρόσωπα στην άλλη άκρη της Γης, ο ψηφιακός μετανάστης έβρισκε τρόπο να υπάρχει. Την ίδια ώρα που οι γηγενείς έβρισκαν νέους ψηφιακούς τόπους συνομιλιών, όχι όμως και αναγκαστικά επικοινωνίας.
Κρίση
Ξάφνου ήρθε η Κρίση. Αυτοκίνητα μπήκαν στη ναφθαλίνη, σπίτια αποσυνδέθηκαν από τη ΔΕΗ, κινητά τηλέφωνα είτε αποσύρθηκαν είτε υπολειτουργούν. Σιγά-σιγά Έλληνες άρχισαν να στοιχίζονται έξω από τους πεπαλαιωμένους, πλέον, θαλάμους του ΟΤΕ, στις ουρές που τόσο καιρό σχημάτιζαν αποκλειστικά οι μετανάστες. Να σχηματίζουν ελληνικά νούμερα στα μισο-διαλυμένα ασημένια πληκτρολόγια που πάλαι ποτέ αποτελούσαν δείγματα εκσυγχρονισμού.
Κλείνοντας σε πρώτο πρόσωπο, τώρα που η Κρίση μας ώθησε με τη Δανάη σε νέα μετανάστευση, αυτή τη φορά στην Αμερική, και παρά το θείον δώρον του Skype και των άλλων μέσων επικοινωνίας, κάθε φορά που παίρνω τηλέφωνο ή πατώ με το ποντίκι το πράσινο κουμπί του Skype για να μιλήσω στην Ξένια στην Αυστραλία ή στους δικούς μου στην πατρίδα, ξαναζώ, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, το συναίσθημα της ετεροτοπίας, του τόπου που ένιωσα εκείνο το πρωινό στην Αίγινα, σε εκείνη τη μικρή ουρά. Είναι, απ' ό,τι φαίνεται, το αντίτιμο που καταβάλουμε για το δικαίωμα στην κινητικότητα εντός ενός σκληρού, μεταμοντέρνου κόσμου.
*Το κείμενο τούτο βασίζεται σε multimedia άρθρο που ετοιμάστηκε στο πλαίσιο μόνιμης πλέον συνεργασίας με το ολλανδικό κέντρο σύγχρονης τέχνης Witte de With.
Το ημερολόγιο έδειχνε Νοέμβριος 2005, μια αιωνιότητα σχεδόν πριν από την Κρίση που θα πολιορκούσε τις ζωές μας μερικά χρόνια αργότερα. Ο σκουριασμένος, ημιδιαλυμένος κίτρινος θάλαμος ήταν ακριβώς απέναντι από το μαγαζί της κυρίας Αργυρώς, στο σταυροδρόμι που συνέδεε την πόλη της Αίγινας με χωράφια όπου καθημερινά ίδρωναν μεροκαματιάρηδες μετανάστες. Απρόβλεπτα, το σταυροδρόμι αυτό θα γινόταν η διασταύρωση των δύο συγκρουόμενων «κόσμων» μου.
Τρεις μήνες πριν, η Αυστραλία είχε «πάρει» τη δεκαοκτάμηνη κόρη μου, όταν η μητέρα της αποφάσισε να επιστρέψει εκεί μαζί της - δια παντός. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσω φωνητική επαφή με τη μικρή Ξένια, για τρεις μήνες μονολογούσα καθημερινά δέκα με δεκαπέντε λεπτά της ώρας στο ακουστικό του τηλεφώνου, με μόνη αμοιβή κάποιους μωρουδίστικους ήχους και την ελπίδα ότι δεν θα ξεχάσει την φωνή μου. Το σταθερό μου τηλέφωνο είχε μετατραπεί στον σκοτεινό διάδρομο ήχων που μετέδιδε κάθε πρωί το σάουντρακ της απουσίας της.
Όσο ήμουν στην Αθήνα, το πρωινό τηλεφώνημα λειτουργούσε ως νεκρή ζώνη που χώριζε την ημέρα μου στα δύο, σε δύο πραγματικότητες. Σε εκείνη που βυθιζόμουν μεταξύ ξυπνήματος και πριν τηλεφωνήσω στη μακρινή ήπειρο και στην αθηναϊκή ζωή μου που ξεκινούσε αμέσως μετά. Αυτές οι πραγματικότητες είχαν και την τηλεπικοινωνιακή τους έκφραση. Το σταθερό τηλέφωνο, λόγω της σχετικής του φθήνιας, ήταν συνυφασμένο με την ετεροτοπία μου και τον σχεδόν σιωπηλό κόσμο της κόρης μου. Όλες οι άλλες, οι ανώδυνες, κλήσεις πέρναγαν μέσα από το κινητό μου.
Η σκοτεινή εκείνη ισορροπία ταράχθηκε όταν μπήκε στη ζωή μου η Δανάη. Λίγες μέρες μετά το ξεκίνημά μας, μου πρότεινε να περάσουμε μερικές μέρες στο σπίτι της στην Αίγινα. Αμέσως συμφώνησα χωρίς να σκεφτώ το καθημερινό τηλεφώνημα. Χωρίς να φανταστώ πως με περίμενε εκείνο το σταυροδρόμι απέναντι από το μαγαζάκι της κυρίας Αργυρώς.
Καθώς η πρώτη νύχτα έφευγε, μετατρεπόμενη σε μια υγρή αυγή, βγήκα σαν τον κλέφτη από το εντυπωσιακό σπίτι, το οποίο στερούνταν σταθερό τηλέφωνο, ανέβηκα στη μηχανή, και με αγωνία άρχισα να ψάχνω τηλεκάρτα και θάλαμο. Ένα χιλιόμετρο αργότερα έπεσα πάνω στον θάλαμο και στην κυρία Αργυρώ. Ήταν σαν να είχα γλιστρήσει σε άλλο κόσμο.
Βγαίνοντας από το παντοπωλείο, με την τηλεκάρτα στο χέρι, πέρασα τη δημοσιά που το χώριζε από τον θάλαμο και βρέθηκα μέρος μιας κοντής ουράς. Ένας Πακιστανός εργάτης ήδη μιλούσε στη γυναίκα του, μετά εγώ, και μετά από μένα ένας Αλβανός οικοδόμος περίμενε πίσω μου να μιλήσει στην άρρωστη μητέρα του στα Σκόδρα. Αυτό ήταν. Τρεις διαφορετικές εκφάνσεις της μετανάστευσης μπροστά στον θάλαμο, δίπλα σε κάδους σκουπιδιών που ξεχείλιζαν, στρώνοντας το πεζοδρόμιο κάτω από το ετοιμόρροπο τηλέφωνο με χαλί βρωμιάς.
Αν και ο μόνος καθ' όλα «νόμιμος» μετανάστης εκ των τριών, και παρά το γεγονός ότι φάνταζα σαν τη μύγα μέσ' το γάλα, οι ομοιότητές μας ήταν πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι φαντάζονταν οι άλλοι δύο. Ήμουν εκεί για να ακούσω τους ήχους ενός μωρού του οποίου οι μητρικοί παππούδες είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία, από μια Ελλάδα που θύμιζε τόσο πολύ τη σημερινή Αλβανία, το σημερινό Πακιστάν.
Καθώς περίμενα να έρθει η σειρά μου, ένιωσα έντονα τις αντιφάσεις μου:
Τέως μετανάστης στην Αυστραλία, όπου έζησα δώδεκα χρόνια πασχίζοντας να μην αποκτήσω τη νοοτροπία του μετανάστη
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με φίλους και γνωστούς της «υψηλής» αθηναϊκής κοινωνίας, της άρχουσας τάξης, η οποία αντιμετώπιζε τους μετανάστες ως, στην καλύτερη περίπτωση, «αναγκαίο κακό»
Πατέρας ενός παιδιού που θα είναι μετανάστρια όπου και να ζει - στην Αυστραλία ως Ελληνίδα, στην Ελλάδα ως Ελληνο-Αυστραλέζα, αλλού ως υβρίδιο
Ακόμα θυμάμαι τη μόνη πηγή αγαλλίασης όσο περίμενα σε εκείνη την ουρά. Ήταν το όνομα της κόρης μου: καλοσύνη προς τον ξένο, που συμπεριλαμβάνει τον «φυγά», τον «μετανάστη, τον «χαμένο».
Μηδενίστε το, παρακαλώ
Θυμάστε την Ελλάδα πριν τα κινητά και τους θαλάμους; Τότε που κυρίες της καλής κοινωνίας σταματούσαν τη Μερσεντές τους στο περίπτερο και καθόντουσαν στην ουρά πίσω από οικοδόμους και μαθητές περιμένοντας να έρθει η σειρά τους να σκύψουν προς τον περιπτερά και να του πουν «Μηδενίστε το, παρακαλώ»; Όλοι μας ήμασταν έτοιμοι να βάλουμε τις φωνές σε όποιον μιλούσε πολύ ώρα ή τολμούσε να ξαναπάρει τηλέφωνο, ιδίως αν η γραμμή που καλούσε βούιζε. Αντίθετα από τη διαδικασία παροχής γραμμών του ΟΤΕ, όπου το μέσο έδινε κι έπαιρνε (με κάποιους να έχουν δύο και τρεις γραμμές, ενώ οι γείτονες περίμεναν δεκαετίες για να συνδεθούν), το τηλεφώνημα στον δημόσιο χώρο ήταν μια κοινωνικά ενοποιητική, βαθιά δημοκρατική, διαδικασία.
Η δημοκρατία της τηλεκάρτας
Η Μεταπολίτευση, με όλα τα καλά και τα στραβά της, αποτυπώθηκε και στην τηλεφωνική μας ζωή. Στην δεκαετία του '80 το να τηλεφωνήσει κανείς δεν ήταν απλή υπόθεση. Ακόμα και από το σταθερό του. Θυμάστε οι παλαιότεροι πόσο συχνά τα νούμερα «βούιζαν» από το δεύτερο ή τρίτο ψηφίο; Κάποιες φορές αναγκαζόμουν να καλέσω φίλο μου στην Αγία Παρασκευή (που για κάποιο λόγο «έβγαινε» ευκολότερα από το Παλαιό Φάληρο) να τον παρακαλέσω να καλέσει εκείνον άλλο φίλο στην Κηφισιά, η οποία από το Φάληρο ήταν δυσκολότερο να «βγει» απ' ό,τι μετεωρολογικός σταθμός στην Ανταρκτική. Ο λόγος βέβαια ήταν ότι, μετά το 1974, ο «εκδημοκρατισμός» του ΟΤΕ απλά σήμαινε ότι δίνονταν περισσότερες γραμμές χωρίς βέβαια την αντίστοιχη επένδυση σε τηλεφωνικά κέντρα. Κάπως έτσι τέθηκε το λαϊκό αίτημα για... ψηφιοποίηση.
Το αίτημα αυτό, όπως θυμόμαστε, έφερε στο προσκήνιο μια νέα εταιρεία, έναν νέο επιχειρηματία ο οποίος, σε αγαστή συνεργασία με όλες τις κυβερνήσεις (και βεβαίως με πασίγνωστο γερμανικό βιομηχανικό κολοσσό), αποτέλεσε εξαίρετο μέλος της ελληνικής νεο-διαπλοκής που σήμερα έχει γίνει παγκοσμίως ξακουστή. Ο τύπος θαλάμου που χρησιμοποίησα εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό στην Αίγινα, με το ψηφιακό του, ασημένιο πληκτρολόγιο, που κατήργησε το κυκλικό πλαστικό με τις τρύπες, έχει τις καταβολές του σε αυτό το μοντέλο «ανάπτυξης», που σήμερα καταρρέει.
Θυμάμαι μια φορά που επισκεπτόμουν την Αθήνα στη δεκαετία του '80 την περηφάνια φίλου μου όταν σταμάτησε την πανέμορφη λευκή Τζάγκουαρ (μοντέλο 1963) έξω από έναν τέτοιο καινούριο θάλαμο για να πάρει τηλέφωνο χρησιμοποιώντας τη νέα, τότε, τηλεκάρτα, την οποία έβγαλε από το πορτοφόλι του σαν να ήταν πλατινένια American Express. «Επιτέλους», μου είπε, «τηλεφωνούμε ψηφιακά χωρίς να πρέπει να πάμε σε περίπτερο.». Επρόκειτο για μια συντομότατη περίοδο ψηφιακού δημοκρατικού εκμοντερνισμού. Πλούσιοι και φτωχοί, οδηγοί Τζάγκουαρ και μοτοποδηλάτων, με την ίδια τηλεκάρτα, στους ίδιους θαλάμους. Δεν θα κράταγε, όμως, πολύ. Το κινητό τηλέφωνο ήταν προ των πυλών...
Ασύρματοι διαχωρισμοί
Τα κινητά τηλέφωνα, που έθεσαν τις τηλεκάρτες στο περιθώριο, συνέπεσαν με την άνθηση των άλλων καρτών - των πιστωτικών. Με την αυτο-πεποίθηση της άρχουσας και μεταπρατικής τάξης να αυξάνεται, τα ιδιωτικά χρέη (που χτίζονταν πάνω στα όλο και διογκούμενα δημόσια χρέη) φούντωσαν τη ζήτηση για νέου είδους αγαθά. Τα κινητά τηλέφωνα, που ονειρευόμασταν από τότε που βλέπαμε τον Dick Tracy και τον Captain Kirk, δεν μπορούσαν παρά να απογειωθούν στις νέες συνθήκες. Όσο έπεφταν τα επιτόκια, καθώς η Ελλάδα πλησίαζε την ΟΝΕ, τόσο πλήθαιναν οι «συνδέσεις», τα καρτοκινητά, οι κεραίες.
Παρά την πανδημική έκταση του φαινομένου, η ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας δεν κατάφερε να υπερβεί τις ταξικές διαφορές. Στην αρχή, όταν τα συμβόλαια ήταν ακριβά, η «καλή» κοινωνία είχε αριθμούς από 694, με το 693 να συμβολίζει κάτι διαφορετικό, κάτι λιγότερο γκλαμ. Όταν αργότερα προστέθηκε η τρίτη εταιρεία, με το 697, τα πράγματα αμβλύνθηκαν κάπως, όχι όμως πλήρως. Ακόμα και σήμερα, είναι πολύ πιθανότερο οι των κολωνακιώτικων σαλονιών χρήστες να έχουν κινητό που αρχίζει από 6944 απ' ό,τι 693 ή, ακόμα «χειρότερα», 697.
Βέβαια, ο Μέγας Διαχωρισμός στον κόσμο των κινητών εμφανίστηκε όταν το κύμα των μεταναστών αγόρασε καρτοκινητά, τα οποία έδωσαν ένα «στίγμα» σε ανθρώπους χωρίς εστία, και χωρίς τα οποία ήταν σχεδόν αδύνατον να τους βρίσκουν οι εργοδότες, οι φίλοι, η μακρινή οικογένεια. Με το κινητό στη μία τσέπη, για να τους καλούν, και την τηλεκάρτα στην άλλη, για να μιλούν στα αγαπημένα τους πρόσωπα στην άλλη άκρη της Γης, ο ψηφιακός μετανάστης έβρισκε τρόπο να υπάρχει. Την ίδια ώρα που οι γηγενείς έβρισκαν νέους ψηφιακούς τόπους συνομιλιών, όχι όμως και αναγκαστικά επικοινωνίας.
Κρίση
Ξάφνου ήρθε η Κρίση. Αυτοκίνητα μπήκαν στη ναφθαλίνη, σπίτια αποσυνδέθηκαν από τη ΔΕΗ, κινητά τηλέφωνα είτε αποσύρθηκαν είτε υπολειτουργούν. Σιγά-σιγά Έλληνες άρχισαν να στοιχίζονται έξω από τους πεπαλαιωμένους, πλέον, θαλάμους του ΟΤΕ, στις ουρές που τόσο καιρό σχημάτιζαν αποκλειστικά οι μετανάστες. Να σχηματίζουν ελληνικά νούμερα στα μισο-διαλυμένα ασημένια πληκτρολόγια που πάλαι ποτέ αποτελούσαν δείγματα εκσυγχρονισμού.
Κλείνοντας σε πρώτο πρόσωπο, τώρα που η Κρίση μας ώθησε με τη Δανάη σε νέα μετανάστευση, αυτή τη φορά στην Αμερική, και παρά το θείον δώρον του Skype και των άλλων μέσων επικοινωνίας, κάθε φορά που παίρνω τηλέφωνο ή πατώ με το ποντίκι το πράσινο κουμπί του Skype για να μιλήσω στην Ξένια στην Αυστραλία ή στους δικούς μου στην πατρίδα, ξαναζώ, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, το συναίσθημα της ετεροτοπίας, του τόπου που ένιωσα εκείνο το πρωινό στην Αίγινα, σε εκείνη τη μικρή ουρά. Είναι, απ' ό,τι φαίνεται, το αντίτιμο που καταβάλουμε για το δικαίωμα στην κινητικότητα εντός ενός σκληρού, μεταμοντέρνου κόσμου.
*Το κείμενο τούτο βασίζεται σε multimedia άρθρο που ετοιμάστηκε στο πλαίσιο μόνιμης πλέον συνεργασίας με το ολλανδικό κέντρο σύγχρονης τέχνης Witte de With.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου