Του Δημήτρη Μηλάκα
Παρά τις προσπάθειες
«ωραιοποίησης» των δεδομένων και προσαρμογής τους στις τρέχουσες πολιτικές/
επικοινωνιακές ανάγκες της κυβέρνησης, το διπλωματικό περιβάλλον στο οποίο
κινείται η χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί από δύσκολο έως επικίνδυνο. Είναι
άλλωστε σαφές για όποιον απλώς παρακολουθεί την επικαιρότητα ότι ούτε ο
Ερντογάν βρίσκεται «σε διεθνή απομόνωση», όπως προβάλλει (με τη συνδρομή των
media) η κυβέρνηση, ούτε οι ισχυροί εταίροι και σύμμαχοι είναι διατεθειμένοι να
προσφέρουν κάτι περισσότερο στην ελληνική κυβέρνηση, πέρα από ανέξοδες δηλώσεις
υποστήριξης των δικαίων της.
Αν κάποιος σ’ αυτό το τεράστιο
γεωπολιτικό παιχνίδι που κορυφώνεται στην ανατολική Μεσόγειο είναι
απομονωμένος, αυτός δεν είναι ο Ερντογάν. Η Τουρκία βρίσκεται στη Λιβύη, όπως
και σε κάθε διπλωματική διαβούλευση (Μόσχα προ ημερών, Βερολίνο την ερχόμενη Κυριακή)
που γίνεται με στόχο την επιβολή μιας νέας κατάστασης στη διαλυμένη (και) από
τον εμφύλιο αυτή χώρα της βόρειας Αφρικής.
Με το μνημόνιο συνεργασίας
Άγκυρας – Τρίπολης και τον καθορισμό των μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης θαλάσσιων
συνόρων, ο Ταγίπ Ερντογάν τοποθέτησε τη χώρα του στο τραπέζι των όποιων
συζητήσεων για το μέλλον της περιοχής. Η υπογράμμιση της αποφασιστικότητας και
των δυνατοτήτων της Τουρκίας να «παίξει» στην περιοχή καταγράφονται και από την
ειλημμένη απόφαση της Άγκυρας να εμπλακεί στον εμφύλιο της Λιβύης αποστέλλοντας
στρατιωτικές δυνάμεις.
Πειρατική τακτική
Όσο η Αθήνα (κυβέρνηση και
αντιπολίτευση) αναζητούν διεξόδους και απαντήσεις στο Διεθνές Δίκαιο, η
τουρκική πλευρά φροντίζει να διαμορφώσει τετελεσμένα χρησιμοποιώντας την ισχύ
της.
Μετά την καταγραφή των θέσεών της
στο Λιβυκό πέλαγος νότια της Κρήτης, η τουρκική πλευρά συνεχίζει την προβολή
της ισχύος της έτσι ώστε να υπογραμμίσει τις διεκδικήσεις σε περιοχές που η
Ελλάδα έχει δικαιώματα σε ΑΟΖ. Έτσι με απανωτές NAVTEX η Τουρκία έχει δεσμεύσει
θαλάσσιες περιοχές, μέχρι τις 10 Απριλίου, για σεισμογραφικές έρευνες στο
λεγόμενο τριεθνές, εκεί που συναντώνται οι ΑΟΖ Ελλάδας (αν και όποτε
ανακηρυχθεί), Κύπρου και Αιγύπτου. Με αυτόν τρόπο η Άγκυρα εξαφανίζει από τον
χάρτη Ρόδο και Καστελόριζο και θέτει την ελληνική κυβέρνηση ενώπιον ενός ακόμη
διλήμματος: τι θα πράξει όταν το τουρκικό ερευνητικό πλοίο ή κάποιο γεωτρύπανο
της Τουρκίας σπεύσει στην περιοχή;
Αξίζει στο σημείο αυτό να
υπογραμμιστεί ότι το προηγούμενο διάστημα τουρκικά ερευνητικά και γεωτρύπανα
πραγματοποίησαν εργασίες εντός της αναγνωρισμένης διεθνώς κυπριακής ΑΟΖ δίχως
αυτή η πειρατική τακτική να επιφέρει κάποια σοβαρή συνέπεια ή διεθνή αντίδραση…
Ακήρυχτος πόλεμος
Η επίδειξη ισχύος της Τουρκίας, η
οποία χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει διπλωματικά δεδομένα και κέρδη,
αποτυπώνεται και στις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου. Σ’ αυτό το
πεδίο παρατηρείται μια κλιμάκωση η οποία ελάχιστα καταγράφεται από το εξής
γεγονός: μέσα στις πρώτες 14 ημέρες του 2020 η Τουρκία έχει κάνει τόσες
υπερπτήσεις σε ελληνικά νησιά, όσες είχε κάνει ολόκληρο το 2019! 51 υπερπτήσεις
σε 14 ημέρες! Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης θα πρέπει να σημειωθεί ότι τη
δεκαετία 2009-2019, έχουν καταγραφεί 404 υπερπτήσεις! Πρόκειται για έναν αριθμό
ο οποίος περιγράφει μια κατάσταση πολέμου χωρίς (προς το παρόν) πυρά…
Στων… κουφών την πόρτα
Αντιμέτωπη με αυτήν την κατάσταση
η ελληνική κυβέρνηση αναζητά διπλωματική υποστήριξη από ισχυρούς «συμμάχους»,
κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον, έχοντας λάβει ό,τι επιθυμεί από τις
ελληνικές κυβερνήσεις (βάσεις όπου χρειάζονται και απαιτούν τα αμερικανικά
συμφέροντα), περιορίζεται σε επικοινωνιακού τύπου δηλώσεις, τοποθετήσεις και
διαρροές προς τον Τύπο. Τέτοιου είδους «υποστήριξη» ίσως είναι αρκετή για την
επικοινωνιακή διάσωση της κυβέρνησης, σίγουρα όμως δεν αποτελούν κάποιο ισχυρό
και αξιόπιστο «όπλο» για την αναχαίτιση της τουρκικής δραστηριότητας.
Στο πλαίσιο της επικοινωνιακής
διαχείρισης μιας διαφαινόμενης ελληνοτουρκικής κρίσης είναι χαρακτηριστικές οι
αμερικανικές δημόσιες τοποθετήσεις. Το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών
χαρακτήρισε, για παράδειγμα, «προκλητικό» και «αντιπαραγωγικό» το μνημόνιο
κατανόησης της Τουρκίας με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (ΚΕΣ) της Λιβύης,
αναγνωρίζοντας ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί αντίκεινται προς το διεθνές δίκαιο,
το οποίο προβλέπει ότι τα νησιά έχουν ίδια δικαιώματα με τις ηπειρωτικές
περιοχές όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Όμως, στην ίδια δήλωση, η
Ουάσιγκτον κάνει λόγο για «θαλάσσιες περιοχές οι οποίες ανήκουν ή διεκδικούνται
από την Ελλάδα» και για «αλληλεπικαλυπτόμενες θαλάσσιες διεκδικήσεις στην
περιοχή που περιλαμβάνεται στο μνημόνιο κατανόησης Τουρκίας – Λιβύης».
Απαντώντας σε ερώτηση του
ΑΠΕ-ΜΠΕ, εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημείωσε ότι «οι αποφάσεις που δεν
λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων κρατών δεν βοηθούν (και)
είναι προκλητικές. Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα προτείνει η Τουρκία, σύμφωνα με
το διεθνές δίκαιο, όπως αποκρυσταλλώνεται στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας,
τα νησιά έχουν γενικά δικαίωμα στην ΑΟΖ και στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα στον
ίδιο βαθμό με οποιαδήποτε άλλη χερσαία περιοχή (…). Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα
έχει επίσης αλληλεπικαλυπτόμενες θαλάσσιες διεκδικήσεις στην περιοχή που
περιλαμβάνεται στο μνημόνιο κατανόησης Τουρκίας – Λιβύης για την οριοθέτηση. Ως
πάγια πολιτική, ενθαρρύνουμε τα κράτη να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά,
με βάση το διεθνές δίκαιο».
Είναι, έχουμε την εντύπωση,
προφανές ότι οι εξελίξεις στην περιοχή θα αποτυπώσουν το δεδομένο συσχετισμό
δύναμης διπλωματικής και στρατιωτικής. Προφανές είναι επίσης ότι, σε σύγκριση
με την Τουρκία, η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος έχει ανεπίστρεπτα διαταραχτεί
σε βάρος της Ελλάδας. Κι αυτό, δυστυχώς, διαμορφώνει τα διπλωματικά δεδομένα,
καθορίζει τις αναμενόμενες εξελίξεις και, τελικά, θα αποτυπωθεί στον «χάρτη»
των «τελικών» διευθετήσεων…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου