Πώς είναι να μπορεί να δουλέψει
κανείς χωρίς γυαλιά; Πώς είναι να κοιμάσαι τόσο ανάλαφρα τη νύχτα, που το πρωί
να ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου ακόμη μία υπέροχη μέρα; Πώς αισθάνεται κανείς
όταν η μόνη έγνοια του είναι πώς θα γεμίσει τον χρόνο του με ό,τι του αρέσει
μόνο; Πώς είναι μια ζωή με τόσες όσες φροντίδες χρειάζονται για να έχει νόημα η
προσπάθεια;
Τέτοιες σκέψεις έκανε εκείνο το
πραγματικά πρώτο φθινοπωρινό πρωινό που για να αντέξεις να καθίσεις στο
μπαλκόνι για τον πρωινό καφέ σου ήθελες ένα ζευγάρι κάλτσες και μια ζεστή
ζακέτα. Ηταν από τις ημέρες που ήθελε να τις αφιερώσει σε όλα εκείνα τα
επιπόλαια και «άχρηστα» που δίνουν νόημα στη ζωή: όχι δουλειές, όχι δουλειά,
όχι λογαριασμοί, όχι τηλεφωνήματα για να ρυθμιστούν υποχρεώσεις, όχι ψώνια για
το σπίτι, όχι μαγείρεμα. Τίποτα. Μόνο λίγη γνήσια τεμπελιά, πολλές ευχάριστες
κουβέντες -ανούσιες στα αυτιά των πολλών, αλλά βαθιά απολαυστικές-, να
περπατάει χωρίς παπούτσια, να κάνει ένα μπάνιο για να το ευχαριστηθεί, να
φοράει ό,τι πιο φαρδύ και ελαφρύ υπάρχει, να τρώει την ώρα που πραγματικά
πεινάει, χωρίς να μετράει πόσος χρόνος επιτρέπεται γι’ αυτό, να κοιμηθεί την
ώρα που θα νυστάξει και να ξυπνήσει χωρίς το καταραμένο ξυπνητήρι.
Κοίταξε το ρολόι. Το όνειρο
διαλύθηκε. Επρεπε να σηκωθεί και να κάνει όλα αυτά που δεν ήθελε να ξανακάνει.
Για κάποιο διάστημα -όχι απαραίτητα για πάντα.
Ενήλικες είμαστε, ξέρουμε τι
γίνεται και τι δεν γίνεται, τι ονειρευόμαστε και τι επιτρέπεται. Ξεκάθαρα είναι
όλα. Μόνο μερικές φορές μας πιάνει κι εμάς το παράπονο. Γιατί; Κι ας ξέρουμε
ότι η ζωή διαμορφώνεται από ένα ανισομερές μίγμα τυχαίων γεγονότων και
επιλογών. Ποιο είναι το πιο ισχυρό; Να μια κουβέντα που θα μπορούσε να πάει
πάρα πολύ μακριά…
Μέσα στο σπίτι η θερμοκρασία ήταν
αισθητά καλύτερη. Ο νεαρός γάτος απολάμβανε τον ύπνο του στον καναπέ ανάσκελα,
έχοντας κρύψει τα μάτια του κάτω από την αριστερή πατούσα του. Τo γκρι-μαύρο
τιγρέ τρίχωμά του, πυκνό και γυαλιστερό, γυάλιζε σαν μεταξωτό βελούδο.
«Ετούτος δεν έχει καμία αγωνία.
Καμία φιλοσοφική απορία δεν του τριβελίζει το μυαλό» σκέφτηκε και του έτριψε
λίγο το κεφάλι ανάμεσα στα αυτιά. Ο γάτος τεντώθηκε λίγο, γύρισε στο πλευρό και
συνέχισε τον ύπνο του. Είχε κουραστεί να κυνηγά μικροαντικείμενα στο σπίτι,
ελλείψει θηραμάτων με περισσότερο ενδιαφέρον. Θα τα έβρισκε κρυμμένα κάτω από
την πολυθρόνα: το στιλό που είχε αφήσει στο γραφείο και χάθηκε αποβραδίς, μια
γόμα, τα λαστιχάκια για τα μαλλιά -ευτυχώς είχε απόθεμα σε ένα κουτάκι…
Κάθισε να δουλέψει, αφήνοντάς τον
να κοιμάται μακάριος. Κάθε μέρα Κυριακή για τον γάτο -αν και τον λυπόταν λίγο,
μερικές φορές. Τυχερός σε σχέση με τα αδέσποτα -είχε καθαρό νερό και φαγητό,
διάλεγε σε ποιο κρεβάτι θα κοιμηθεί, είχε τη φροντίδα που χρειάζεται για να
διασφαλίσει μια ζωή με υγεία και προστασία έναντι κινδύνων. Μια αγκαλιά όταν ήθελε
χάδια, ψηλά ράφια για να σκαρφαλώνει και παιχνίδια για να μιμείται την
πραγματική ζωή του αιλουροειδούς. Αλλά δεν είχε ελευθερία. Αυτό ήταν το κόστος
της ευζωίας του.
Τι όνειρα να έβλεπε άραγε, όταν
μέσα στον βαθύ ύπνο έσφιγγε τους μυς γύρω από τα μάτια του και τα χνουδωτά
πόδια του τινάζονταν ή κουνιόταν η ουρά του σαν από ευτυχία; Δεν μπορούσε να
τον ρωτήσει, άρα δεν υπήρχε απάντηση.
Ισως και τα δικά του όνειρα να
είχαν το παράλογο -μα τόσο λογικό- των ονείρων που βλέπουν οι άνθρωποι όταν
κοιμούνται. Οταν, όπως είχε πει ο ποιητής, τις νύχτες παίρνουν τις βαλίτσες
τους ακόμα και στον ύπνο, «γιατί ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού;»*
Μετά ενέσκηψε η μέρα και όλες
αυτές οι σκέψεις ξεχάστηκαν. Ισως να ήταν καλύτερα έτσι.
*Σπάραγμα από τις «Βιολέτες για μια
εποχή», Τάσος Λειβαδίτης, 1985
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου