γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Μέρα που είναι σήμερα, ας πάμε
νοερά πίσω. Σ’ ένα «πίσω» που όσο απομακρύνεται τόσο λιγότερο το ξέρουμε.
Απόδειξη, μια στις τόσες, η άκρως ανιστόρητη δήλωση ενός υπουργού ότι, λόγω της
ενεργειακής κρίσης, οδεύουμε προς «τον δυσκολότερο χειμώνα μετά το 1942». Δεν
έχει σημασία τ’ όνομά του. Είναι ένας από τους πολλούς αξιωματούχους που μιλάνε
και ξαναμιλάνε δίχως να προλαβαίνουν να βουτήξουν τη γλώσσα τους στη φαιά ουσία
τους.
Η τριπλά κατεχόμενη Ελλάδα του
1942 βασανίστηκε ανελέητα και από τέταρτο δυνάστη: τον αγριότατο χειμώνα. Τη
χώρα, καταληστευμένη από τους κατακτητές και αποδιαλυμένη από τη δωσίλογη
κυβέρνηση Τσολάκογλου, την πελέκησε ένας λιμός που συγκρίνεται με τους
δεινότερους της αρχαιότητας. Κι αν στην ύπαιθρο άντεξαν κάπως περισσότερο, χάρη
στη γη τους, και τουλάχιστον προλάβαιναν να θάψουν τους νεκρούς τους, στα
αστικά κέντρα, και προπάντων στην Αθήνα, τα κουφάρια των πεινασμένων έμεναν
έκθετα στους δρόμους για μέρες, ώσπου να μεταφερθούν με κάρα· σαν σακιά. Γέμισε
Μεσολόγγια ο τόπος από την πείνα. Τα τετράποδα, κατοικίδια και αδέσποτα,
κυνηγήθηκαν για να κορέσουν τον μοιραίο θάνατο. Μα οι νεκροί μετρήθηκαν πάνω
από 100.000.
Τα δημοτικά τραγούδια της
μεσολογγίτικης πολιορκίας και της Εξόδου απαθανάτισαν τις αντιλιμικές «λύσεις»
που επινόησε η απελπισία. Το ίδιο έπραξαν τα δημοτικά της Κατοχής, επέλεξαν
ωστόσο τον δρόμο της ναυαγοσωστικής σάτιρας, ιδίως τα νησιώτικα. Παράδειγμα ένα
δωδεκανησιακό: «Ηρθε και νέα διαταγή από τον Μουσολίνι, / γάδαρος, σκύλος κι
όρνιθα και γάτης να μη μείνει. / Κι άμα δεν είχεν σκύλους πλιο, τρώγαμεν
ατσουκνούδες, / μολόχα δεν αφήναμεν, ούτε και σκυλαρούδες. / Εγώ θυμούμαι να
σας πω, μπροστά εις την αυλή μου / δυο στρατιώτες Γερμανοί εσφάξαν το σκυλί
μου. / Επειτα βρέθημεν κι εμείς εις την απελπισία, / εφάγαμε το γάδαρο, κι ας
ήταν αμαρτία». Και μια μελαγχολική ερωτική πρόσκληση, από τη Νάξο, όπως τη
διέσωσε ο Ν. Βλ. Σφυρόερας στο βιβλίο «Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια
(1940-1944)», που εκδόθηκε το 1945: «Που θα σε ταΐζω, έλα, / βελανόψωμο,
κοπέλα» – όπου βελανόψωμο το «ψωμί» από βελανίδια.
Καμιά σάτιρα δεν αναιρεί την
πραγματικότητα όμως. Κι αυτό το ξέρει ο λαϊκός ποιητής της Κάσου: «Ούλα τους τα
πουλήσασι τα μαλαματικά τους, / να βρούσι μια μπουκιά ψωμί να φάσι τα παιδιά
τους». Τι δεν ήξερε; Οτι στη μεταπολεμική Ελλάδα οι μαυραγορίτες θα λογίζονταν
σαν αγνοί πατριώτες.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου