γράφει ο Γιώργος Σταματόπουλος
Εφυγε ο καλοκαιρινός ήλιος. Ενα
αεράκι θωπεύει τον νου του φθινοπώρου. Δροσοσταλίδες. Αύρες πρωινού –και
δειλινού– μυρώνουν την ψυχή. Χάνουν σιγά σιγά την ομορφιά τους και τους χυμούς
τους οι βλαστικοί θεοί, που είναι και οι μόνοι συνεπείς στην ιστορική αιωνιότητα
[πραγματικότητα]. Προετοιμάζονται τα δέντρα στα βουνά να ποτίσουν τις ρίζες
τους με τις ευεργετικές βροχές. Η σιωπή τους αγγέλλει την περισυλλογή, είναι
ένα δυνατό εφαλτήριο για το άλμα στον χειμώνα [στο μέλλον].
Εξακολουθούν να τέρπουν και να
συγκλονίζουν, τουλάχιστον τους ανήσυχους και ευαίσθητους, τα μικρά καφέ της
πόλης – μικρές στιγμές όλο χάρη και επιπολαιότητα, αλλά τόσο ζωντανές. Φως,
περισσότερο φως, κράζουν οι ξεψυχούντες· ποιος να να τους το δώσει – αλλά και
ποιος τους ακούει; Κολυμπάει κανείς ακόμη και στο κενό, ή αεροκωπηλατεί, τότε
που τα περισσότερα από εκείνα που μας εμπνέουν έχουν οριστικά χάσει το νόημά
τους. Δεν έχει πέρατα η ψυχή, αλλά μήπως έχει ο κόσμος; Απέραντη και η θλίψη
για τους «υπεύθυνους» της ελληνικής Πολιτείας – αλλά και για τους «μη»
υπεύθυνους, όλους εμάς τους ταλαίπωρους, εννοείται. Ο κόσμος είναι αλλάκοσμος
πλέον – και γι’ αυτό είμαστε υπεύθυνοι άπαντες, εκτός εάν αυτός ήταν εξαρχής ο
προορισμός του: να μετεξελιχθεί σε κάτι άλλο. Τις οίδεν;
Ποιος από τους πρωτόγονους πρωτάνθρωπους
να φανταζόταν ότι κάποια στιγμή άνθρωπος μπορεί να ανασκολοπίσει άνθρωπο; Οτι
το ανθρώπινο σώμα θα εξευτελιζόταν από άλλα ανθρώπινα σώματα [όντα] με τον πιο
φριχτό τρόπο [στρατόπεδα συγκέντρωσης]; Εάν οι πόλεμοι θεωρούνται αναγκαίοι
(sic), να το διαλύσουμε το μαγαζί [την ανθρωπότητα]. Το ανθρώπινο είδος δεν
μπορεί χωρίς τη συνύπαρξη. Το ίδιο είδος δεν την αντέχει τη συνύπαρξη. Μερικές
φορές, όταν οι στιγμές είναι δύσκολες [ανυπόφορες] ρίχνει κανείς δίκιο στον
Εκκλησιαστή: «Νομίζω πως ο πιο ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν γεννήθηκε
ακόμη. Γιατί δεν μπορεί να δει τις αδικίες που γίνονται κάτω από τον ήλιο» [Του
Εκκλησιαστή βέβαια είχαν προηγηθεί, αιώνες πριν, ο Θέογνις, ποιητής από τα
Μέγαρα αλλά και ο Σοφοκλής· η «ιδέα» έχει μακρινή ελληνική παράδοση,
προτιμήθηκε εδώ ο Εκκλησιαστής ως αποκλειστικά απορροφημένος από τη ματαιότητα
του κόσμου μας και το εφήμερον (επάμερον, π.χ., Πίνδαρος) της ανθρώπινης
ύπαρξης].
Δεν είναι απαραίτητες τέτοιες
«ιδέες» όσο κι αν πονάει κανείς – οι ασθένειες ουδέποτε εξέλιπαν· τι να κάνει
το φτωχό και ανυπεράσπιστο σαρκίο μας. Δεν θα πάψουν να υπάρχουν βιαστές,
παιδεραστές, πολεμοχαρείς, έμποροι ναρκωτικών, ναζιστές και όλοι εκείνοι που
ταπεινώνουν το ανθρώπινο σώμα, που σμπαραλιάζουν την ειρήνη στις κοινότητες,
προϊόντα όλοι τους ενός βαθιά άνισου, άδικου και ελιτιστικού συστήματος [Και οι
ασθένειες ταπεινώνουν το σώμα, συντρίβουν ψυχούλες επεμβαίνοντας στη φυσική ροή
των πραγμάτων].
Για μερικούς ο χρόνος δεν υπάρχει
ή είναι ακίνητος ή [με αναγραμματισμό] ανίκητος. Λένε τα ημερολόγια ότι πέρασε
ένας χρόνος. Ας τα αφήσουμε να λένε. Η καταχνιά είναι παντού – ποιος χρόνος,
ποιοι ήλιοι, ποιες πανσέληνοι. Το ερώτημα παραμένει. Γιατί υπάρχει το Σύμπαν;
Γιατί, κόρη μου, δεν είσαι μαζί μας;
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου