γράφει ο Λευτέρης Κουγιουμτζής
Εδώ και τρεις μήνες, η Νίκη δεν έχει ανταλλάξει κουβέντα με τους συναδέλφους της στο φροντιστήριο. Μπαίνει κάθε μέρα στο γραφείο των καθηγητών, τους καλησπερίζει γλυκά κι αυτοί της στρέφουν επιδεικτικά την πλάτη. Προσπαθεί να ανοίξει μια ανθρώπινη συζήτηση και φεύγουν απ’ το δωμάτιο. Δεν είναι εποχή να τους δει κανένα μάτι να μιλάνε με την «ανεπιθύμητη», άλλωστε αυτή ήταν που παραλίγο να τους «κλείσει» τη δουλειά και να βρεθούν στον δρόμο! Τι τις θέλει τώρα τις καλησπέρες;
Δεν πάει πολύς καιρός που η εργοδοσία τούς ζήτησε να υπογράψουνε χαρτί ότι τάχα εισπράξανε το δώρο του Πάσχα. Η Νίκη δεν υπέγραψε, χωρίς να κάνει φασαρία· δεν της πήγαινε το χέρι να προδώσει αγώνες και πιστεύω. Το θέμα έμεινε εκεί, ώσπου τον Ιούνη της ανακοινώσανε ορθά-κοφτά ότι δεν θα ξαναπροσληφθεί γιατί δεν δέχτηκε να βάλει εκείνη την υπογραφή. Δεν άφησε το θέμα έτσι, με ποιο δικαίωμα την παραπέταγαν μετά από τόσα χρόνια, απλώς επειδή δεν συνηγόρησε στο ψέμα;
Μέσα από τον σύλλογο εργαζομένων στα φροντιστήρια έγινε μεγάλη φασαρία. Πέρασε το καλοκαίρι με παραστάσεις διαμαρτυρίας, συνεχείς ακροάσεις στην Επιθεώρηση και «φιλικούς» καφέδες με μπόλικες συστάσεις στην Ασφάλεια. Μέχρι το υπουργείο έφτασε η υπόθεση και λίγο πριν από τις εκλογές εξαναγκάστηκε ο εργοδότης να την επαναπροσλάβει κανονικά, όπως και έγινε. Κι έκτοτε, ξεκίνησε το μαρτύριο της σιωπής από τους συναδέλφους.
Την ξέρανε καλά τη σιωπή, την είχανε από καιρό υιοθετήσει ως στάση. Από τις απαρχές της κρίσης, κυρίως σιωπούσαν· στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και στο πετσόκομμα των εργασιακών δικαιωμάτων, στις αλλεπάλληλες μειώσεις, στις αδήλωτες ώρες και στο μειωμένο ποσό που αναγραφόταν ως ωρομίσθιο στην επίσημη πρόσληψη, στα λειψά ένσημα, στις απλήρωτες επιτηρήσεις και ενημερώσεις γονέων.
Κουβέντα δεν έβγαλαν για τίποτα, έπρεπε άλλωστε «να βάλουνε πλάτη», καθότι με τέτοια κρίση «κινδυνεύει η επιχείρηση» και τι θα γίνει αν μείνουνε στον δρόμο, όπως φημολογούνταν συχνά-πυκνά στους διαδρόμους; Και ήρθε τώρα η «παλαβή», να μην υπογράφει «το αυτονόητο» και να «δυναμιτίζει» τη δουλειά τους;
Στο περιθώριο, λοιπόν, το «μαύρο πρόβατο», που χάλασε τη νόρμα των καιρών. Αυτή που αγωνίστηκε για ένα νόμιμο δικαίωμα, αυτή να εξοβελιστεί, κι όχι αυτοί που το καταστρατήγησαν με θράσος! Υπάρχουν, βεβαίως, εργοδότες που μάτι δεν κλείνουνε από την αγωνία τους να είναι συνεπείς απέναντι στους εργαζόμενούς τους.
Αρκετοί εξαναγκάζονται σε τέτοια τερτίπια από πραγματική ανάγκη, προκειμένου να παραμείνουν ανοιχτοί και να δίνουν κι ένα κομμάτι ψωμί σε μερικούς ανθρώπους. Αλλά υπάρχουνε κι αυτοί που εκμεταλλεύονται τη συγκυρία για να αποθησαυρίζουν και που εξαφανίζουν με μένος όποιον διεκδικεί απλώς αυτά που δικαιούται. Που αντιμετωπίζουν το προσωπικό χωρίς κανέναν σεβασμό, ως αναλώσιμους, και διοικούν με γνώμονα τον φόβο.
Κι είναι πανίσχυρος ο άτιμος ο φόβος. Μας απομονώνει και μας παραλύει. Μας τυφλώνει σε σημείο να μην αναγνωρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, μας οδηγεί σε συμπεριφορές και πράξεις μικροπρεπείς, αλλοτριώνει το είναι μας κι αλώνει το μυαλό μας, θολώνει την κρίση μας κι απενεργοποιεί τη συνείδησή μας.
Μα όσο φωτίζουν φάροι σαν τη Νίκη, υπάρχει ακόμα ελπίδα.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου