Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Ενενήντα τεσσάρων





Κάθε που τον φιλοξενούνε τα παιδιά του στο σπίτι στην πόλη, έρχονται τα πάνω κάτω στο σπίτι. Σέρνει την καρέκλα του μπροστά στην τηλεόραση και δυναμώνει τον ήχο στη διαπασών, τόσο που να μην μπορεί να σταθεί άλλος άνθρωπος μες στο δωμάτιο. Αποκοιμιέται για ώρα με την εκκωφαντική φωνή του παρουσιαστή των ειδήσεων και, όταν ξυπνά, διαμαρτύρεται για τις αϋπνίες που πιστεύει ότι τον βασανίζουν. Μπερδεύει διαρκώς τα χάπια του, ζητά να τονε πάνε σε γιατρούς για να θεραπεύσουν τις κατά φαντασία ασθένειές του και τσακώνεται με την κόρη του για διάφορα ασήμαντα θέματα, όπως η τσάκιση στο γιακά του πουκαμίσου του.

Πάτησε πια τα ενενήντα τέσσερα· κάτι που σαν μεγαλώσει κανείς δυστροπεί κομμάτι, κάτι η ανυπόταχτη φύση του ως άνθρωπος των ορέων που ήταν σε όλη τη μακριά ζωή του, δεν είναι δα κι εύκολο να αλλάξει τα χούγια του και να συνυπάρξει με άλλους μέσα στα τέσσερα ντουβάρια.

Κι αυτά τα τέσσερα ντουβάρια είναι που τονε πνίγουνε. Αυτός δεν ήρθε στην πολιτεία για να κάθεται μέσα· θέλει να πάει βόλτα, να θωρεί ανθρώπους και κίνηση και φασαρία, όχι να ξανοίγει ολημερίς στην τηλεόραση. Κι όλο τους ξεσηκώνει να τονε πάνε στη μαρίνα του λιμανιού να πιει καφέ και να χαζεύει τη θάλασσα και τις βαρκούλες, στο μαγαζί στην πλατεία να τους κεράσει τσικουδιά και στην καφετέρια της γειτονιάς να κάτσει να διαβάσει την εφημερίδα του. Κι όποτε, παρά τις προτροπές και τις διαμαρτυρίες του, ξεμένει στο σπίτι, όλο ανοίγει την εξώπορτα· τη μια για να δει τον καιρό, την άλλη γιατί κάποιον άκουσε στη γειτονιά και θέλει να μάθει τι συμβαίνει, την τρίτη για να πάρει τη μαγκούρα του και να πάει έναν μικρό περίπατο.

Κι είναι να καμαρώνεις το πάθος που έχει για να ζήσει, για να κουβεντιάσει, για να μπερδευτεί με τους ανθρώπους, για ν’ ακούσει τις ειδήσεις, για να περιεργαστεί τους γειτόνους και τους περαστικούς, για να δοκιμάσει καινούργια γλυκά στο ζαχαροπλαστείο, για να μοιραστεί ιστορίες απ’ τα παλιά, για να καλαμπουρίσει με τα δισέγγονά του, ακόμη ακόμη και για να τσακωθεί με τους αγαπημένους του ανθρώπους.

Μόλις βαρεθεί στην πολιτεία θα φύγει καλοπερασμένος για το σπιτικό του στην εξοχή, εκεί που τον φροντίζουνε τα άλλα του παιδιά. Κι όποτε θα ξυπνά από τον λήθαργο του εκφωνητή των ειδήσεων που θα κραυγάζει τα νέα στη διαπασών, θ’ ανοίγει την εξώπορτα για να δει τον καιρό, για ν’ αγναντέψει τον ορίζοντα ή για να πάρει τη μαγκούρα του και να βγει για έναν μικρό περίπατο.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *