Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Μια τραυματισμένη κοινωνία. Tης Αλεξάνδρας Κορωναίου

Σε έρευνα που διεξάγεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σχετικά με τις τραυματικές μνήμες του παρελθόντος και τις επιδράσεις τους στη συμμετοχή των νέων ηλικίας 16-24 ετών στην πολιτική και κοινωνική ζωή, αρκετοί νέοι χαρακτηρίζουν την κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία ως τραυματική εμπειρία. Το τραύμα, λέξη οικεία στην ιατρική αλλά και στην καθημερινή γλώσσα, σημαίνει μια πληγή πάνω στο σώμα. Από την ιατρική η χρήση της λέξης μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική για να εκφράσει κάποια «δυσλειτουργία», μια «ρωγμή» στην προσωπικότητα του ατόμου. Αργότερα υιοθετήθηκε από τις κοινωνικές επιστήμες και τελευταία κυριαρχεί στις μελέτες για την ιστορική μνήμη και λήθη ατόμων και ομάδων (π.χ. επιζώντες του Ολοκαυτώματος, θύματα γενοκτονιών κ.ά.).

Στην κοινωνιολογία η λέξη περιγράφει ένα κοινωνικό-πολιτισμικό γεγονός που στιγματίζει, κάποτε
ανεξίτηλα, μια κοινωνική ομάδα, μια κοινότητα, μια κοινωνία. Το τραύμα είναι το βίωμα δραματικών ή καταστροφικών γεγονότων που υφίστανται κοινωνικές ή εθνοτικές ομάδες, γεγονότα τα οποία προσλαμβάνονται και ερμηνεύονται σε συλλογικό επίπεδο ως ιδιαίτερα οδυνηρά.

Σε αυτές τις περιπτώσεις το κύριο χαρακτηριστικό του τραυματικού γεγονότος είναι το οδυνηρό σοκ, η «ρωγμή» που χαράσσεται στο κοινωνικό σώμα, η αιφνίδια και ταχύτατη αλλαγή που επιβάλλεται στις αξίες, τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής. Τέτοια τραύματα βιώνουν οι κοινωνίες ως αποτέλεσμα ενός πραξικοπήματος, μιας βίαιης φυλετικής σύγκρουσης, ενός σπαρακτικού εμφυλίου πολέμου, αλλά και μιας οικονομικής κατάρρευσης ή μιας εκτεταμένης διαφθοράς της πολιτικής ελίτ.

Η τομή που επιφέρει το τραυματικό γεγονός είναι μη αναμενόμενη, απρόβλεπτη, αιφνιδιαστική, σοκαριστική. Η κοινωνική αλλαγή που επέρχεται μετά το τραυματικό γεγονός δεν έχει κάτι το θετικό. Αντίθετα, πλήττει τον κοινωνικό ιστό, πληγώνει την κοινωνία, θέτει σε αμφισβήτηση την υπόστασή της. Στην κοινωνιολογική θεώρηση η αλλαγή βιώνεται ως «εξωγενής» προς την κοινωνία και μη επιθυμητή από τους πολίτες, οι οποίοι άλλωστε δεν έχουν συμβάλει σε αυτή ή, αν το έκαναν, ήταν χωρίς τη θέλησή τους.

Η κρίση της ελληνικής κοινωνίας και τα συνεπακόλουθά της βιώνονται ως αιφνιδιαστικά και αναπάντεχα γεγονότα που επιβάλλονται «από τα έξω» και «από τα πάνω». Οι συνέπειες του τραύματος, οι οποίες αποκτούν διάρκεια στον χρόνο, γίνονται ολοένα πιο έκδηλες στην αποδιοργάνωση και την αποδόμηση, τη μετάθεση και την ασυνάφεια των ατομικών και κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών. Αυτό σημαίνει πως το κανονιστικό και γνωσιακό πλαίσιο της κοινωνικής ζωής και δράσης έχει πλέον διαταραχθεί και η κοινωνία πάσχει. Το τραύμα είναι βαθύτερο απ’ όσο φανταζόμαστε, υπερβαίνει την οικονομική κρίση και εμφανίζεται τώρα σαν μια ανοιχτή πληγή πάνω στο κοινωνικό σώμα. Ατομα και κοινωνικές ομάδες βυθίζονται στην απόγνωση, τον διχασμό και την αμφιθυμία, έχοντας απολέσει την όποια ισορροπία και σταθερότητα είχαν έως χθες. Ολοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διαπιστώνουμε καθημερινά την κατάρρευση των βάσεων της ατομικής και κοινωνικής ζωής, την καταστροφή θεμελιωδών αξιών, την αποδυνάμωση βασικών κοινωνικών θεσμών (από την εργασία και την υγεία μέχρι τη δικαιοσύνη), τη δυσλειτουργία κοινών κανόνων και κωδίκων επικοινωνίας.

Η κοινωνία μας, σαν τραυματισμένος άνθρωπος, πορεύεται μέσα σε ένα διαρκές «σοκ και δέος», χάνοντας την όποια αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση είχε μέχρι τώρα. Τα άτομα, αδυνατώντας να ερμηνεύσουν αυτό που τους συμβαίνει, βιώνουν οδυνηρά και με πολλαπλές συνέπειες την αποδιοργάνωση της ατομικής και οικογενειακής τους ισορροπίας. Ανεργοι και ανέστιοι, φτωχοί, ανήμποροι και ταπεινωμένοι, όλο και περισσότερο στρέφονται σε οτιδήποτε και με οιονδήποτε τρόπο θα μπορούσε να απαλύνει τις πληγές τους. Η έλξη που ασκούν οι θολές ναζιστικές ιδεολογίες και η ανοχή απέναντι σε εγκληματικές ρατσιστικές συμπεριφορές θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σε αυτό το πλαίσιο, όχι μόνο ως συνέπεια της οικονομικής ένδειας, αλλά και ως αποτέλεσμα της απουσίας μιας συνεκτικής ερμηνείας του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Το μεγαλύτερο κακό είναι ότι, όπως στο ατομικό επίπεδο, έτσι και στο κοινωνικό, το τραύμα εγγράφεται στη συλλογική μνήμη, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και επανέρχεται στην επιφάνεια κάθε φορά που οι συνθήκες το επιτρέπουν. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η επαναφορά στο προσκήνιο του μεγαλύτερου τραύματος της σύγχρονης ιστορίας μας: του εμφυλίου πολέμου και των μετεμφυλιακών διχασμών.

Δυστυχώς το συλλογικό τραύμα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί όπως το ατομικό. Δεν υπάρχει εδώ η διέξοδος της ψυχαναλυτικής ή ψυχοθεραπευτικής συνδρομής, όσο κι αν η ψυχολογιοποίηση των κοινωνικών φαινομένων είναι στην ημερήσια διάταξη. Στα κοινωνικά προβλήματα δεν απαντούν ατομικές λύσεις. Μοναδική ελπίδα η συλλογική πολιτική και κοινωνική δράση μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς, η οποία παραμένει η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να δώσει μια συνεκτική ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου και μια προοπτική για ένα καλύτερο αύριο στους πληγωμένους ανθρώπους μιας τραυματισμένης κοινωνίας.
* Η Αλεξάνδρα Κορωναίου είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εφημερίδα των Συντακτών via http://tvxs.gr/

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *