Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Η μέρα δεν προβλεπόταν καλή.
Είχες πάρει απόφαση ότι θα περάσεις το ρεπό σου στα γκισέ τραπεζών και δημόσιων
υπηρεσιών.
Ξυπνάς πρωί και επειδή αναμένεις
μια σχετική ταλαιπωρία, λες: Ας κάνω ένα καλό πρωινό, να πιω κι έναν καφέ, να
αντέξω τις ουρές. Γιατί θα υπάρξουν ουρές...
Ξεκινάς με πλήρη εξάρτυση:
δημόσια έγγραφα (ταυτότητες, εξουσιοδοτήσεις, πληρεξούσια), συμβόλαια, τοπογραφικά,
αιτήσεις, τα τηλέφωνα λογιστή, μηχανικού και συμβολαιογράφου σε πρώτη ζήτηση,
στιλό μπλε (ποτέ δεν ξέρεις αν θα το χρειαστείς). Πριν αρχίσεις να ντύνεσαι τα
ελέγχεις: είναι εκεί, στον φάκελο.
Κοιτάζεις και το πορτοφόλι σου:
μπορεί να χρειαστούν τίποτα χαρτόσημα, τίποτα φωτοτυπίες, μη βρεθείς έκθετος.
«Εχω τελειώσει πανεπιστήμιο και
μιλάω τρεις ξένες γλώσσες. Τι μπορεί να πάει στραβά;» σκέφτεσαι.
Λάθος σκέψη.
Βάζεις τα ρούχα σου, ένα ζευγάρι
αθλητικά παπούτσια, κλειδώνεις το σπίτι και μπαίνεις στο αυτοκίνητο.
Η εφορία είναι σχετικά κοντά,
ευτυχώς. Πριν μπεις στο κτίριο αναρωτιέσαι μήπως έπρεπε να πάρεις νερό μαζί
σου, αλλά λες, δεν βαριέσαι, πόσο να καθίσω εδώ; Μισή ώρα, μια ώρα; Θα αντέξω.
Λάθος σκέψη αριθμός 2.
Ακολουθώντας τις οδηγίες, βρίσκεις
το σωστό γραφείο και μπαίνεις στη σωστή ουρά. Δύο υπάλληλοι εξυπηρετούν και
πριν από σένα υπάρχουν τέσσερις άνθρωποι.
Μπίνγκο. Η τυχερή σου μέρα.
Λάθος σκέψη, αριθμός 3.
Ο χρόνος κυλάει αργά. Οι
υποθέσεις που έχουν οι υπάλληλοι δεν φαίνεται να επιλύονται. Ενας λογιστής
έγραψε λάθος τα τετραγωνικά ενός βοηθητικού χώρου, ένας πολίτης έφερε μόνο το
καινούργιο, ενώ χρειαζόταν και το παλιό συμβόλαιο, τηλεφωνήματα, πήγαιν’-έλα,
μια κυρία από άλλη ουρά ωρύεται γιατί την έχουν φέρει τρεις φορές και κάθε φορά
της ζητούν κάτι άλλο.
Ταράζεσαι λίγο, αλλά κάνεις
υπομονή. Ο κύριος μπροστά σου αρχίζει την κουβέντα. «Αυτά κάνει η
γραφειοκρατία. Αν είχαν ενωθεί τα ηλεκτρονικά συστήματα, πολλά από αυτά δεν θα
συνέβαιναν». Συμφωνείς.
Πιάνετε την κουβέντα, για το τι
συμβαίνει στην Ελλάδα, τι ξέρετε ότι συμβαίνει αλλού, τι έχετε περάσει σε
ανάλογες περιπτώσεις. Όταν κοιτάζεις το ρολόι σου, ο λεπτοδείκτης έχει κάνει
μια πλήρη περιστροφή. Στα παράθυρα των υπαλλήλων βρίσκονται οι ίδιοι πολίτες.
Υποθέτεις ότι δεν θα συμβεί το
ίδιο σε σένα, για απλή υπόθεση ήρθες και είσαι προετοιμασμένη...
Ξαφνικά αδειάζουν και τα δύο
γκισέ και μένουν μόλις δύο άνθρωποι μπροστά σου. Απίστευτη χαρά. Ο κύριος που
συνομιλούσατε σου λέει: «Μην ανησυχείτε. Εγώ θα κάνω μόλις δύο λεπτά. Ένα χαρτί
θα αφήσω και θα κάνω μια ερώτηση». Τον πιστεύεις και του χαμογελάς.
Λάθος σκέψη, αριθμός ό,τι θέλετε.
Στη μια ώρα και σαράντα λεπτά
ακριβώς, έρχεται επιτέλους η σειρά σου. Ο κύριος όντως έφυγε σε δύο λεπτά, αλλά
καθόλου χαρούμενο δεν τον είδες. Έχεις αρχίσει και να διψάς...
Επιστρατεύεις το χαμόγελο και την
πιο καλή συμπεριφορά που σου έμαθε η μαμά σου και καλημερίζεις την υπάλληλο
-κοντεύει πάντως μεσημέρι.
Αραδιάζεις μπροστά της τα
καλούδια σου και της εξηγείς τι χρειάζεσαι. Σε κοιτάζει με βλέμμα κατανόησης
και σου λέει: «Σας λείπε η τάδε βεβαίωση, από τις τεχνικές υπηρεσίες του δήμου
τάδε».
Μένεις άναυδη: «Μα τα συμβόλαια
και τα τοπογραφικά γράφουν αυτό ακριβώς που ζητάτε».
Υπάρχει καινούργια εγκύκλιος, σου
εξηγεί, και η εφορία χρειάζεται βεβαίωση από υπάλληλο τεχνικής υπηρεσίας δήμου,
όχι ιδιώτη επαγγελματία. «Προσέξτε, όχι γενικά δημοτικού υπαλλήλου, τεχνικής
υπηρεσίας».
Τηλεφωνείς στον λογιστή και τον
συμβολαιογράφο, δεν το έχουν ξανακούσει... «Υπάρχει εγκύκλιος», επιμένει η
υπάλληλος. «Πρέπει να το φέρετε».
Σκέφτεσαι τον κύριο που έκανε δύο
λεπτά πριν από σένα. Τόσο έκανες κι εσύ. Και τότε θυμάσαι τη γιαγιά σου, που
έλεγε ότι αν δεν χτίσεις ή δεν παντρέψεις, δεν ξέρεις από ζωή. Και προσθέτεις
στη σοφία της ότι αν δεν ξέρεις και από χάος στις δημόσιες υπηρεσίες και
αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατία, πάλι από ζωή δεν ξέρεις.
Και τρέχεις να τηλεφωνήσεις στον
δήμο τάδε για να δεις τι χαρτιά χρειάζεται για να σου δώσει το χαρτί. Τις
τράπεζες δεν τις προλαβαίνεις. Θα πας άλλη μέρα για εκείνα τα χαρτιά που θέλεις
για άλλες υποθέσεις...
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου