Η ομιλία του κ. Παναγιώτη
Ρουμελιώτη στην παρουσίαση του νέου βιβλλιου του με τίτλο: “Χρυσές Τουλίπες”:
Πώς οι κερδοσκόποι χρεοκοπούν κράτη και πτωχεύουν κοινωνίες: Το βιβλίο αρχίζει
και τελειώνει με τη ρήση του Αμερικανού Προέδρου Franklin Roosevelt, ο οποίος
απευθυνόμενος στον λαό του είπε το 1932 ότι «το μόνο πράγμα που έχουμε να
φοβηθούμε είναι ο ίδιος ο φόβος».
Ο Πρόεδρος Roosevelt δε δίστασε να
συγκρουστεί με τους κάθε είδους κερδοσκόπους και τραπεζίτες εκείνης της εποχής,
της εποχής της Μεγάλης Κρίσης του 1929-1933, προκειμένου να διαφυλάξει τα
συμφέροντα της κοινωνίας και ιδιαίτερα των αδύναμων και των φτωχών. Οι
πρωτοβουλίες του πρόσφεραν τέσσερις δεκαετίες σταθερότητας στις ΗΠΑ.
Σήμερα,
μετά από τόσες χρηματοπιστωτικές κρίσεις που έπληξαν τον κόσμο μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, θα πρέπει η διεθνής κοινότητα να αυτοπροστατευτεί από τις
αυθαιρεσίες των χρηματοπιστωτικών αγορών και τους κερδοσκόπους, ώστε να
αποφευχθεί μια νέα τραγικότερη και σοβαρότερη χρηματοπιστωτική κρίση.
Είναι
βέβαιο ότι οι αγορές αυτές απέκτησαν με την παγκοσμιοποίηση τοξικά και
επικίνδυνα εργαλεία – όπλα που αποδείχτηκε ότι μπορούν να προκαλέσουν την
κατάρρευση του παγκόσμιου οικοδομήματος. Ταυτόχρονα όμως προκαλούν και άμεση
ανθρώπινη δυστυχία, φτώχεια, ανεργία, κοινωνική μιζέρια, ενώ οι κερδοσκόποι
μένουν στο απυρόβλητο και συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο, προετοιμάζοντας
τη δημιουργία των επόμενων χρηματοπιστωτικών φουσκών και κρίσεων.
Η
αποκατάσταση των ζημιών που προκαλούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι
κερδοσκόποι διαρκούν δεκαετίες.
Σήμερα και πάλι η παγκόσμια οικονομία
κινδυνεύει να περιέλθει σε μια νέα σοβαρή κρίση, παρά το γεγονός ότι έχει
πληγεί ήδη σοβαρά από τις δύο πρόσφατες κρίσεις του 2007-2008 και του 2010.
Για
την αντιμετώπιση των κρίσεων αυτών απαιτήθηκε η παροχή τεράστιας νομισματικής
ρευστότητας, που απειλεί να δημιουργήσει νέα αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας
οικονομίας. Για να συγκρατηθεί και να ελεγχθεί αυτή η ρευστότητα, που με
βεβαιότητα έχει δημιουργήσει νέες φούσκες οι οποίες μπορεί να εκραγούν ανά πάσα
στιγμή, οι ΗΠΑ άρχισαν να αυξάνουν τα επιτόκια, με αποτέλεσμα να προκαλείται η
φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες χώρες και να αποσταθεροποιούνται τα
χρηματιστήρια και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, προσφέροντας έτσι νέες
ευκαιρίες στους κερδοσκόπους να πλουτίσουν και να προκαλέσουν νέες
χρηματοπιστωτικές κρίσεις.
Η αγορά πετρελαίου βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα
και έχει προκαλέσει σημαντική μείωση των συναλλαγματικών εισπράξεων των χωρών
παραγωγής πετρελαίου, ενώ πολλές επιχειρήσεις του κλάδου αυτού και της
ενέργειας γενικότερα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους προς τις
τράπεζες.
Με τη σειρά τους, οι τράπεζες έχουν μεγάλη έκθεση σε ασφάλιστρα
κινδύνου στον ενεργειακό τομέα και αν αναγκαστούν να προβούν στην πληρωμή
ασφαλιστικών αποζημιώσεων στους δικαιούχους των ασφαλειών κινδύνου, ενδέχεται
να απειληθούν με πτώχευση. Λόγω της αλληλεξάρτησης μεταξύ τραπεζών, η πτώχευση
μιας τράπεζας μπορεί να συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες σε μια αλυσίδα
πτωχεύσεων που μπορεί να προκαλέσει μια νέα παγκόσμια συστημική κρίση.
Οι
πρωτοβουλίες της διεθνούς κοινότητας να τεθούν νέοι, ενισχυμένοι και
αποτελεσματικότεροι κανόνες ελέγχου και λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών
αγορών μετά το 2007 δε φαίνεται να μπορούν να αποτρέψουν νέες, σοβαρότερες και
τραγικότερες κρίσεις.
Για μία ακόμα φορά το βασικό ερώτημα παραμένει αν η
παγκόσμια πολιτική ελίτ θα συνεχίσει να διαχειρίζεται κατασταλτικά τις
χρηματοπιστωτικές κρίσεις, να κερδίζει χρόνο ώστε να ξεχαστούν οι κοινωνικές
παράπλευρες καταστροφές που προκάλεσαν οι κρίσεις αυτές, να εκτονωθούν οι
κοινωνικές αντιδράσεις και να αποφευχθούν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του
συστήματος που θα ανατρέψουν τέτοιες κρίσεις στο μέλλον.
Δυστυχώς, η μέχρι τώρα
ιστορική εμπειρία, που αναλύεται στο βιβλίο αυτό, κατέδειξε ότι τα ισχυρότερα
κερδοσκοπικά και τραπεζικά συμφέροντα, που έχουν πλέον ενισχυθεί από την
παγκοσμιοποίηση και έχουν αποδυναμώσει τις εθνικές κυβερνήσεις, πετυχαίνουν να
επιβάλουν και να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα σε βάρος των αδύναμων
στρωμάτων.
Ορισμένα ιστορικά παραδείγματα μπορεί να διαφωτίσουν τον ρόλο των
κερδοσκόπων και των τραπεζών στη δημιουργία φουσκών και χρηματοπιστωτικών
κρίσεων. Να θυμηθούμε σύντομα τα εξής: (1) Τον ρόλο των πρώτων μεσαζόντων –
ανθοπωλών στη δημιουργία της φούσκας της τουλίπας το 1636-1637, που οδήγησε με
μια γενικευμένη κρίση.
(2) Τη δημιουργική κερδοσκοπία του Σκοτσέζου τραπεζίτη
Law, που μαζί με τη διαπλοκή χρηματιστών και πολιτικών δημιούργησαν μια
επικίνδυνη φούσκα το 1715 στη Γαλλία. Ο Law εξορίστηκε, ενώ η περιουσία του δεσμεύτηκε.
(3) Τις κερδοσκοπικές δραστηριότητες των τραπεζιτών αδελφών Heize που
προκάλεσαν τον πανικό του 1907 στις ΗΠΑ.
(4) Την αύξηση των εισοδηματικών
ανισοτήτων, τη διαπλοκή μεταξύ πολιτικών, τραπεζιτών και χρηματιστών, τις
αθέμιτες πρακτικές, την αισχροκέρδεια και τις απάτες, που διευκόλυναν την
κερδοσκοπία, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να διογκωθεί και να
σκάσει η χρηματοπιστωτική φούσκα το 1929. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του
Προέδρου F. Roosevelt για να αντιμετωπιστούν οι κερδοσκόποι τραπεζίτες και να
απαγορευτεί με το Glass – Steagall Act στις τράπεζες να κερδοσκοπούν με χρήματα
των καταθετών τους.
Η ανατροπή αυτού του πλαισίου από έναν άλλο δημοκρατικό
Πρόεδρο (το 1999), τον Clinton, έστω και αν ο ίδιος στη συνέχεια το μετάνιωσε, άνοιξε
τον δρόμο, μαζί με την παγκοσμιοποίηση, σε νέες χρηματοπιστωτικές περιπέτειες.
Παράλληλα, οι κερδοσκόποι και οι τραπεζίτες συνεχίζουν να αγωνίζονται με
επιτυχία, μέσω των πολιτικών τους διασυνδέσεων, για την ανατροπή κάθε
προοπτικής επαναφοράς ενός ρυθμιστικού πλαισίου τύπου Glass – Steagall Act,
ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητα την κερδοσκοπική δραστηριότητά τους, που τους
αποφέρει τεράστια κέρδη.
Αντίθετα, με την παγκοσμιοποίηση και την καθιέρωση
νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνεχίστηκε το ξήλωμα του ρυθμιστικού και
κανονιστικού πλαισίου, κάτι που ενθάρρυνε τις αθέμιτες πρακτικές, τη
χειραγώγηση μετοχών, οδηγώντας στις κρίσεις της παγκοσμιοποίησης, όπως εκείνες
της Ιαπωνίας το 1990, του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1992-1993, του
Μεξικού το 1994, των χωρών της Ν.Α. Ασίας το 1997-1998, της Ρωσίας το 1998, της
Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Νέας Οικονομίας το 2001, των δομημένων ομολόγων
subprimes το 2007 και της Ευρωφούσκας το 2009.
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις
αποτελούν σαφέστατα μια κατάρα για τις κοινωνίες. Ταυτόχρονα όμως είναι
ευκαιρίες για την ανασύνταξή τους, ώστε να διεκδικήσουν και να πετύχουν, κάτω
από την πίεση της ύφεσης, της ανεργίας και της φτωχοποίησής τους, μια καλύτερη
προστασία από τους κερδοσκόπους και τους τραπεζίτες, καθώς και από τις
πολιτικές τους, που θα έπρεπε να φροντίζουν περισσότερο τα συμφέροντα της
κοινωνίας και όχι εκείνα της οικονομικής ελίτ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι
οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της οικονομίας.
Αποτελούν το αιμοδοτικό σύστημα της οικονομίας. Πρέπει λοιπόν να λειτουργούν με
βάση το όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα. Η επαναρρύθμιση
ενός νέου κανονιστικού πλαισίου μπορεί να τις επαναφέρει σ’ έναν ορθολογικό
τρόπο λειτουργίας. Οι ελεγκτικές αρχές οφείλουν να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα το
ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο, χωρίς διακρίσεις, εκπτώσεις και πολιτικές
πιέσεις των οικονομικών ελίτ.
Η χρηματοπιστωτική σφαίρα διογκώθηκε δραματικά
στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της απελευθέρωσης των αγορών. Έχει
αποσυνδεθεί από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Έτσι όλο και μεγαλύτερο
ποσοστό των πόρων που διαχειρίζονται οι αγορές αυτές κατευθύνονται σε
κερδοσκοπικές δραστηριότητες που αφορούν συναλλαγματικές ισοτιμίες,
προθεσμιακές αγοραπωλησίες πρώτων υλών, τροφίμων, παράγωγα προϊόντων κ.ά.
Για
παράδειγμα, ενώ το ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ διαμορφώνεται σήμερα στα 75-80 τρισ.
δολάρια,
1. οι παγκόσμιες ημερήσιες συναλλαγές σε συνάλλαγμα φτάνουν τα 5 τρισ.
(έναντι 500 δισ. το 1992),
2. η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση τα 57 τρισ. (έναντι
9 τρισ. το 1990),
3.η παγκόσμια αγορά ομολόγων τα 100 τρισ. (18 δισ. το 1990),
4. η
αγορά παραγώγων (ασφαλίσεις έναντι μελλοντικού ρίσκου) 630 τρισ. (0 το 1990).
Παράλληλα, εμφανίστηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές νέοι παίκτες στο πλαίσιο
της σκιώδους τραπεζικής, όπως τα Κερδοσκοπικά Επενδυτικά Ταμεία, που
διαχειρίζονται 2,0-3,0 τρισ. τον χρόνο έναντι 30 δισ. το 1990 και δεν
ελέγχονται από το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Η ανάγκη διοχέτευσης των πόρων
των χρηματοπιστωτικών αγορών στην οικονομία γενικότερα διευκόλυνε επίσης τον
υπέρμετρο δανεισμό κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, που κινδυνεύει να
μετατραπεί σε φούσκες.
Για παράδειγμα τα δάνεια των τραπεζών ως ποσοστό του ΑΕΠ
αυξήθηκαν ως εξής:
Από 97% το 1980 σε 193% το 2011 στις ΗΠΑ.
Από 27% το 1980 σε
188% το 2011 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από 76% το 1980 σε 105% το 2011 στη
Γερμανία.
Από 33% το 1980 σε 122% το 2011 στην Ιταλία.
Η ελλιπής φορολόγηση των
χρηματοπιστωτικών αγορών συμβάλλει στη διόγκωσή τους. Ταυτόχρονα, το δημόσιο
χρέος των κρατών διογκώνεται ως αποτέλεσμα και της ανάγκης στήριξης του
χρηματοπιστωτικού συστήματος που προκάλεσε τις κρίσεις. Έτσι, για παράδειγμα,
το χρέος αυτό αυξήθηκε ως εξής:
Από 129% το 2009 σε 179% το 2013 στην Ελλάδα.
Από 36% το 2009 σε 118% το 2013 στην Ισπανία.
Από 66% το 2009 σε 95% το 2013
στην Ευρωζώνη.
Από 60,2% σε 106% το 2013 στις ΗΠΑ.
Από 40,6% σε 89% το 2013 στο
Ηνωμένο Βασίλειο.
Από 155% σε 245% το 2013 στην Ιαπωνία.
Θα απαιτηθούν
δεκαετίες για να αποπληρωθούν τα χρέη αυτά, ακόμα και αν πετύχουν οι χώρες
αυτές υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Προς το παρόν όμως η παγκόσμια οικονομία
βρίσκεται σε φάση χαμηλής ανάπτυξης και το βέβαιο είναι ότι θα συνεχιστούν οι
πολιτικές λιτότητας προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Άρα, αργά ή
γρήγορα θα πρέπει να διευθετηθεί το θέμα αυτό σε ευρωπαϊκό ή/και παγκόσμιο
επίπεδο, προκειμένου να αποφευχθούν νέες περιπέτειες ή/και διάλυση του
παγκόσμιου νομισματικού συστήματος και της Ευρωζώνης.
[Ελλάδα] [Ιστορικά
Παραδείγματα]
Το ίδιο πρέπει να γίνει και με το υψηλό ιδιωτικό χρέος, χωρίς
όμως να αποτελέσει αυτό μια νέα ευκαιρία για τους κερδοσκόπους να
εκμεταλλευτούν τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα δανειοληπτών.
Τα μέτρα αυτά θα
πρέπει να συνδυαστούν με ένα νέο γενναίο πρόγραμμα ανάταξης της παγκόσμιας
οικονομίας, τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Η Ευρώπη σήμερα
προωθεί μια μονοσήμαντη πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας, που
τροφοδοτεί τη στασιμότητα, τη διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, την
αύξηση του δημόσιου χρέους κ.ά.
Η συνοχή της ζώνης του ευρώ απειλείται. Σε
συνδυασμό με την υποχώρηση του ευρωπαϊκού οράματος για αλληλεγγύη και κοινωνική
προστασία, προς όφελος της επανεθνικοποίησης των κοινοτικών πολιτικών, η συνοχή
ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος κινδυνεύει. Ο κίνδυνος του Brexit είναι
ορατός.
Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα έναν νέο οδικό χάρτη. Στο πλαίσιο αυτό θα
πρέπει να ενισχυθεί ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ευρωζώνης με την προώθηση
μιας οικονομικής κυβέρνησης, ενός ενισχυμένου κοινοτικού προϋπολογισμού, την
αμοιβαιοποίηση του χρέους των κρατών μελών, τη δημιουργία ενός ταμείου
ασφάλισης ανέργων κ.ά.
Σε διαφορετική περίπτωση η ευρωπαϊκή οικονομία και
κοινωνία θα διολισθαίνουν όλο και περισσότερο στη στασιμότητα και την ανεργία,
κυρίως των νέων. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικό
αποκλεισμό θα συνεχίσει να αυξάνεται. Το κοινωνικό μοντέλο της ΕΕ θα
αποσυνδεθεί από τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η χώρα μας έχει υποστεί τη
μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ζημιά. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει
πληγεί τόσο πολύ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την κρίση της Ευρωφούσκας
του 2009-2010. Θα απαιτηθούν μακροχρόνιες προσπάθειες για να αναταχθεί η
οικονομία και η κοινωνία μας.
Αλλά δεν πρέπει πια να φοβόμαστε τον φόβο. Πρέπει
να προχωρήσουμε, να διαρθρώσουμε τα λάθη που μας οδήγησαν στην καταστροφή, να
αγωνιστούμε και να διεκδικήσουμε τα συμφέροντά μας στην ΕΕ, να διανοίξουμε
νέους ορίζοντες στους νέους μας, ώστε να παραμείνουν στη χώρα τους. Αυτοί
αποτελούν τη μόνη ορατή εγγύηση ότι η χώρα μας μπορεί να ξαναβρεί τον δρόμο της
και να ισχυροποιηθεί τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πηγή
Πηγή
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου