γράφει η Φωτεινή Λαμπρίδη
Κάποια στιγμή της ενήλικης ζωής
μου, αναρωτήθηκα, γιατί όταν περπατώ μόνη τη νύχτα, καρφώνω τα πόδια μου στο
πεζοδρόμιο αποφασιστικά σαν να θέλω να σπάσω τα πλακάκια. Πήγα πίσω στον χρόνο
και θυμήθηκα, πως η φόρα αυτή με ακολουθούσε
στα 17 και στα 18 μου και αφότου άνοιγα την πόρτα του πατρικού μου
σπιτιού. Ανέβαινα τις σκάλες με θόρυβο κι ακουγόταν από το βάθος η μητέρα μου
με ένα επίμονο «σσσσσσσσ θα τους ξυπνήσεις».
Και θυμήθηκα όλους τους
απωθημένους φόβους για τους οποίους κάθε γυναίκα έχει να πει πολλά. Πως
συνωστίστηκαν στο εφηβικό μας σώμα και διατηρήθηκαν και στο ενήλικο. Πως έγιναν
ένα με το σώμα μας και καθόρισαν την κίνηση και τον ρυθμό μας.
Αν δεν το έχεις ζήσει, δεν
μπορείς να νιώσεις τι σημαίνει η απειλή ενός ψιθύρου. Αυτό το «ψιτ έλα λίγο να σου πω, μην τρέχεις»
στην πλάτη σου από έναν άγνωστο που ανοίγει το βήμα να σε φτάσει και μέχρι να
αντιδράσεις είτε στρίβοντας αιφνιδιαστικά προς έναν κεντρικό δρόμο, είτε
βρίζοντας, σε έχουν ήδη καταπιεί χίλια σενάρια για το τι μπορεί να σου συμβεί στον
επόμενο τόνο.
Κι εκεί που περπατούσα αφηρημένη
κι ανέμελη, έμαθα να περπατώ και να
τρέμει η γη. Και σχεδόν πάντα, να τραγουδάω δυνατά όταν επιστρέφω νύχτα στο
σπίτι. Έτσι επέλεξα να ενταχθώ, όχι σε ομάδα βόλεϊ, αλλά πολεμικών τεχνών.
Επιδειξίες βλέπαμε από τα 12. Στο
Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, μέρα μεσημέρι. Κατά τη διάρκεια περιπάτων και
σχολικών εκδρομών. Κάποιοι παραμόνευαν μέσα στα σταθμευμένα τους οχήματα, κι
όταν πλησιάζαμε να πάρουμε την μπάλα που μας ξέφυγε, πεταγόντουσαν ολόγυμνοι κι
άρχιζαν να αυνανίζονται. Άλλοι κρυμμένοι σε θάμνους, άλλοι στην άκρη του
δρόμου. «Είναι ακίνδυνοι άνθρωποι, άρρωστοι» μας έλεγαν οι μεγαλύτερες γυναίκες
«αλλά καλό είναι να τους αποφεύγετε». Κι άρχιζαν να απαριθμούν δικές τους
εμπειρίες.
Θύμωνα γιατί αισθανόμουν ότι με
παρακινούσαν να τους οικτίρω. Και τα κατάφεραν ως έναν βαθμό. Αργότερα
κατάλαβα, ότι αυτός ο οίκτος, ήταν ένα από τα εργαλεία στα οπλοστάσια αυτών των
ανδρών.
Ήμουν δεν ήμουν 14 ετών, όταν
ένας άνδρας γύρω στα 60 στην στάση λεωφορείου, προσπάθησε να με πείσει να πάω
να συναντήσω τον εγγονό του που είχε δήθεν προβλήματα κατάθλιψης, προκειμένου
να τον πείσω να βγει από το σπίτι. Δέκα λεπτά προσπαθούσα να καταλάβω αν μου
λέει την αλήθεια. Όταν έφτασε τελικά το λεωφορείο, έτρεξα ενστικτωδώς να μπω κι
εκείνος άρχισε να με τραβάει κλαίγοντας και φωνάζοντας «έλα να σώσεις μια ζωή».
Όταν πια το λεωφορείο είχε ξεκινήσει, τον άκουσα να με αποκαλεί θυμωμένος
«πουτανάκι» που «θα το βρεις από τη ζωή».
Και μαντέψτε. Κανένας από όσους
περίμεναν το λεωφορείο στην στάση, δεν αντέδρασε. Άγκάλιασα τον σάκο του
φροντιστήριου και καθ’όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν πως αφελώς, πριν αποκαλυφθεί,
φλέρταρα με την ιδέα να πάω να βοηθήσω τον εγγονό του. Πάλευα με την ενοχή. «Κι
αν είναι όντως ένας απεγνωσμένος άνθρωπος; Κι αν μπορώ να βοηθήσω το παιδί;».
Ακολούθησαν κι άλλα παρόμοια
περιστατικά τα επόμενα χρόνια. Με ταξιτζήδες, περαστικούς, θαμώνες καφετεριών
κοκ. Μέχρι που κατάλαβα τι σημαίνει να είναι θέμα τύχης και ενστίκτου το να μην
έχεις βιαστεί και πως στον πόλεμο αυτό, νιώθεις μόνη. Ειδικά αν δεν καταδέχεσαι
να παίξεις το χαρτί του τρόμου. Αν δεν ζητάς υπό τον φόβο αυτό να σε συνοδέψει
κάποιος ως το σπίτι. Αν επιμένεις να
διεδικείς την αυτονομία σου, με το όποιο κόστος.
Μετά έρχεται η επόμενη οδυνηρή
συνειδητοποίηση. Α, μπορεί να σε παραβιάσουν κι οι οικείοι σου. Το αγόρι σου
που δεν αποδέχεται τον χωρισμό. Ο κολλητός σου που δεν αποδέχεται τα όρια που
θέτεις…. και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Εντωμεταξύ, σου έχει μείνει ένα
ταχύ βάδισμα νευρικό. Έχεις μάθει να περπατάς και να τρέμει η γη. Να κρατάς
σφιχτά τα κλειδιά στα χέρια και να σκαρφίζεσαι σενάρια αντεπίθεσης. Κι όλο
αυτό, γίνεται μια συνήθεια, μια μηχανική κίνηση, μια ρουτίνα. Και μπορεί να
περάσουν πολλά χρόνια για να αναρωτηθείς: «Άραγε πως θα περπατούσα αν δεν με
είχαν παρενοχλήσει ποτέ; Αν δεν είχα νιώσει το ζεστό χνώτο της απειλής στον
λαιμό μου;»
Όλα αυτά τα γράφω, επηρεασμένη
από την υπόθεση της Νέας Σμύρνης. Και πιο συγκεκριμένα, απ’όσα είπε ο δικηγόρος
του 22χρονου που έφτασε μέχρι την πόρτα της κοπέλας η οποία ευτυχώς, πρόλαβε να
τον αφήσει απ’έξω.
«Ο πελάτης μου αρνείται κάθε
κατηγορία και το αδίκημα ακόμα και αν υποτίθεται ότι έχει γίνει, είναι
πλημμεληματικού χαρακτήρα»
Βαριά τα «πλημμελήματα» που
καθόρισαν το βάδισμά μας.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου