Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Ψάχνουν τον «σωστό χρόνο» για νέα επαναδιαπραγμάτευση


Πρώτα με την σαφή επιβεβαίωση και κατόπιν με την ασαφή διάψευση ότι συζητά το θέμα των πρόσθετων «προληπτικών» μέτρων, η κυβέρνηση έκανε ξεκάθαρο ότι περιμένει τον κατάλληλο χρόνο για να θέσει εκ νέου θέμα αναθεώρησης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε στο μνημόνιο του περσινού καλοκαιριού.

Ο σπόρος για να επιχειρηθεί να κουρευτεί ξανά ο μελλοντικός στόχος παραγωγής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ειδικά για την περίοδο μετά το 2018 ή να συνδεθεί ευθέως με μια «ρήτρα ανάπτυξης» της οικονομίας, έχει ήδη πέσει και η όλη συζήτηση θα γίνει με την συνδρομή του -σημερινού εχθρού και αυριανού φίλου- Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση θα ενταχθεί πιθανότατα στην ευρύτερη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, αφού πρώτα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, μέσα στις επόμενες τέσσερις εβδομάδες της αξιολόγησης, συμφωνηθεί το είδος και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα των «εφεδρικών» μέτρων που θα απαιτηθούν για να ξαναμπεί το ΔΝΤ στο κάδρο ως χρηματοδότης του προγράμματος. Το τρίτο μνημόνιο είναι ούτως ή άλλως και επίσημα πλέον μια συμφωνία υπό πλήρη αμφισβήτηση.

Υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που είναι συνήθως καλά πληροφορημένα, δεν κρύβουν ότι υπάρχει κάποιου είδους σχεδιασμός πίσω από όλη αυτή τη σύγχυση η οποία προκλήθηκε με αφορμή την «συμβιβαστική λύση» του Washington Group για τη λήψη πρόσθετων μέτρων ως εγγύηση ότι το πρόγραμμα «θα βγαίνει». Επισήμως, όμως, ούτε η ελληνική κυβέρνηση, ούτε πολύ περισσότερο το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών μιλούν για αναθεώρηση των στόχων. Αντιθέτως τη ξορκίζουν λέγοντας πως το πρόβλημα δεν είναι οι στόχοι αλλά η αποτελεσματικότητα των μέτρων που βρίσκονται στο τραπέζι.

Δημοσίως μόνο ο ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης εμφανίστηκε βέβαιος ότι «από το 2018 και μετά οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα σε συνδυασμό με την ελάφρυνση του χρέους θα επανεξεταστούν, γιατί τους λείπει ο ρεαλισμός». Αυτή τη στιγμή, όπως είπε, προέχει να εφαρμοστεί η συμφωνία, «γιατί αν ανοίξουμε τώρα με δική μας πρωτοβουλία θέμα αλλαγών στους όρους της συμφωνίας που υπογράφηκε τον Ιούλιο, τότε θα παίξουμε το παιχνίδι του ΔΝΤ».

Με κάπως διαφορετικό τρόπο έθεσε το θέμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, λέγοντας προχθές στον Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jyrki Katainen πως ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% δεν πρόκειται να επιτευχθεί χωρίς αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Δηλαδή αν δεν μπει στο κάδρο και η ανάγκη επίτευξης υψηλών ρυθμών αύξησης στο ΑΕΠ ώστε τα πρωτογενή πλεονάσματα να είναι διατηρήσιμα σε βάθος χρόνου και δεν θα βασίζονται στην φορολόγηση των πάντων και στη διαρκή περιστολή δαπανών.

Η σύνδεση της ανάπτυξης του ΑΕΠ με τη δημοσιονομική προσπάθεια που είναι υποχρεωμένη να κάνει η Ελλάδα για να πετυχαίνει εφεξής πλεόνασμα 6,5 δισ. ευρώ ετησίως, αποτελεί σύμφωνα με μια ερμηνεία, σαφή ένδειξη πως η κυβέρνηση θα παίξει ξανά το χαρτί «εξορθολογισμού» των στόχων με το επιχείρημα ότι πρέπει να διευκολυνθούν οι προσπάθειες επιστροφής της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι πως αμέσως μετά την πρώτη αξιολόγηση και στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναδιάρθρωση του χρέους, θα επιχειρηθεί να ξεκινήσει νέα διαπραγμάτευση για να προσαρμοστούν οι όροι της συμφωνίας ώστε να προσεγγίσουν εγγύτερα στο πλαίσιο που έχει θέσει εξ αρχής του ΔΝΤ το οποίο θεωρεί επιτεύξιμο τον στόχο για τον περιορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1,5% από το 2018 και όχι 3,5%. Με τον τρόπο αυτό τόσο το ΔΝΤ όσο και η κυβέρνηση, θεωρεί ότι δημιουργούνται μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια αν όχι να ενεργοποιηθούν περισσότερες δαπάνες για επενδύσεις και κατανάλωση, τουλάχιστον να μην στραγγαλιστεί η οικονομία με μεγαλύτερη λιτότητα.

Σε κάθε περίπτωση ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% δεν προϋποθέτει μόνο «ηρωικές προσπάθειες» εκ μέρους των φορολογούμενων όπως ειπώθηκε από όλες τις πλευρές, αλλά και ένα πρωτοφανές σε μέγεθος σοκ ιδιωτικών επενδύσεων το οποίο προς το παρόν δεν φαίνεται ορατό στον ορίζοντα. Όσο δεν συμβαίνει αυτό, η οικονομία δεν μπορεί να ελπίζει ούτε σε πρόσθετα έσοδα, ούτε σε σημαντικούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς ούτε σε διατηρήσιμα πλεονάσματα.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *