Οι περισσότεροι γνωρίζουν το Δημήτρη Ψαθά και τον Νίκο Τσιφόρο από τον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο και από τα θεατρικά τους έργα. Όμως ήταν εξαίρετοι και ως δημοσιογράφοι, καθώς και ως πεζογράφοι.
Μέσα στα χοντρά φύλλα της συλλογής, με τίτλο «Ο χειμώνας του ‘41», υπάρχει ένα διήγημα-χρονογράφημα που θα μπορούσε να είχε γραφτεί σήμερα ή στις μέρες που έρχονται.
Τιτλοφορείται «Διπλή σκλαβιά», και θα δώσω περιγραφικά το πρώτο μέρος του –και ας με συγχωρήσει ο Ψαθάς για τη διαδικτυακή μου ιεροσυλία.
«Διπλή σκλαβιά»
Είναι χειμώνας του ’41 στην Αθήνα. Στην Κατοχική Αθήνα… Οι άνθρωποι πεθαίνουν ανά εκατοντάδες από την πείνα («χθες πέθαναν διακόσιοι», γράφει σε κάποιο άλλο διήγημα) και το κάρο του δήμου περνάει για να μαζέψει τα πτώματα.
Ένα τραμ είναι σταματημένο για να περάσει ο στρατός των κατακτητών. Οι επιβάτες παρατηρούν τους Ναζί που παρελαύνουν στη χώρα τους και κάνουν χαμηλόφωνα σχόλια.
Μόνο ένας επιβάτης, ροδομάγουλος, καλοντυμένος και χοντρός, τόσο αταίριαστος ανάμεσα στους σκελεθρωμένους συμπολίτες του, «Έλληνας βεβαίως, αλλά παχύς και ευτυχισμένος» (sic), κοιτάει με θαυμασμό και βουρκωμένα –από συγκίνηση- μάτια το Γερμανικό στρατό. Και λέει, με τα χείλια του να στάζουν σιρόπι:
«Χαίρεσαι να τους βλέπεις, αδελφέ! Για κύτταξε πως πάνε. Αυτό θα πη στρατός! Είναι μεγάλος λαός οι Γερμανοί. Αυτοί πρέπει να κυβερνούν τον κόσμο. Κύττα, φίλε μου, τάξη, κύττα ύφος, κύττα πειθαρχία, κύττα επιβάλλον (!), κύττα αυτοπεποίθηση, που έχουνε στη δύναμη τους, κύττα σώματα.» (sic)
Κάποιος επιβάτης τότε καγχάζει. Μα για κακή του τύχη έξω από το τραμ περνάει ένας λοχίας Γερμανός. Βλέπει τον Έλληνα που γέλασε και νόμιζε ότι κοροϊδεύει τη φάλαγγα.
Μπαίνει στο τραμ και ξεκινάει να δέρνει τον Έλληνα που γέλασε, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι ένας πενηντάρης κύριος.
Όταν εκείνος κρύβει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του, το τευτονικό θηρίο εξοργίζεται και αρχίζει να τον πατάει με τις μπότες του.
Ο πενηντάρης κύριος δεν αντιδράει. «Είναι η στιγμή που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης πνίγει κι αυτό το αίσθημα του μίσους.» (sic)
Αφρίζει ο Γερμανός και χτυπάει με λύσσα. Μέσα στο τραμ οι γυναίκες ασπρίζουν από το φόβο τους και οι άντρες κοκκινίζουν από την οργή τους. Είναι βαρύ το πλήγμα για την αξιοπρέπεια τους, αλλά φοβούνται.
Ξέρουν ότι αν αντιδράσουν θα εκτελεστούν επί τόπου από τους υπόλοιπους Γερμανούς στρατιώτες.
Είναι η στιγμή που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης πνίγει κι αυτό το αίσθημα του μίσους.
Και ο Γερμανός τραβάει από το χέρι το κουρελιασμένο θύμα του, το πετάει έξω από το τραμ και συνεχίζει να το κλωτσάει –μέχρι θανάτου.
Και η συνέχεια δια πένας Δημήτρη Ψαθά:
«Φεύγει το τραμ. Βαρειά σιωπή. Κι άξαφνα ακούεται μια φωνή:
- Καλά να μας κάνουν!
Κατάπληξη. Γυρίζουν μερικοί.
- Τι είπατε, κύριε;
Επιμένει:
- Είπα, καλά να μας κάνουν.
Είναι ο παχύς και ευτυχισμένος κύριος. Το επεισόδιο που παρακολούθησε κι αυτός, στερέωσε την πεποίθηση του για το μεγαλείο των Γερμανών, και του είναι αδύνατο να κρατηθή.
Κάποιος τρέμει:
- Δεν είσθε Έλλην εσείς;
- Είμαι, κύριε.
- Δεν είδατε αυτό το θέαμα;
- Το είδα, κύριε.
- Και δεν επαναστάτησε η ψυχή σας;
- Όχι, κύριε. Γιατί τέτοια μας χρειάζονται. Εμείς οι Ρωμηοί θέλουμε βούρδουλα. Να μιλάω εγώ για το γερμανικό στρατό κι αυτός να κοροϊδεύει! Ποιους; Τους Γερμανούς! Αυτούς που κατέκτησαν όλο τον κόσμο. Αλλά τέτοιοι είμαστε οι βρωμοέλληνες. Σηκωθήκαμε να τα βάλουμε με ολόκληρη τη Γερμανία. Ελευθερία, σου λέει. Τι να την κάνουμε την ελευθερία; Οι μικροί λαοί πρέπει να κυβερνώνται απ’ τους μεγάλους. Σας άρεσε τώρα το ξύλο; Όποιος κοτάει ας ξαναμιλήσει.
Κάποιος τότε του ανοίγει μια μούντζα:
- Να, βρε κερατά.
Τρελλαίνεται ο χοντρός:
- Αναιδέστατε! Παληάνθρωπε! Την ταυτότητα σου, γρήγορα. Σταμάτα, οδηγέ. Σταμάτα, σου λέω. Είμαι της Γερμανικής Υπηρεσίας (και φωνάζει προς το δρόμο τους Γερμανούς). Καμεράντεν! Καμεράντεν! Σνελλ!
Πάλι πάγος. Δίνει ένα σάλτο και φεύγει αυτός που μούντζωσε. Κι όσοι έμειναν στο τραμ, νοιώθουμε ένα απέραντο αίσθημα αηδίας (Σημείωση Γελωτοποιού: Το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού που χρησιμοποιεί ο Ψαθάς, ίσως κατά λάθος, δείχνει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο περιστατικό.)
Αλλοίμονο! Ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος. Οι Γερμανοί –αν θέλει ο Θεός- θα φύγουν κάποτε…
Αυτοί όμως θα μείνουν…»
Αυτά συνέβαιναν πριν 70 χρόνια, σε μια Ελλάδα όπου τα παιδιά πεθαίνανε στον κόρφο της μάνας τους επειδή οι Γερμανοί επιτάσσανε όλα τα τρόφιμα για να ταΐσουν το στρατό τους. Σε μια εποχή όπου οι μόνοι παχιοί κι ευτυχισμένοι ήταν οι συνεργάτες των Γερμανών και οι μαυραγορίτες.
Όποια ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της σημερινής εποχής δεν είναι καθόλου, μα καθόλου συμπτωματική!
από τον Γελωτοποιό
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου