γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Την έβλεπε στο τρένο. Στο
απέναντι κάθισμα. Προσεκτικά χτενισμένη, προσεκτικά μακιγιαρισμένη, προσεκτικά
ντυμένη, ακριβώς όπως πρέπει για την εποχή. Με ένα ελαφρύ πανωφόρι - έκανε
πάντα κρύο τόσο νωρίς το πρωί, ακόμη και αν το μεσημέρι η θερμοκρασία ανέβαινε
σε αυτό που οι ειδικοί περιγράφουν ως «κανονικά για την εποχή επίπεδα».
Τη συναντούσε συχνά. Την ίδια
ώρα, στο ίδιο πάνω-κάτω βαγόνι. Πήγαινε στη δουλειά της, πιθανώς. Κρατούσε μια
προσεγμένη γυναικεία τσάντα και ένα μικρότερο τσαντάκι, που πρέπει να περιείχε
το κολατσιό της: καφέ, ένα φρούτο, κάτι πρόχειρο για μεσημεριανό, ίσως ένα
παγούρι με νερό.
Καθόταν στην ίδια πάντα θέση -
πάντα έβρισκε τόσο νωρίς το πρωί. Δεξιά, πλάι στο παράθυρο, κοιτάζοντας προς τα
πίσω, ποτέ προς την κατεύθυνση του τρένου. Πάντα ανάποδα. Ολα πάνω της ήταν
μετρημένα, τακτοποιημένα. Τα ρούχα, τα παπούτσια, η τσάντα, τα μαλλιά. Τρίχα
δεν ξέφευγε από το σύνολο.
Εμφάνιση χωρίς ψεγάδι.
Συμπεριφορά άμεμπτη. Δεν ξέφευγε χιλιοστό από το κάθισμά της, τα πράγματά της
τοποθετημένα στα γόνατά της, τα χέρια της ακουμπούσαν προσεκτικά πάνω τους, το
βλέμμα, πίσω από τα γυαλιά ηλίου κι ας ήταν ακόμη ημίφως, στραμμένο ελαφρά προς
τα έξω. Τις γειτονιές που άφηνε πίσω του το τρένο ενώ προχωρούσε.
Θα έλεγε κανείς ότι είναι κούκλα
της βιτρίνας που κάποιος την τοποθέτησε στο κάθισμα και κάποιος άλλος θα την
παραλάμβανε στο τέλος της διαδρομής, για να την τοποθετήσει επίσης κάπου: σε
ένα γραφείο, πίσω από ένα ταμείο, μπροστά από έναν πάγκο καταστήματος. Και
μετά, στην αντίστροφη διαδρομή, με το μακιγιάζ λίγο σπασμένο, αλλά στη θέση
του, το τσαντάκι ελαφρύτερο, κοιτάζοντας μπροστά πια, θα επέστρεφε στη θέση της
- στο σπίτι της ή σε μια ντουλάπα. Κανένα συναίσθημα δεν θα ξέφευγε πίσω από τα
σκούρα κοκάλινα γυαλιά.
Ενα πρωί κάτι άλλαξε.
Τα ρούχα, το μακιγιάζ, τα
παπούτσια, η τσάντα, το τσαντάκι για το φαγητό, όπως πάντα προσεγμένα. Το ίδιο
και το πανωφόρι της. Τα γυαλιά ηλίου επίσης. Κάθισε σε μια θέση που κοιτούσε
μπροστά, χωρίς να τη διαλέξει προσεκτικά. Δεν πήγε στο παράθυρο, αλλά στον
διάδρομο. Τα χέρια της έτρεμαν, τα γόνατά της σφίγγονταν. Δυο φορές σε ένα
φρενάρισμα του συρμού, παραλίγο να της πέσουν κάτω τα πράγματα, μα τα
συμμάζεψε.
Η συνεπιβάτιδά της την
παρατήρησε. Η αναπνοή της, ακανόνιστη και βαριά, σχεδόν ακουγόταν. Το σώμα της
δεν εξέπεμπε αυτοκυριαρχία και έλεγχο, ούτε τα μάτια της κοιτούσαν αφηρημένα
έξω. Δεν κοιτούσαν πουθενά. Το κεφάλι της, σκυφτό και βαρύ, έβλεπε κάτω, στον
άδειο διάδρομο αρχικά και στα πόδια των όρθιων επιβατών στη συνέχεια. Και τα
μάγουλά της ήταν υγρά. Σταγόνες δάκρυα κυλούσαν στο πηγούνι και έπεφταν στο
πανωφόρι της. Αλλά δεν έβγαζε ούτε μαντίλι για να σκουπιστεί.
Ισως να σκεφτόταν ότι αν αγνοήσει
το συμβάν, δεν θα το έβλεπε κανείς, δεν θα το καταλάβαινε κανείς.
Ηθελε να της μιλήσει. Να της
προσφέρει ένα μαντίλι, να της πει πως κι άλλοι άνθρωποι έχουν κλάψει στα
βαγόνια των τρένων, πως έχουν βγει στον δρόμο με μάτια κόκκινα και πήγαν στις
δουλειές τους καταρρακωμένοι. Για λόγους που δεν μπορούσαν να ελέγξουν, για
λάθη που δεν διορθώνονταν, για απώλειες χωρίς αποζημίωση, για ελπίδες
ματαιωμένες, για όνειρα γκρεμισμένα. Αλλά δεν τόλμησε.
Η συνεπιβάτιδά της βγήκε στον
ίδιο σταθμό που έβγαινε πάντα. Τα βήματά της ήταν όπως πάντα σταθερά. Η εικόνα
της τελειότητάς της πανομοιότυπη καθώς απομακρυνόταν. Την περίμενε ένα γραφείο,
ένα ταμείο ή ένας πάγκος καταστήματος. Ωσπου να φτάσει, θα είχε ανασυστήσει τη
μάσκα της τελειότητας. Κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα.
Οσο για τη γυναίκα που έκλεψε
μερικές στιγμές αδυναμίας της, δεν την ενδιέφερε πιθανώς. Μέσα από την
προσεγμένη πανοπλία της και πίσω από τα μαύρα γυαλιά της, μάλλον δεν είχε
καταλάβει ότι την συμπόνεσε. Μπορεί να μην ήξερε τι σημαίνει αυτό.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου