γράφει ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Εξομολογούμαι μια αμαρτία για να μου καταλογιστεί η μισή: όταν οι ειδήμονες ερίζουν περί του Ασφαλιστικού, αδυνατώ να τους παρακολουθήσω, επειδή δεν διαθέτω τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις και γενικώς με τα νούμερα δεν τα πάω καλά.
Γι’ αυτό θα ασχοληθώ με μια πιο αφηγηματική και βατή ανάλυση του προβλήματος, την οποία ανέπτυξε ο Ανδρέας Νεφελούδης, γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας στην «Εφημερίδα των Συντακτών» την περασμένη Δευτέρα.
Κατ’ αρχάς θα σταθώ στην εναρκτήρια παραδοχή του Α. Νεφελούδη ότι:
Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος είναι αναγκαιότητα των καιρών, αφού σε μικρό χρονικό διάστημα από τώρα και αν δεν υπάρξουν νέα θεμέλια, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα μπορούν να πληρώνουν τις συντάξεις.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν η διαπίστωση, την οποία βρίσκω σχεδόν προφανή, αλλά ο συνδυασμός της με το εξής γεγονός: όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αντιπολίτευση οι εκτιμήσεις του και κυρίως η ρητορική του δεν παρέπεμπαν στην «αναγκαιότητα των καιρών», αλλά μας καλούσαν στα όπλα για να αποτρέψουμε τα καταχθόνια σχέδια της τρόικας (εξωτερικού και εσωτερικού) να εκθεμελιώσουν το κοινωνικό κράτος.
Δεν θα μπω στη συζήτηση αν είχαν ή δεν είχαν δίκιο. Σίγουρα όμως δεν μπορούν να ευσταθούν και οι δύο εκδοχές.
Το ίδιο και κατά μείζονα λόγο ισχύει για το ιστορικό του προβλήματος, όπως το παρουσιάζει o A. Νεφελούδης.
Συγκεκριμένα, δεν διαφωνώ με την απαρίθμηση των λαθών που έγιναν. Οντως, το PSI, τα δομημένα ομόλογα, οι χρηματιστηριακές φούσκες, οι ανισότητες, η κακοδιαχείριση κ.ο.κ. ευθύνονται για τη σημερινή κακοδαιμονία.
Η οποία μάλιστα επιδεινώνεται από την ανεργία, τη δημογραφική ωρολογιακή βόμβα και την ύφεση.
Δέχομαι, επίσης, ότι οι ιδεολογικές παρωπίδες των δανειστών επιβάλλουν νεοφιλελεύθερες λύσεις, αναιρώντας τα κεκτημένα του κοινωνικού κράτους και της αναδιανεμητικής λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος, ενώ την ίδια στιγμή κλείνουν το μάτι στην ιδιωτική ασφάλιση.
Από τη λίστα Νεφελούδη, όμως, λείπει ένα πελώριο και γνωστό σε όλους μας γεγονός που επηρέασε όσο κανένα άλλο την τύχη των συντάξεων στη χώρα μας.
Εννοώ τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση το 2001 και την αποκαθήλωσή της υπό την πίεση μιας παλλαϊκής κινητοποίησης, η οποία κατέληξε σε μεγαλειώδη πορεία που έκλεισε το κέντρο της Αθήνας.
Υπενθυμίζω ότι στην πανστρατιά, εκτός από το «πατριωτικό», «αριστερό» και βαθύτατο ΠΑΣΟΚ με μπροστάρη τον Ακη Τσοχατζόπουλο, συμμετείχε σύσσωμη η Αριστερά.
Η επιεικέστερη ανάγνωση της ανάλυσης του Α. Νεφελούδη είναι ότι αναφέρεται έμμεσα στο νομοσχέδιο Γιαννίτση όταν παραδέχεται ότι ένα από τα κουσούρια του παρελθόντος που δεν διορθώθηκαν ήταν και η «σπάταλη διαχείριση των πόρων».
Φυσικά θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι η μεταρρύθμιση Γιαννίτση ορθώς απορρίφθηκε, για συγκεκριμένους όμως λόγους που θα διατυπώνονται καθαρά, ή ότι ο αντίκτυπος της απόρριψής της αποδείχθηκε αμελητέος.
Κάτι όμως μου λέει ότι η αποσιώπησή της, διότι περί αυτού πρόκειται ξεκάθαρα, δεν είναι τυχαία, επειδή έρχεται σε αντίθεση με το παραμύθι του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς γενικότερα, ότι εφόσον δεν κυβερνήσαμε ποτέ δεν ευθυνόμαστε για τίποτα.
Επ' αυτού ένα σχόλιο. Η συλλογιστική πίσω από τον ισχυρισμό επικαλείται ένα από τα πλέον ολέθρια στερεότυπα της νεοελληνικής σκέψης: εφόσον κάποιος φταίει περισσότερο από μένα, εγώ δεν φταίω καθόλου.
Ή, αλλιώς, οι πιο αμαρτωλοί με κάνουν αναμάρτητο.
Μέσα απ’ αυτή την παραμορφωτική οπτική γωνία, οποιαδήποτε προσπάθεια να επιμεριστούν αναλογικά οι ευθύνες εκεί που ανήκουν εκλαμβάνεται ως εκ του πονηρού τέχνασμα για να αθωωθούν οι μεγάλοι φταίχτες, αναπαράγοντας έτσι τα μανιχαϊστικά αντανακλαστικά μας.
Δηλαδή, εμείς οι «καλοί» και εκείνοι οι «κακοί».
Αυτό που δεν περνάει από το μυαλό μας είναι ότι μολονότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης βαραίνει πάντοτε και εξ ορισμού την εκάστοτε κυβέρνηση, τη χώρα μπορεί μερικές φορές να τη χαντακώσει και η αντιπολίτευση, αν η αρνητική αντίδρασή της σε μέτρα σωστά και απαραίτητα επιβάλει ένα υψηλότατο πολιτικό κόστος που η κυβέρνηση (κακώς) θα θεωρήσει απαγορευτικό.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που ορθώς καταλογίζεται στη Νέα Δημοκρατία. Ήταν εγκληματικό λάθος το οποίο δεν παραγράφεται.
Δεν θυμάμαι όμως την Αριστερά, εκείνες τις παλιές καλές μέρες της αστακομακαρονάδας και κάποιων προνομιακών συντάξεων που ξεπερνούσαν τον τελευταίο μισθό (συν εφάπαξ), να χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου, να καταγγέλλει ή έστω να ανησυχεί. Αν τότε διαμαρτυρήθηκε για κάτι, ήταν επειδή η κυβέρνηση δεν μοίραζε περισσότερα λεφτά.
Στην όλη υπόθεση διακρίνω και μια ειρωνική διάσταση: θα περίμενε κανείς από τους μαρξιστές να έχουν πιο έντονη και βαθιά συναίσθηση της «αναγκαιότητας των καιρών».
Φαίνεται όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας την τακτική των «αστικών» κομμάτων, ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς κερδίζεται η εξουσία και πώς διατηρείται, χρησιμοποιώντας ως υπέρτατο όπλο την επικοινωνιακή ρητορική.
Επόμενο είναι, λοιπόν, να θεωρεί ότι άλλη η αναγκαιότητα όταν είσαι στην αντιπολίτευση και άλλη όταν γίνεις κυβέρνηση.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου