Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Μια Κυριακή πρωί

 

γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

- Τι δώρο θέλεις να σου κάνω; Τι χρειάζεσαι;

 

Κοίταξε τη φίλη της χαμογελώντας.

 

- Τίποτα, δεν θέλω τίποτα.

 

- Ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται. Κάτι θα σου πάρω. Αλλά να το χρειάζεσαι.

 

- Θα το σκεφτώ και θα σου πω τότε. Αλλά…

 

Δεν συνέχισε. Αφησε την κουβέντα να πάει αλλού, σε άλλα πράγματα.

 

Εννοούσε πραγματικά ότι δεν χρειαζόταν τίποτα. Τα δώρα, χρόνια τώρα, τα μέτραγε αλλιώς. Τόσο στις γιορτές και τα γενέθλια, όσο και τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα. Κι ας χαιρόταν πολύ να παίρνει και κυρίως να κάνει δώρα. Μικρά ή μεγαλύτερα, για λόγο σοβαρό ή έτσι, από παρόρμηση. Γιατί κάτι θα ταίριαζε στον έναν ή τον άλλο και έπρεπε να του το χαρίσει.

 

Μερικές φορές ήθελε να πει ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ανθρώπους που ήταν δίπλα της στα δύσκολα, που το πιο μεγάλο δώρο ήταν η ύπαρξή τους, η παρουσία τους, και εκείνο το «Τι κάνεις;» μια στο τόσο στο τηλέφωνο ή από κοντά, ειδικά τώρα που το «κοντά» ήταν σχεδόν απαγορευμένο.

 

Σκεφτόταν μια μεγάλη γιορτή, ένα μακρύ τραπέζι από αυτά που οργάνωνε παλιά. Οταν το σπίτι γέμιζε ανθρώπους, φωνές, γέλια, τραγούδια, με εκείνη τη μεγάλη χειροποίητη τούρτα που έφτανε για άλλους τόσους, τα καλά σερβίτσια στο τραπέζι και μυρωδιές από φρεσκομαγειρεμένα πράγματα.

 

Και στο τέλος, τα μικρά και μεγαλύτερα πακέτα, που άνοιγαν στο τέλος της βραδιάς, σαν μεγάλη ατραξιόν. Τα καλοδιπλωμένα χαρτιά περιτυλίγματος -τι εμμονή αυτή, να ανοίγει ένα ένα πακέτο προσεκτικά. Αλλά έτσι της άρεσε, να παρατείνει τη χαρά για λίγο ακόμη.

 

Κι ύστερα, το βράδυ, τόσο ευτυχισμένα κατάκοπη, σχεδόν μόνη πια, να βάζει δυο μπουκιές στο στόμα της -από αυτές που δεν είχε προλάβει πριν. Δεν μπορούσε με τον κόσμο, χόρταινε από τις χαρές και τις φωνές, από τα γέλια μέχρι δακρύων, αλλά και από τις μυρωδιές μιας κουζίνας που ζούσε έναν διήμερο οργασμό πασπαλισμένο με μπαχαρικά και κρασί και λάδι.

 

Μέτρησε τα χρόνια που το σπίτι είχε να δει τόσο κόσμο και τρόμαξε. Δάκρυα της ήρθαν στα μάτια. Οχι για την απουσία της γιορτής και της χαράς, αλλά για όσα την απαγόρευσαν, την έντυσαν με ενοχή, με εκείνο το «όχι» που δεν έπαιρνε αντίρρηση καμιά. Και κάθε χρόνο τα «όχι» γίνονταν περισσότερα και πιο ηχηρά. Οσο μεγαλώνεις τόσο καταλαβαίνεις γιατί. Αλλά γιατί;

 

Πήγε στη βιβλιοθήκη, άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Πήγε να τα ξεφυλλίσει, αλλά μετάνιωσε. Τα έκρυψε πάλι. Φοβήθηκε μη δεν γνωρίσει τον εαυτό της. Τους άλλους θα τους αναγνώριζε: φίλοι, αδέλφια, ξαδέλφια, φίλοι σαν αδέλφια…

 

Αλλη μια δύσκολη χρονιά, και τώρα εκτός από τα γνωστά θεριά, που τα βάζεις στη σειρά και τα παλεύεις ένα ένα, υπάρχει ακόμη ένα. Αόρατο, επικίνδυνο, απειλητικό, χωρίς σώμα. Για να το αποφύγεις πρέπει να αποφεύγεις ό,τι έχει πραγματική αξία: τους δικούς σου ανθρώπους, τις αγκαλιές και τις γιορτές, τις μικρές, τις ιδιωτικές, τις ασήμαντες για τους άλλους, θησαυρούς για σένα.

 

«Γιατί έτσι πρέπει να γίνει, τι να κάνουμε», σαν το σύνθημα της καμπάνιας που έτρεχε μήνες τώρα, ως άλλη φωνή συνείδησης.

 

Ηξερε τι ήθελε, αλλά αυτό δεν αγοραζόταν, δεν μπορούσε να το παραγγείλει πουθενά, όσα χρήματα και αν διέθετε, όση δύναμη και αν δαπανούσε. Χρόνο με εκείνους που αγαπάει, τους λίγους, τους πολύτιμους. Οχι μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή ή από μια τηλεφωνική γραμμή.

 

Οταν ξαναμίλησε με τη φίλη της, και έπειτα από την επιμονή να διαλέξει ένα δώρο, της ζήτησε μια έκπληξη. «Ο,τι θέλεις, κάτι μικρό».

 

Μετά αποφάσισε να κάνει η ίδια ένα δώρο στον εαυτό της. Να αφιερώσει στον εαυτό της μια Κυριακή πρωί. Και να μην του χαλάσει εκείνη τη μέρα κανένα χατίρι, σαν να είναι μικρό παιδί, αθώο σαν νεογέννητο.

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *