Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος
Είναι οξύμωρο το σχήμα. Μαύρο
χρώμα και περιστέρι είναι αταίριαστα. Το ξέρουμε ως ταχυδρόμο, χρησιμοποιήθηκε
για τη μεταφορά μηνυμάτων από ερωτευμένους. Αλλά και σε δύσκολες αποστολές. Η
πρόθεσή του είναι πάντα αγαθή. Και να το βάψουμε μαύρο, δεν μπορεί να αλλάξει
τη φύση του. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνει το σύμβολο του μίσους. Της βίας. Του
θανάτου.
Μαύρα είναι τα χελιδόνια που τα
εκλιπαρεί ο ξενιτεμένος στα τάρταρα της γης. Τους μηνάει να χαμηλώσουν. Να του
δανείσουν ένα φτερό. Να γράψω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή, τραγουδάει. Να
στείλω στην αγάπη μου να μη με καρτερεί, δόλια αγάπη. Δεν γνωρίζω αν πρόλαβε να
νιώσει αυτή την ανάγκη η Χεβρίν Χαλάφ που δολοφονήθηκε στη Συρία. Στον ουρανό
της πατρίδας της δεν πετούν τα πουλιά των ξενιτεμένων. Βρήκαν άλλους αεροδιαδρόμους.
Μαύρισε ο τόπος από όρνια, που αγέρωχα περιμένουν να τελειώσει η βρόμικη
δουλειά.
Μόνο τα μαύρα περιστέρια πετούν
πάνω από τον ουρανό της πολύπαθης Συρίας. Είναι οι σιδερόφρακτες ερπύστριες και
τα γεράκια του πολέμου, τα βομβαρδιστικά, που σπέρνουν την καταστροφή. Και πόσο
να κλάψουν οι μανάδες; Ποιος τις ακούει; Οι οιμωγές δεν φτάνουν στα γραφεία
αυτών που παίζουν κορόνα-γράμματα τις ζωές των ανθρώπων. Που κόβουν στη μέση τα
χαμόγελα. Που ξεκοιλιάζουν τα όνειρα βάφοντας τον τόπο με αίμα.
Πώς μπορεί να είναι τα περιστέρια
μαύρα; Αντε, ντε. Οι διαολεμένοι άνθρωποι βρίσκουν τον τρόπο να ξαναβαφτίζουν
τα πράγματα. Να τα κάνουν πιο βολικά για τις ορέξεις τους. Για να ξορκίσουν
τους φόβους τους. Κι έτσι ο φουρτουνιασμένος και αδηφάγος Πόντος έγινε Εύξεινος
και το ακρωτήρι των οιμωγών φόρεσε τα παπούτσια της Καλής Ελπίδας.
Γιατί να μη μεταμφιεστεί ο
όλεθρος σε προσδοκία; Σε πηγή. Ειρήνης γιοκ, όπως είπε κι ο Τουρκοκύπριος
Ακιντζί. Σε πηγή δυστυχίας. Σε σπορά καταστροφής. Αυτό που ενοχλεί είναι το
όνομα. Κι όχι η πείνα. Το δάκρυ. Η απελπισία. Η αλλόφρων φυγή κι όπου τους
βγάλει η θάλασσα. Βορά των θυμωμένων κυμάτων της. Ή πτυελοδοχείο για την
πολιτική ανοησία και την κοινωνική αναλγησία των καρδαμωμένων αυτού του κόσμου.
Μαύρα τα περιστέρια που πετάνε
στον ουρανό της Μέσης Ανατολής. Περιστέρια μεταλλαγμένα, με μαχαίρια στα
δόντια. Αντί να κρατάνε τον κλάδο της ελαίας. Και ο κόσμος γίνεται ένας γύρος
θανάτου. Μόνο που η φωτιά και ο θάνατος είναι γι’ αυτούς που χορταίνουν με τις
σάρκες τους το όρνιο της πολεμικής βιομηχανίας. Ανθρωποι κυνικοί που έχουν
κλειδώσει την ψυχή τους.
Και τα άσπρα περιστέρια;
Περιμένουν στα κλουβιά τους. Ο κόσμος γέμισε με αεροβόλα που ντουφεκάνε. Με
ανθρώπους τυφλωμένους που ζητάνε αίμα. Που δεν ανέχονται ούτε τη σκιά τους.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου