γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Οι ήχοι αυτοί ήταν γνωστοί. Δεν
μπορεί να έκανε λάθος. Ηχοι εξοχής, άνοιξη, γαλήνη σαν αυτή που είχε καιρό να
αισθανθεί. Αν έκλεινε τα μάτια της, ίσως και να μύριζαν λουλούδια του αγρού.
Μα πώς μπορεί να ήταν αλήθεια;
Μέσα στην πόλη, την έστω φαινομενικά άδεια πόλη, με τους κατοίκους της
αμπαρωμένους στα διαμερίσματα-κλουβιά τους, να σκάνε μια στιγμή έξω στο
μπαλκόνι ή στο παράθυρο, για μια τζούρα ήλιο, μια γωνίτσα ουρανό, λίγο αέρα
φρέσκο. Και μετά πάλι μέσα.
Ακόμη και όταν κινούνταν, το
έκαναν προσεκτικά: μόνοι ή κατά δυάδες, στο αυτοκίνητο, κάποιοι με μάσκες και
γάντια. Αλλοι με κλειστά παράθυρα.
Αλλά εκείνο το πρωί κάτι ήταν
διαφορετικό. Ο ήχος αυτός όταν άνοιξε τα παράθυρα να αερίσει το σπίτι έφερνε
ένα χαρμόσυνο μήνυμα. Κοτσύφι που κελαηδούσε.
«Πώς βρέθηκε εδώ;» αναρωτήθηκε.
Θυμόταν ένα ζευγάρι κοτσύφια, τα καλοκαίρια στο εξοχικό -όταν ακόμα πήγαινε στο
εξοχικό, όταν τα Σαββατοκύριακα και οι αργίες ήταν ολόκληρα. Οταν νωρίς το πρωί
άνοιγαν το πηγάδι για να ποτίσουν τα ξινά, τα λουλούδια και τις τριανταφυλλιές
στον φράχτη, πριν ανέβει ο ήλιος ψηλά και ζεστάνει πολύ η μέρα, το οικόπεδο
γέμιζε νερόλακκους.
Τα κοτσύφια είχαν πάντα ραντεβού
στον λάκκο της αναρριχώμενης μονόφυλλης τριανταφυλλιάς στην πόρτα.
Τσαλαβουτούσαν στο νερό, άνοιγαν τα φτερά τους, τσιμπολογούσαν τα πούπουλά τους
και άφηναν μικρές τρυφερές κραυγές. Απολάμβαναν το μπάνιο τους.
Και κελαηδούσαν, τουλάχιστον έως
την ώρα που πλησίαζε το μεσημέρι.
Το προηγούμενο βράδυ, φεύγοντας
από το γραφείο, το άδειο κέντρο της Αθήνας μοσχομύριζε από τα άνθη νεραντζιάς.
Ελάχιστα αυτοκίνητα, μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών της, είδε να κινούνται
ώσπου να πάει σπίτι -μάλλον άνθρωποι σαν κι εκείνη που λόγω ανάγκης ή δουλειάς
έπρεπε να είναι έξω. Ο ουρανός ήταν καθαρός. Και όμως, αυτή η σχεδόν ιδανική εικόνα
της νυχτερινής Αθήνας την τρόμαξε λίγο. Ενα αίσθημα θλίψης, ανάμικτο με
εκνευρισμό και φόβο για το άγνωστο, επικρατούσε παντού.
Ξύπνησε πολύ νωρίς κι ας είχε
αποκοιμηθεί πολύ αργά, σχεδόν ξημέρωμα. Δεν κοιμήθηκε καλά, δεν κοιμόταν μέρες
καλά. Ανήσυχα όνειρα, πότε γεμάτα αγωνία και πότε μπερδεμένα, την τάραζαν.
Ξυπνούσε κουρασμένη, με κακή διάθεση. Ο,τι ήθελε να πει το έγραφε. Αλλά και
πόσα να γράψεις;
Οταν άνοιξε την μπαλκονόπορτα και
το παντζούρι, η τρυφερή φωνή του κότσυφα ήρθε σαν βάλσαμο. Διψούσε, αλλά δεν
ήπιε νερό, στεκόταν εκεί και περίμενε να τελειώσει το τραγούδι του. Τι να έλεγε
άραγε; Αλλά και τι σημασία είχε.
Τον ζήλεψε λίγο, κάποιος τον
άκουγε και αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Κάποιος που είχε ανάγκη να τον ακούσει.
Την επόμενη μέρα, ο κότσυφας της
έκανε μια έκπληξη. Καθόταν στον κισσό που σκαρφάλωνε στο μπαλκόνι και τσιμπούσε
τους μικροσκοπικούς καρπούς του. Ηθελε να τον φωτογραφήσει, χρειαζόταν μια
απόδειξη για την ύπαρξή του, αλλά δεν το έκανε, δεν πρόλαβε κιόλας. Το μαύρο
πουλί με την κίτρινη μύτη κοίταξε γύρω του και πέταξε.
Μπήκε στο σπίτι, ετοίμασε καφέ.
Μια ίδια και απαράλλακτη ημέρα ξεκινούσε.
Το μεσημέρι, πριν φύγει από το
σπίτι για τη δουλειά, ο φίλος της καθόταν στο πεύκο μπροστά στην πολυκατοικία.
Σε εκείνο το ξερό κλαδί που εδώ και καιρό σκεφτόταν ότι έπρεπε να το κλαδέψουν,
πριν πέσει μόνο του και χτυπήσει κανείς.
Πόσο πολυτελές φαινόταν το
γυαλιστερό μαύρο πούπουλο στα φτερά του κότσυφα και τι ταιριαστό το
κίτρινο-πορτοκαλί ράμφος του με αυτήν τη βασιλική φορεσιά. Ηθελε να τον
ευχαριστήσει για το αναπάντεχα όμορφο πρωινό ξύπνημα και να του ζητήσει να
μείνει στη γειτονιά και μετά, όταν όλα θα επανέρχονταν στην πρότερη κατάσταση.
Αλλά πώς να το πει; Μιλούσαν
γλώσσες διαφορετικές. Και πώς η δική της να συγκριθεί με την υπέροχη δική του;
Το ψιθύρισε σχεδόν εκείνο το «ευχαριστώ» και έφυγε. Στο αυτοκίνητο δεν άνοιξε
το ραδιόφωνο. Κρατούσε μια άλλη μουσική στα αυτιά της.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου