Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Στήριξη από Λαγκάρντ με αποδέκτη τη Μέρκελ


Του Χαράλαμπου Γκότση*

Η Γερμανίδα Καγκελάριος έπεσε στην παγίδα που η ίδια έστησε. Πως αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς την απαίτηση της διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) από το Βερολίνο, να ετοιμάζεται για ένα κούρεμα του ελληνικού χρέους;
Είναι πράγματι η κ. Μέρκελ εκείνη που επέμενε το 2010 να φέρει το ΔΝΤ στην Ευρώπη, να έχει συμμετοχή και λόγο στις διεργασίες διάσωσης των χωρών και να επιτρέψει σε τελευταία ανάλυση στον αμερικανικό παράγοντα να συμπρωταγωνιστεί στις εξελίξεις στη γηραιά ήπειρο.
Αν το μετάνιωσε ή όχι, υποθέτω θα το μάθουμε στα απομνημονεύματα της, αφού κανένας εν ενεργεία πολιτικός δεν παραδέχεται τα λάθη του.
Η απαίτηση του ΔΝΤ κάθε τόσο να πιστοποιείται η «βιωσιμότητα» του χρέους, ανάγκασε τους Ευρωπαίους να προβούν στις αναγκαίες παραχωρήσεις απέναντι στην Ελλάδα, ώστε, κάτω από συνήθως εξωπραγματικές υποθέσεις, να ικανοποιείται η απαίτηση που προβλέπεται στο καταστατικό του Ταμείου. Σε πείσμα βεβαίως όλων των διεθνών σημαντικότερων  μακροοικονομικών ινστιτούτων, συμπεριλαμβανομένων και των γερμανικών,  που αποφαίνονταν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Αντί τελικά να ληφθεί μιας γενναία απόφαση, που θα ήταν το κούρεμα ενός σημαντικού μέρους των οφειλών, επελέγη η μετατόπιση του προβλήματος για μετά το 2022, παρέχοντας χαμηλότερα επιτόκια καθώς και μια περίοδο χάριτος για το πακέτο που κατέχει ο ESM. Είναι αλήθεια όμως, ότι με τη λύση του Δεκέμβρη του 2012  δε συμφώνησε η κ. Λαγκάρντ, κρίνοντάς την ως αναποτελεσματική. Για το λόγο αυτό ζήτησε να συμπεριληφθεί στην απόφαση πρόνοια με την οποία οι δανειστές μετά την εμφάνιση πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, θα φρόντιζαν για μια περαιτέρω απομείωση του χρέους. Η προτροπή προς τους Έλληνες ήταν τότε: «Ασχοληθείτε εσείς με τη μείωση του ελλείμματος και εμείς με το χρέος».
Δυόμισι χρόνια μετά διαπιστώνεται, ότι η λύση που δόθηκε δε βοήθησε ούτε το χρέος να μειωθεί, αλλά ούτε και η οικονομία να ανακάμψει. Αντίθετα μάλιστα. Το υψηλό χρέος μας κρατάει έξω από τις αγορές, ενώ η οικονομία πασχίζει να σταθεροποιηθεί, πόσο μάλλον να αναπτυχθεί. Οι  προοπτικές  δε για μια αυτοδύναμη απομείωση του χρέους κρίνονται αρκούντως δυσμενείς. Ποιος πιστεύει άραγε από τους πιστωτές μας, ότι το 2022 η Ελλάδα θα καταφέρει να πληρώσει 33,360 δις Ευρώ για την εξυπηρέτηση των τόκων και των χρεολυσίων που λήγουν. Και ποιος επενδυτής θα αγόραζε 10ετή ελληνικά ομόλογα, είτε η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα είτε όχι.  Υποθέτω κανείς.
Για να μπει συνεπώς η χώρα σε τροχιά κανονικότητας, πρέπει να γίνει μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους. Να μειωθούν για την εξυπηρέτησή του οι ετήσιες πληρωμές τόκων και να επιμηκυνθούν οι λήξεις των ομολόγων που κατέχουν οι επίσημοι φορείς, πλην ΔΝΤ, για 50-70 έτη. Επίσης θα πρέπει, ως συμβολή στη μακρόχρονη βιωσιμότητα του χρέους να γίνει προσπάθεια, ώστε το ποσό των 48 δις που δανείστηκε το ελληνικό δημόσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, να περάσει στον ESM ως οφειλή των τραπεζών.
Η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος δίνει βέβαια προσωρινά    μια δημοσιονομική ανάσα, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες. Για να καλυφθούν αυτές από τις αγορές θα πρέπει να έχει δοθεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα, ότι η χώρα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις όποιες υποχρεώσεις της, αλλά και ότι βρίσκεται σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης.
Η καθαρή και οριστική λύση θα ήταν συνεπώς ένα κούρεμα του ονομαστικού  μεγέθους του επίσημου χρέους, με την οποία όμως η κ. Μέρκελ δε συμφωνεί, για πολιτικούς κυρίως λόγους. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε για την ίδια ως μια πλήρης αποδοχή της αποτυχίας ενός προγράμματος διάσωσης για την Ελλάδα, το οποίο όμως αρνείται να παραδεχθεί.
Έτσι, ο λόγος της εκπροσώπου του ΔΝΤ περιέχει προφανώς μεγαλύτερη δόση ειλικρίνειας, αφού στην περίπτωσή της δεν εμπλέκεται το πολιτικό κόστος. Αντίθετα, η Γερμανίδα Καγκελάριος θα πρέπει να κάνει την υπέρβαση   και να αναθεωρήσει την αρνητική της στάση, αντλώντας παραδείγματα από την ιστορία της χώρας της. Αυτές τις μέρες που η Ευρώπη γιορτάζει τα 70χρονα από τη συντριβή του ναζιστικού καθεστώτος, θα πρέπει να θυμηθεί ότι λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, το 1953, χώρες τις οποίες η ίδια η Γερμανία είχε καταστρέψει και βρίσκονταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, φάνηκαν πολύ  γενναιόδωρες και έδωσαν οριστική λύση στο γερμανικό χρέος. Ευκαιρία για επανόρθωση!
* Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπίστημιο Πειραιώς


0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *