γράφει ο Χαράλαμπος Γκότσης
Η διαδικασία για την αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας μας φαίνεται ότι ξεκίνησε για τα καλά. Δεν υπάρχει συζήτηση για το ελληνικό πρόβλημα σε όλα τα διεθνή και ελληνικά φόρα, που να μην αποτελεί κυρίαρχο θέμα. Εσχάτως μας προέκυψε και η δήλωση του προέδρου του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem από τη μακρινή Λίμα του Περού, που ήρθε να επιβεβαιώσει πληροφορίες που υπήρχαν, ότι συζητείται και ίσως προκρίνεται μια λύση, που θα προβλέπει ως ανώτατη οροφή στην πληρωμή για τόκους και χρεολύσια το 15% του ΑΕΠ κατ’έτος.
Η πρόταση ή καλύτερα η υπόθεση εργασίας, στην οποία αναφέρθηκε ο ευρωπαίος αξιωματούχος, βασίζεται στην αλλαγή προσέγγισης του αξιόχρεου του ελληνικού δημοσίου. Ο γνωστός δείκτης βιωσιμότητας του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μιας χώρας οφείλει στην περίπτωσή μας να αντικατασταθεί με ένα δείκτη εξυπηρετησιμότητας, ο οποίος θα καθορίζει τις κατ’ανώτατο όριο απαιτήσεις των δανειστών για πληρωμή τοκοχρεωλυσίων το χρόνο. Στόχος είναι η δημιουργία έστω ενός μεσοπρόθεσμου χρονικά σταθερού περιβάλλοντος, το οποίο θα επιτρέψει στη χώρα να βγει στις αγορές για αναχρηματοδότηση των αναγκών της, αφού θα έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ώστε να αξιολογούν τέτοιες τοποθετήσεις ως ασφαλείς.
Η αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος της βιωσιμότητας εκ πρώτης όψεως δείχνει να παρέχει μια διέξοδο. Τα δύσκολα όμως αρχίζουν όταν σκύψει κανείς στα πραγματικά δεδομένα και στη δυναμική τους και τα συσχετίσει με την προτεινόμενη οροφή.
Τα ότι το ποσό του 15% του ΑΕΠ ως ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους είναι υπερβολικό, προκύπτει από τις ανάγκες που καταγράφονται στο τρέχον πρόγραμμα για τα επόμενα 15 χρόνια. Αν εξαιρέσει κανείς το 2022 ίσως και το 2023, όπου πρέπει να πληρωθούν σωρευτικά όλοι οι τόκοι του ESM, όλα τα υπόλοιπα έτη οι πληρωμές κινούνται μεταξύ 7 και 10% με βάση το σημερινό ΑΕΠ. Αν δε λάβει κανείς υπόψη του και μια προσδοκώμενη αύξησή του, τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη μικρότερα.
Είναι προφανές, ότι η πρόταση των εταίρων, αν τελικά τεθεί στο τραπέζι, είναι εκ προοιμίου ασύμφορη, αφού μια τέτοια ρύθμιση είναι χειρότερη από την τρέχουσα. Έτσι η ελληνική πλευρά, αφού δεχθεί ως κριτήριο την ετήσια εξυπηρετησιμότητα, θα πρέπει να επιμείνει σε ένα μικρό ποσοστό επιβάρυνσης για την επόμενη δεκαπενταετία. Αυτό μπορεί να προκύψει μέσα από μια γενναία επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ομολόγων, από μια μικρή έστω μείωση των επιτοκίων και τη σταθεροποίησή τους, αλλά και από την απαλλαγή από πληρωμές για τόκους απαιτώντας μια περίοδο χάριτος για το σύνολο της περιόδου.
Έτσι, οι δανειστές θα συμβάλλουν στην προσπάθεια ανάκαμψης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, εξυπηρετώντας και τα δικά τους συμφέροντα, αφού μ’αυτόν τον τρόπο η χώρα μακροπρόθεσμα θα είναι σε θέση, αν όχι στο σύνολο, να αποπληρώσει τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών της.
Στην προσπάθεια αυτή φαίνεται ότι έχουμε αρωγό την πλευρά του ΔΝΤ, όπου με αλλεπάλληλες δηλώσεις όχι μόνο της Κας Lagarde, αλλά και του Κου Thomsen, όπως και του επικεφαλής Οικονομολόγου Blanchard, επιμένουν ότι το χρέος μας χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση. Ας ελπίσουμε ότι αυτήν την φορά δεν θα πέσουν στην παγίδα ενός νέου νεφελώδους ορισμού περί βιωσιμότητας του χρέους και θα απαιτήσουν καθαρές λύσεις.
Την τελική απάντηση άλλωστε για την ποιότητα της όποιας λύσης επιλεγεί, θα τη δώσουν οι αγορές, οι οποίες με δικά τους κριτήρια θα αποφανθούν αν αυτή είναι ικανοποιητική ή όχι.
* Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιά
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου