Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Καρό κουβέρτα με γνήσιο ταρτάν





Η ώρα ήταν περασμένες δέκα το βράδυ. Είχε γυρίσει από τη δουλειά, είχε μαζέψει ό,τι άντεχε να μαζέψει, είχε αλλάξει τα σεντόνια, είχε ζεστάνει το φαγητό και είχε φάει. Πόση τεμπελιά… Μέρες τώρα δεν ήθελε να κάνει τίποτα και όσο επιθυμούσε το τίποτα τόσο την έπνιγαν τα πολλά. Μετά λούστηκε, έκανε μπάνιο και φόρεσε τις αγαπημένες της πιτζάμες -μαύρες με κόκκινα και μοβ λουλούδια στο παντελόνι.

Οπως όλα τα πράγματα που αγαπούσε, θυμόταν τα πάντα γι’ αυτές: πότε τις αγόρασε -πέρυσι την άνοιξη, για να τις πάρει μαζί της σε μια εκδρομή-, γιατί της άρεσαν στην αρχή -ενώ ήταν σκούρες, τα κόκκινα λουλούδια τους τη γέμιζαν χαρά και τα μοβ, που δεν ξεχώριζαν πολύ, είχαν κάτι από ζωγραφική με ξυλομπογιές- και γιατί τις αγαπούσε με τον καιρό: έπειτα από περίπου ενάμιση χρόνο είχαν γίνει πολύ μαλακές, σαν χάδι πάνω στο δέρμα, και ήταν όσο ζεστές απαιτούσε η εποχή. Κάπως της φαινόταν ότι άφηναν ευωδιές από την άνοιξη που τις πρωτοφόρεσε. Γι’ αυτό τις έβαζε πάντα όταν αισθανόταν την ανάγκη μιας φροντίδας, μιας παρηγοριάς, μιας αγκαλιάς, ή κάτι σαν όλα αυτά μαζί.

Αφησε τα μαλλιά της να στεγνώσουν έτσι -την άλλη μέρα δεν δούλευε και μπορούσε να αφήσει τις τρελές μπούκλες της να κάνουν ό,τι θέλουν. Σαν να είναι καλοκαίρι και διακοπές. Πόσο μακριά τής φαινόταν τώρα το νησί…

Ομως, αν και στην καρδιά του Οκτωβρίου, το καλοκαίρι ήταν εκεί. Βγήκε στο μπαλκόνι με σβηστό φως, μισόστεγνα μαλλιά και πάνινες παντόφλες. Εφερε την πολυθρόνα κοντά στα κάγκελα, κάθισε κάπως ξαπλωτά, ακούμπησε τα πόδια της στην κουπαστή και έκλεισε τα μάτια. Οπως έκανε τον Ιούλιο εκεί στον Νότο, όπως έκανε άλλα καλοκαίρια στο εξοχικό, όταν οι υπόλοιποι πήγαιναν να κοιμηθούν αποκαμωμένοι από τις βόλτες, τον ήλιο, τη θάλασσα, τις ρακές και τις ατέρμονες συζητήσεις για το νόημα της ζωής.

Εκανε ψύχρα. Μπορεί τη μέρα ο καιρός να θύμιζε Ιούλιο, αλλά τώρα, αργά το βράδυ, η θερμοκρασία έπεφτε αρκετά για να χρειάζεσαι ζακέτα, κι εκείνη δεν είχε πάρει μαζί της. Αισθανόταν την υγρασία -μικρές, ελάχιστες διεισδυτικές σταγόνες- να της τρυπά το δέρμα και ελαφρά ρίγη να διαπερνούν τα γυμνά χέρια και τις γάμπες της, που είχαν γυμνωθεί από τα μπατζάκια της πιτζάμας. Αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί.

Πέρασε τα δάχτυλα από τα μαλλιά της. Ηταν στεγνά, δεν κινδύνευε να κρυώσει. Κάτι τσουλούφια που πετούσαν αριστερά και δεξιά τα έστρωσε όπως μπορούσε πίσω από τα αυτιά, για να την παρακούσουν αμέσως και να τιναχτούν ξανά όπου αυτά ήθελαν.

«Μπες, παιδάκι μου, μέσα», άκουσε τη μάνα της να λέει. «Δεν έχω όρεξη για αρρώστιες». Λάθος έκανε, δεν ήταν εκείνη, δεν θα μπορούσε. Αλλά αν ήταν, αυτό θα έλεγε βλέποντάς την έτσι. Και δίκιο θα είχε.

Σηκώθηκε και πήγε μέσα. Ανοιξε την ντουλάπα και πήρε μια μικρή μάλλινη καρό κουβέρτα. Της μάνας της ήταν -εκείνη της την έχει αγοράσει από το Εδιμβούργο, σε ένα ταξίδι χρόνια πριν-, αυθεντικό σκοτσέζικο ταρτάν. Οταν την έριχνε στα πόδια της, στον καναπέ, ο γάτος πήγαινε και κουλουριαζόταν δίπλα της και κοιμόταν ώρες εκεί, μαζί της.

Την τυλίχτηκε και βγήκε ξανά στο μπαλκόνι. Ξανακάθισε στην πολυθρόνα στην ίδια στάση, με τα πόδια στην κουπαστή.

Εμεινε έτσι πολλή ώρα εκεί, μέσα στη θαλπωρή της καρό κουβέρτας και στην αγκαλιά της λουλουδάτης πιτζάμας. Στην υγρή ατμόσφαιρα διαχεόταν ένα ακριβό άρωμα φθινοπωρινής νοσταλγίας.

Στον ουρανό φάνηκαν μερικά αραιά σύννεφα, που έτρεχαν γρήγορα μπροστά από ένα φεγγάρι που είχε αρχίσει να αδειάζει. Σε λίγο θα έδυε.

Ενα αυτοκίνητο πέρασε παίζοντας μουσική δυνατά. Αναγνώρισε το τραγούδι, μιλούσε για ήσυχα βράδια και ένα ταξίδι για τον γύρο του κόσμου*. Απόψε το έκανε από το μπαλκόνι της, με μαγικό χαλί μια μάλλινη καρό σκοτσέζικη κουβέρτα με αυθεντικό ταρτάν.

*«Τα ήσυχα βράδια», Αρλέτα  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *