γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Είχε αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Κλειστά. Σκούρα μπλε με ανοιχτά γκρίζα ρέλια.
Η ατμόσφαιρα μύριζε βροχή, πεσμένα φύλλα και υγρασία. Φυσούσε λίγο και από κάπου μακριά ακούστηκε μια βροντή.
Κοίταξε τον ουρανό. Δεν έδειχνε βαρύς, ούτε τόσο απειλητικός. Κοίταξε και τα πόδια της. Σκούρα κόκκινα νύχια, απομεινάρι ενός καλοκαιριού που ήρθε και έφυγε χωρίς να της χαρίσει τίποτα. Ούτε μια μαγική νύχτα, ούτε ένα ξεκούραστο βράδυ, ούτε την αίσθηση των βαρών που φεύγουν παρασυρμένα από το νερό. Δεν ήθελε να μετρήσει αυτά που του έδωσε, ούτε καν εκείνα που της πήρε με τη βία.
Ακούστηκε ακόμη μία βροντή. Αυτή τη φορά λίγο πιο κοντά. Κρύωνε λίγο, ένα υγρό ρίγος τη διαπέρασε. Αν βρεχόταν πάλι, δεν το γλίτωνε το κρυολόγημα. Και δεν είχε αυτή την πολυτέλεια.
Προλάβαινε να γυρίσει σπίτι, να βγάλει τα πέδιλα -επέμενε να τα φοράει παρά την αλλαγή του καιρού- και να φτιάξει κάτι ζεστό.
Δεν ήθελε όμως. Ηθελε να μείνει έξω. «Ας βρέξει. Θα κάνω μια βόλτα ώσπου να κουραστώ τόσο που να μην έχω επιλογή παρά να γυρίσω».
Περπάτησε. Περπατούσε αργά, σαν να ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα, από εκείνα τα γλυκά απογεύματα της άνοιξης, που διψάς αλλά δεν χρειάζεται να πιεις, που ο αέρας μυρίζει φρέσκα τριαντάφυλλα και τα πουλιά χτίζουν καινούργιες φωλιές. Σε μερικές κουζίνες μυρίζει η νέα μαρμελάδα φράουλα και τα ανοιχτά χρωματιστά μπλουζάκια πλένονται από τη ναφθαλίνη.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια και είδε την εικόνα του κόσμου σε αρνητικό. Σκουρόχρωμα ρούχα που μόλις είχαν βγει από τις ντουλάπες, φαιόχρωμος ουρανός που έκρυβε τον κουρασμένο ήλιο, η αποδημία των πουλιών ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει από μέρες. Μόνο μερικοί θαρραλέοι σπουργίτες τσιμπολογούσαν ό,τι είχε πέσει κάτω.
Και όμως, δεν λυπήθηκε. Μια υπέροχη μυρωδιά έφτασε στη μύτη της: κανέλα, γαρίφαλο και ψημένο μήλο. Γλυκιά ζύμη και ζάχαρη άχνη.
Ηταν έξω από ένα καφενείο, καινούργιο στέκι για πολλούς. Ειδικά για εκείνους που αγαπούσαν τα γλυκά.
Κοντοστάθηκε λίγο. «Να μπω;». Μια σταγόνα βροχής έτρεξε στο μέτωπό της και ύστερα μια δεύτερη, πιο αποφασιστική, τη χάιδεψε ακριβώς στο κέντρο της μύτης. «Θα μπω».
Λίγοι ήταν οι πελάτες μέσα. Δύο καλοβαλμένες κυρίες, ένα νεαρό ζευγάρι και ένας κύριος. Διάλεξε ένα τραπεζάκι πλάι στο παράθυρο.
«Σας έφτασε κι εσάς η μυρωδιά;», τη ρώτησε χαμογελώντας η σερβιτόρα, που την ήξερε εδώ και λίγους μήνες.
Της απάντησε χαμογελώντας: «Ναι, οπότε ξέρεις τι θα μου φέρεις. Μαζί με έναν διπλό καφέ μέτριο».
«Τη συνοδεύουμε με παγωτό καραμέλα βουτύρου», είπε το κορίτσι. «Αν θέλετε, φυσικά».
«Θέλω. Και αδημονώ».
Εξω έβρεχε πια κανονικά. Μερικές αστραπές φάνηκαν στο βάθος, αλλά τώρα ένιωθε κάπως καλύτερα, δεν ήξερε πώς να το περιγράψει. Ασφαλής, μάλλον.
Ανοιξε την τσάντα και κοίταξε τα καινούργια παπούτσια. Τώρα της άρεσαν περισσότερο απ’ όταν τα αγόρασε. Της έφεραν και το γλυκό, πλάι στον καφέ που άχνιζε.
«Ευχαριστώ πολύ».
Εβγαλε το σημειωματάριό της. Το άνοιξε κάπου στην τύχη και διάβασε:
«Κάθομαι μερικές φορές και σκέφτομαι: να μπορούσα, λέει, να ξαναγυρίσω στο παρελθόν/ να τακτοποιήσω μερικά πράγματα, ν’ αποτελειώσω κάποια άλλα. Ομως τι σημασία θα ’χε;
»Είμαι κουρασμένος από τόσους χωρισμούς, τόσα πρωινά, τόσα απογεύματα»(1).
Πήρε το κουτάλι, έκοψε λίγη ζεστή μηλόπιτα και την άφησε να παρασύρει λίγο παγωτό καραμέλα. Οταν το έφερε στο στόμα, μια πλημμυρίδα από γεύσεις και αρώματα την κατέκλυσε. Μια μικρή στιγμή αγνής ευτυχίας - ίσως και ηδονής. Πόση γαλήνη έκρυβε μέσα της αυτή η μίξη του μήλου με την κανέλα και τη ζάχαρη και πόσο γρήγορα έφτασε βαθιά εκεί, στον πυρήνα του στήθους. Τι όμορφη η στιγμή που η ζαχαροπλαστική συμφώνησε με αυτό που ήθελε να πει η ποίηση.
(1) «Μάταιες αποφάσεις», του Τάσου Λειβαδίτη (Απρίλιος 1922 - Οκτώβριος 1988) από τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου