γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος
Είδα ένα δρεπάνι, καλογυαλισμένο, καλά συντηρημένο, να κρέμεται –διακοσμητικό εργαλείο πια!– σε τοίχο του σπιτιού φίλου, οι γονείς του οποίου ήσαν (και) θεριστές ώς το τέλος του βίου τους. Πού πήγαν, αλήθεια, όλα αυτά τα δρεπάνια; Πού πήγαν όλες εκείνες οι γυναίκες με τα πλατύγυρα καπέλα τους και κάτω απ’ αυτά τα μαντίλια τους για ν’ απορροφούν τον ιδρώτα; Πώς εξαφανίστηκαν τα ιδρωμένα χείλη τους, τα γελαστά και κουρασμένα πρόσωπα;
Τώρα δρεπανηφόρες μηχανές τσακίζουν τα στάχυα· ούτε χειρόβολα, ούτε δεμάτια, ούτε θημωνιές. Η τεχνολογία τα εξαφάνισε όλα τούτα. Γιατί, όμως, είναι πάντα στον νου όλων εκείνων που πρόλαβαν να τα δουν, να τα ζήσουν; Διότι ο άνθρωπος, εκτός από τη γλώσσα ή το ύφος του ή... είναι και ο χρόνος του· θεά ήταν η Μνημοσύνη, όχι παίξε-γέλασε.
Φιγουράρει από χθες στα ημερολόγια ο μέγας θεριστής, ζεστός και τρυφερός που κρύβει μέσα του όμως τον πόλεμο (Θέρος-Τρύγος-Πόλεμος). Τον πόλεμο της κοινότητας εναντίον της φτώχειας και της κρατικής ακηδίας για την αγροτιά, κόντρα στον ήλιο που μερικές φορές υπερέβαινε το μέτρο της ευεργετικής ζεστασιάς του κι επέφερε λιποθυμία σε αγωνιστές της υπαίθρου.
Οταν η οικογένεια δεν τα ’βγαζε πέρα μόνη της ξεσηκώνονταν οι διπλανές, οι συγγενικές κι έδιναν ένα χέρι για να προλάβουν το αλώνισμα. Μακριά ήσαν τα σταροχώραφα· ψηλά στο βουνό· μισή μέρα δρόμος με τα ζωντανά. Το βράδυ κοιμούνταν όλοι κάτω απ’ τα αστέρια, δίπλα στα χωράφια (πώς να πηγαινοέρχονταν;).
Εξαίσια (για μας τους μικρούς) συναυλία ο ρεγχασμός των μεγάλων· γελούσαμε κρυφά αλλά και φανερά. Δεν καταλαβαίναμε, τα πρώτα χρόνια της μύησης στον θερισμό, τι σημαίνει κούραση. Νιώθαμε ότι συμμετείχαμε σε κάτι ιερό. Καλώς νιώθαμε έτσι, διότι ήταν αυτή η αλήθεια.
Κουδούνια αμνοεριφίων μάς ξυπνούσαν· αχάραγα! Εκεί ήταν η μόνη δυσκολία ημών των παίδων· καλά τα γελάκια, αλλά ήμασταν άμαθοι ακόμη στο ξενύχτι και τη δουλειά. Θερίζαμε κι εμείς μαζί τους, παρότι μας απέτρεπαν· η κύρια εργασία μας ήταν να τους μεταφέρουμε νερό κι ένα μικρούτσικο κολατσό. Ηταν όμως μεγάλη τέχνη να δένεις το χειρόβολο και μεγαλύτερη για τους μεγάλους να φτιάχνεις το δεμάτι.
Τα φόρτωναν στα ζώα και ’μείς –παλιόπαιδα– τα κουβαλούσαμε κάτω στον κάμπο, φτιάχναμε τις θημωνιές και πάλι πίσω στο βουνό. Ιλιγγος! Α, μεγάλη τέχνη και το φόρτωμα· δεν έπρεπε τα δεμάτια να είναι άνισα, απαγορευόταν η ανισορροπία· το βάρος έπρεπε να είναι το ίδιο και στις δύο πλευρές του σαμαριού.
Μια εικόνα μπορεί να ξυπνήσει μια ολόκληρη εποχή, να φέρει πίσω, τώρα, τη λάμψη της κοινότητας, την αλληλεγγύη, τη συμπάθεια, τη συνύπαρξη, το ωραίον του είδους... Δεν είναι στείρα αναπόληση, είναι αξιακή αναγέννηση, απόδειξη (;) ότι ο φτωχός πολιτισμός είναι πλούσιος σε συναισθήματα· βαθύσοφος και επαρκής. Λίγο λάδι και ψωμί, κρασί και νερό, μια μυζήθρα και δυο ελιές αναστάτωναν το μικρό μας σύμπαν· το διέστελλαν και το σμίκραιναν κατά πώς ήταν η διάθεσή μας.
Λοιπόν, δεν χάθηκαν τα δρεπάνια· μπήκαν μέσα μας· ελπίζω να μπουν και στα παιδιά μας (και στα παιδιά των παιδιών, εσαεί).
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου