Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Νύχτες χωρίς αστέρια



γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 

Οταν ήταν μικρό παιδί, τότε που όλα φαίνονταν πολύ μεγάλα, πολύ ωραία και κάπως τρομακτικά -πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς τα όνειρα για επιτεύγματα μεγάλα, ατελείωτη ευτυχία και σχέδια χωρίς εμπόδια;- της άρεσε να παρατηρεί, τα βράδια που ο καιρός ήταν καλός, τον ουρανό. Οι μεγάλες πανσέληνοι τη γέμιζαν δέος - είναι μερικές φορές τόσο όμορφο να μην ξέρεις τις επιστημονικές εξηγήσεις των πραγμάτων και των φαινομένων. Αλλά τη μάγευαν οι ξάστερες νύχτες.

 

Και όπως κάθε παιδί, με μια ελαφρά προδιάθεση στον ρεμβασμό, προσπαθούσε να μετρήσει τα αστέρια ή να εντοπίσει τους μεγάλους αστερισμούς που μάθαιναν στο σχολείο. Μερικά βράδια, είχε τόσο πολύ κοιτάξει ψηλά, που πιανόταν ο αυχένας της. Εκτός και αν βρισκόταν στην Εύβοια, σε εκείνη τη μεγάλη βεράντα στο εξοχικό. Ξάπλωνε στο ξύλινο παγκάκι, με τα φώτα του σπιτιού όλα σβηστά, και χανόταν σε σκέψεις που με τα χρόνια θόλωναν στη μνήμη, αλλά όταν επανέρχονταν ήταν σαν ζεστό θαλάσσιο κύμα που απλωνόταν παντού: παρηγοριά, μελαγχολία και αγάπη μαζί για εκείνο το παιδάκι, την έφηβη, την πολύ νεαρή γυναίκα.

 

 

Και η θέα των αστεριών ήταν τόσο μαγνητική, τόσο κυριαρχική, που τα βράδια εκείνα γέμιζαν τα μάτια της ακόμη και στον ύπνο της. Την επομένη δεν θυμόταν πολλά, μόνο ένα σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο δροσερό μετάξι με ασημένιες ή χρυσαφιές πιτσιλιές, αρκετές για να φωτίσουν τη φύση και να βρίσκουν τον δρόμο τους όσοι το χρειάζονταν.

 

Τους χειμώνες και με τα χρόνια να έχουν αφήσει μικρά σημάδια στα μπαλωμένα όνειρα -δεν ήξερε, υπήρχαν όνειρα τέλεια, χωρίς μικρές υποχωρήσεις και τρυπούλες από τον λαίμαργο σκόρο της πραγματικότητας;- οι νύχτες του ρεμβασμού σπάνιζαν. Δεν υπήρχε και τόσος χρόνος για χάσιμο, η γνώση έβαλε όρια στη φαντασία -όχι πολλά, είναι η αλήθεια, ίσως να άλλαξε κάπως το μονοπάτι της- και βέβαια οι νύχτες στην εξοχή έγιναν κατ’ ανάγκη λιγότερες. Η πόλη, η ζωή, απαιτούσαν συγκρότηση, σοβαρότητα και συνέπεια, λιγότερο όνειρο, ανεμελιά με μέτρο και όρια.

 

Αλλά μερικά βράδια, επιστρέφοντας στο σπίτι, οι ουρανοί, όταν ήταν καθαροί από σύννεφα, άλλαζαν το μετάξι και φορούσαν το σκούρο βελούδο τους. Αποκτούσαν μια επισημότητα, που συνοδευόταν από την καθαρή οσμή του αέρα και παρά την ανάγκη να τυλιχτεί ακόμη πιο πολύ στο παλτό της, έβγαζε το πλεκτό σκουφί της, τίναζε τα μαλλιά της και ρουφούσε το κρύο μέχρι να χορτάσει. Και τότε γινόταν πάλι μικρή και πολύ αθώα και έτοιμη για όλα.

 

Υπήρχαν όμως και κάποιες φορές που η νύχτα δεν της έκανε κανένα χατίρι. Ούτε αστέρια, ούτε μετάξι, ούτε βελούδο. Μόνο πυκνό σκοτάδι, μόνο κρύο, μόνο δυσοίωνες σκέψεις. Τότε που δεν θυμόταν ούτε το ζεστό κύμα των παιδικών ρεμβασμών ούτε καν τα ξεφουσκωμένα όνειρα. Που συρρικνωνόταν υπό το βάρος της ζωής και της εποχής και εκείνων των σχεδίων που δεν σώζονταν, δεν έπαιρναν μπαλώματα και μερεμέτια για να επιβιώσουν.

 

Σαν την Ανδρομέδα, μόνη και «φοβισμένη στην ακρογιαλιά/ μην ξέροντας για τον Περσέα»*. Η ελπίδα ερχόταν πάντως - μερικές φορές. Οταν πίσω από μια πολυκατοικία ή ένα μεγάλο δέντρο «έσκαγε» ένα νέο φεγγάρι, συχνά κάπως χλομό και αδύναμο, ελαφρά καλυμμένο από ένα αραιό σύννεφο. Και λίγο παραπέρα, συχνά πιο δυνατή και πιο φωτεινή από αστέρι, έλαμπε η μακρινή Αφροδίτη.

 

Επαιρνε μια βαθιά αναπνοή, τυλιγόταν στο κασκόλ της, στέγνωνε τα μάτια της και περπατούσε μέχρι το σπίτι. Καλμαρισμένη πια, θα κοιμόταν και θα ονειρευόταν -ίσως- έναν άλλο δρόμο, θα έχτιζε μια νέα διαδρομή, ένα άλλο όνειρο για το αύριο. Μικρό κι ασήμαντο μέσα στο σύμπαν, αλλά τόσο δεμένο με αυτό και την αιωνιότητά του.

 

Και θα ψιθύριζε στον παιδικό εαυτό της εκείνα τα όμορφα λόγια:

 

«Των αστεριών οι δρόμοι, οι δρόμοι των ανθρώπων,/ οι πεδιάδες του διαστήματος αυλακωμένες σε λοξές διασταυρώσεις/ αυτά τ’ ατέλειωτα εκατομμύρια έτη φωτός…/ Ε, και λοιπόν;»*

 

*«Κατάφατσα στον ουρανό», Τίτος Πατρίκιος

 

  

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *