γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Δεν κοιμόταν καλά. Λίγες ώρες κι
αυτές ανήσυχες. Ξυπνούσε απότομα μέσα στη νύχτα, έπειτα από όνειρα γεμάτα
αγωνία. Πάντα κάτι έψαχνε, πάντα κάπου δύσκολα ανέβαινε, οι δρόμοι ήταν
άγνωστοι ή άλλαζαν απότομα και τα ασφαλή, ομαλά μονοπάτια γίνονταν δύσβατα,
γεμάτα κινδύνους.
Δεν πίστευε πολύ στα όνειρα, όχι
με την έννοια ότι προμηνύουν κάτι για το μέλλον, μια μεγάλη χαρά ή μια μεγάλη
καταστροφή. Αλλά ήξερε ότι κάτι σημαίνουν, ότι το σώμα ή το μυαλό έτσι βρίσκουν
διέξοδο για να εκτονώσουν την ένταση. Καλή, κακή, ένταση.
Το πρωί κοιτάχτηκε στον καθρέφτη,
όπως κάθε μέρα, πριν πλυθεί κι ετοιμαστεί. Δεν διέκρινε κάτι πολύ διαφορετικό
από χθες, ίσως ούτε και από προχθές. Δεν ένιωθε κούραση – θα έβγαινε αργότερα,
ίσως την πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν η πίεση θα ήταν μεγάλη, και η απουσία του
ύπνου θα δοκίμαζε την αντοχή της.
Ετοίμασε καφέ, πρωινό, άνοιξε τα
παράθυρα να αεριστεί το σπίτι και βγήκε στο μπαλκόνι. Μάιος μήνας, κι ακόμα να
το ετοιμάσει κατάλληλα για τις ζεστές ημέρες που έρχονταν – κυρίως για τις
νύχτες. Οταν θα θέλει να ξεκουραστεί, είτε διαβάζοντας είτε ακούγοντας μουσική.
Τράβηξε την υφασμάτινη πολυθρόνα,
την άνοιξε και κάθισε. Ακούμπησε το φλιτζάνι και το πιάτο στην κουπαστή. Είχε
λίγο χρόνο πριν φύγει.
Παρατηρούσε τις γλάστρες με τα
αναγεννημένα φυτά, την παλιά τέντα, τον χώρο γύρω της. Σκεφτόταν να τον φτιάξει
κάπως καλύτερα, να τον κάνει πιο φιλόξενο. Αναρωτιόταν αν είχε ό,τι χρειαζόταν
γι’ αυτό, τι έπρεπε να αγοράσει και τι να φτιάξει. Η ιδέα ήταν τόσο ελκυστική,
που την κινητοποίησε.
Ισως μια-δυο γλάστρες ακόμη, να
βάψει το παλιό τραπεζάκι, να φτιάξει ένα παραβάν για τα αδιάκριτα βλέμματα, να
στερεώσει βάσεις για κεράκια. Να ντύσει τις πολυθρόνες με μαξιλάρια και
ριχτάρια. Θα μπορούσε να ζωγραφίζει εκεί τώρα που άνοιξε ο καιρός.
Να φτιάξει ένα «νησί» μέσα στην
πόλη. Η θάλασσα ήταν μακριά, δεν είχε μπορέσει να βάλει ακόμη τα δάχτυλά της
στο ιαματικό νερό, ούτε είχε μυρίσει ιώδιο…
Πόσο ωραία φάνταζαν όλα αυτά στο
μυαλό της, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες: μακρύ και κάπως στενό το
μπαλκόνι, λίγος ο ελεύθερος χρόνος. Αλλά το κίνητρο μεγάλο.
Σηκώθηκε αποφασιστικά και πήγε να
βρει τις φωτογραφίες άλλων καλοκαιριών. Από νησιά στο Αιγαίο, στο Ιόνιο, από
την Κρήτη. Η Ρόδος και η Κως – οι πρώτες διακοπές που πλήρωσε από την τσέπη
της. Η Νάξος, η Πάρος και η Νίσυρος. Η Αστυπάλαια και η Αμοργός. Αλλά και η
Πάτμος, η Χάλκη και η Ηρακλειά.
Πιο πολύ λαχταρούσε τα μικρά
νησιά, εκεί που δεν έμεινε πολύ, λίγες ώρες ή μια-δυο μέρες. Εκεί που τα πλοία
αργούν να φτάσουν, που δένουν νύχτα και σε αφήνουν να αναρωτιέσαι για το τι θα
δεις το πρωί με το φως της μέρας.
Τι θυμόταν από όλα αυτά τα
καλοκαίρια; Πέρα από τη θάλασσα και τον ήλιο; Τους ανθρώπους, τις μουσικές, τα
ήσυχα μέρη για καφέ και κουβέντα: τα γέλια, τις ιστορίες, τις συγκινήσεις,
μέχρι δακρύων μερικές φορές. Αλλά και τους ήχους…
Το καϊκάκι που μας πήγαινε για
μπάνιο στην Πλάκα, στην Αμοργό, τα τζιτζίκια στο ηλιοκαμένο μονοπάτι και το
κροτάλισμα από τα βότσαλα της Λάμπης στην Πάτμο, τον ήχο από τα κυπαρισσόμηλα
στον περίπατο γύρω από το κάστρο στην Αστυπάλαια.
Αλλά πιο πολύ θυμόταν τα μικρά
νησιά. Που είχε υποσχεθεί ότι θα επιστρέψει, για όσα δεν πρόλαβε να δει, δεν
πρόλαβε να κάνει. Μόνο μια μυρωδιά, που κι αυτή κρυβόταν πίσω από τα χρώματα
στις φωτογραφίες και η επιθυμία την έκανε να διαστέλλεται. Σαν ένα παράλληλο
σύμπαν, όπου όλα είναι πιο όμορφα, πιο ήρεμα, ίσως και πιο ειλικρινή.
Σαν τα όνειρα που μας ξυπνούν τη
νύχτα και μας στέλνουν μηνύματα για όσα δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να
παραδεχτούμε.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου