Του Σταύρου Λυγερού
Μαύρα σύννεφα συσσωρεύονται στον κυβερνητικό ορίζοντα. Ενώ μέχρι πριν μερικές ημέρες κυριαρχούσε η εκτίμηση πως οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό θα περάσουν από τη Βουλή χωρίς να προκαλέσουν ρήγματα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τώρα πλέον γίνονται δεύτερες σκέψεις. Πρώτον, λόγω της σκληρής στάσης των δανειστών. Δεύτερον, λόγω των διογκούμενων κοινωνικών αντιδράσεων.
Η κυβέρνηση Τσίπρα εγκλωβίζεται σε συμπληγάδες: Από τη μία πλευρά είναι οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και του συστήματος Σόιμπλε. Οι απαιτήσεις τους απειλούν να προκαλέσουν ρήγματα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153, επειδή εάν υλοποιηθούν θα ρίξουν στον γκρεμό μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης και των αγροτών. Από την άλλη και ως αποτέλεσμα αυτού είναι η δυναμική παρουσία των τρακτέρ στις εθνικές οδούς και οι διαδηλώσεις θιγόμενων επαγγελματικών ομάδων στην Αθήνα.
Ας σημειωθεί ότι το σχέδιο Κατρούγκαλου, το οποίο έχει προκαλέσει το κύμα των κοινωνικών αντιδράσεων, θεωρείται από τους δανειστές ανεπαρκές. Αρχικά είχε διαφανεί πως το ευρωιερατείο θεωρούσε το εν λόγω σχέδιο μία «τολμηρή προσπάθεια» σ’ ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητο κοινωνικά και πολιτικά ζήτημα, η οποία δεν πρέπει να τορπιλισθεί με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις.
Τα μηνύματα κυρίως από την Κομισιόν, είχαν δημιουργήσει την εντύπωση στην κυβέρνηση ότι η επικείμενη σχετική διαπραγμάτευση με το Κουαρτέτο θα επέφερε μάλλον οριακές αλλαγές. Η παρέμβαση του ΔΝΤ, όπως κωδικοποιήθηκε στη διαρροή «τους ζητήσαμε αγελάδα και μας δίνουν γάτα», άλλαξε την εικόνα. Και την άλλαξε, επειδή είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του Ταμείου συμμερίζονται και υποδαυλίζουν οι σκληροπυρηνικοί του ευρωιερατείου.
Μπορεί στη συνάντησή της με τον Τσίπρα η Λαγκάρντ να αποκήρυξε την παραπάνω διαρροή (δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς), αλλά είναι δεδομένο πως η πίεση δεν εκτονώνεται. Το επιβεβαιώνουν οι μεταγενέστερες δηλώσεις του Ντάισελμπλουμ. Ναι μεν είπε ότι το σχέδιο Κατρούγκαλου είναι σοβαρό, αλλά πρόσθεσε ότι δεν βγαίνουν οι αριθμοί, ότι υπάρχουν δημοσιονομικά κενά.
Ο πρόεδρος του Eurogroup υιοθέτησε μετριοπαθείς τόνους, αλλά το μήνυμά του είναι σαφές: το Ασφαλιστικό δεν πρέπει να επιβαρύνει τον ελληνικό προϋπολογισμό. Αυτό πρακτικά σημαίνει δραστική μείωση συντάξεων, ή επιβολή άλλων μέτρων για να μην είναι η μείωση δραστική. Μπορεί η απαίτηση για μείωση κατά 30% (ρεπορτάζ της Wall Street Journal) να έχει διαπραγματευτικό χαρακτήρα, αλλά είναι ξεκάθαρο πως οι δανειστές απαιτούν όσα η κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει.
Ο Τσίπρας έχει ως καθοριστικό κριτήριο την επιβίωση της κυβέρνησής του. Για τους δανειστές, όμως, το κριτήριο είναι να εξασφαλισθεί πως τα επόμενα χρόνια θα υπάρξουν τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους. Γι’ αυτό και η Λαγκάρντ, όπως και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, δίνουν έμφαση στην κάλυψη με νέα μέτρα των εκτιμούμενων δημοσιονομικών κενών, στο πλαίσιο του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Στην πιο ακραία γραμμή βρίσκεται, βεβαίως ο Σόιμπλε, ο οποίος αφήνει να εννοηθεί πως το Grexit έχει μπει προσωρινά στο ράφι και πως μπορεί εύκολα να επανέλθει στο τραπέζι. Προς το παρόν, πάντως, πιέζει για πρόσθετα επώδυνα μέτρα, αφήνοντας τον ρόλο του εμφανώς “κακού μπάτσου” στον Τόμσεν.
Το γεγονός ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών είχε φροντίσει να βρίσκεται και ο Τόμσεν στα πέριξ την ώρα της συνάντησής του με τον Έλληνα ομόλογό του στο Βερολίνο πριν μερικές ημέρες, ήταν ένα εύγλωττο μήνυμα. Ας σημειωθεί ότι ο Τσακαλώτος περιόδευσε σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με σκοπό να αναζητήσει συναίνεση για τις ελληνικές θέσεις όσον αφορά αφενός την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης, αφετέρου την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Όπως και ο Τσίπρας στο Νταβός, έτσι και ο Τσακαλώτος άκουσε από κάποιους συνομιλητές του κάποια λόγια κατανόησης, αλλά μέχρις εκεί. Στο τραπέζι βρίσκονται μαξιμαλιστικές απαιτήσεις. Αυτές δεν πηγάζουν μόνο από μία “αυτιστική” στάση, η οποία αδιαφορεί για τις εγχώριες πολιτικές ισορροπίες και για τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας. Η σκλήρυνση της στάσης των δανειστών πρέπει να συνδυασθεί και συνεκτιμηθεί με τις δηλώσεις ότι η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης θα πάρει μήνες. Υπενθυμίζουμε ότι την αρχή είχε κάνει με δήλωσή του ο Ντάισελμπλουμ.
Ο πρωθυπουργός πήγε στο Νταβός με σημαία την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της 1ηςαξιολόγησης και με δύο βασικά επιχειρήματα:
- Πρώτον, τις μεγάλες μνημονιακές προσαρμογές που έχει ήδη κάνει η κυβέρνησή του.
- Δεύτερον, τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Στο πάνελ με τον Σόιμπλε, μάλιστα, εξέφρασε και την πρόβλεψη ότι το 2016 η ελληνική οικονομία θα εκπλήξει με τις επιδόσεις της.
Δεν είναι μόνο η προφανής και κατανοητή σκοπιμότητα που ώθησε τον Τσίπρα στην τελευταία αυτή δήλωση. Είναι και η προσκόλληση του Μαξίμου στο αισιόδοξο σενάριο για την εξέλιξη της οικονομίας. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίον εξελίσσονται τα γεγονότα και στο μέτωπο με τους δανειστές και στο εσωτερικό μέτωπο με τις ογκούμενες κοινωνικές αντιδράσεις, δεν δικαιολογούν αυτή την αισιοδοξία.
Μπορεί η προσβλητική ατάκα του Σόιμπλε «είναι η εφαρμογή ηλίθιε» να μονοπώλησε την προσοχή των Μίντια, αλλά η ουσία είναι πως στο Νταβός ο Τσίπρας δεν φαίνεται να επέτυχε κάποιο απτό αποτέλεσμα. Όχι μόνο δεν διαφάνηκε κάποια ελπίδα για χαλάρωση στην εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, αλλά και επιβεβαιώνονται οι αρνητικές ενδείξεις όσον αφορά την 1ηαξιολόγηση.
Είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως τουλάχιστον το ΔΝΤ και οι σκληροπυρηνικοί του ευρωιερατείου κωλυσιεργούν, ανεβάζοντας συνεχώς τον πήχη των απαιτήσεων και επιδιδόμενοι σε διαρροές που δηλητηριάζουν το κλίμα. Σκοπός τους είναι να απομακρύνουν χρονικά ή και να αποτρέψουν την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Είναι αξιοσημείωτη η δήλωση του επιτρόπου Μοσχοβισί ότι «πρώτα είναι η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, στη συνέχεια η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και μετά ίσως να συζητηθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους». Αυτό το «ίσως» πέρασε απαρατήρητο, αλλά έχει μεγάλη σημασία, επειδή αντανακλά τις διαφωνίες που υπάρχουν στο ευρωιερατείο για το ζήτημα. Η απροθυμία των Ευρωπαίων δανειστών επιβεβαιώνεται και από σχετική δήλωση του Ντάισελμπλουμ, παρέπεμψε την αναδιάρθρωση σ’ ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Όσο καθυστερεί η έναρξη αυτής της διαπραγμάτευσης, η δεδηλωμένη διαφωνία του ΔΝΤ με το Βερολίνο αναφορικά με την ανάγκη δραστικής μείωσης του χρέους παραμένει θεωρητική. Αντιθέτως, πολύ πρακτική είναι η τωρινή συμφωνία τους για την επιβολή πρόσθετων επώδυνων μέτρων.
Η επιβολή τέτοιων μέτρων εκ των πραγμάτων απειλεί να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Οι πρωτοφανείς τα τελευταία χρόνια κοινωνικές αντιδράσεις δοκιμάζουν τις αντοχές της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των 153 και κατ’ επέκτασιν τροφοδοτούν σενάρια για πολιτικές αλλαγές. Η κυβέρνηση δεν έχει περιθώρια ουσιαστικών υποχωρήσεων, προκειμένου να εκτονώσει τις κλιμακούμενες κινητοποιήσεις.
Προς το παρόν, η αιτία που προκαλεί το κύμα των κοινωνικών αντιδράσεων είναι το σχέδιο Κατρούγκαλου. Αυτό, όμως, είναι η ελληνική βάση διαπραγμάτευσης με τους δανειστές κι όχι η κατάληξη της διαπραγμάτευσης. Η πείρα μας διδάσκει πως όποτε η ελληνική κυβέρνηση διαφώνησε με τους δανειστές, τελικώς πέρασε αυτό που ήθελαν οι δανειστές. Ακόμα λοιπόν και εάν υποθέσουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά, το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι το συμφωνημένο νομοσχέδιο που θα πάει στη Βουλή να είναι λίγο (και όχι πολύ) χειρότερο από το σχέδιο του υπουργού Απασχόλησης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν σ’ αυτές τις συνθήκες η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153 θα αντέξει; Δημοσίως, είναι μόνο ο Μιχελογιαννάκης που προειδοποιεί ότι εάν δεν μειωθούν οι εισφορές των αγροτών θα καταψηφίσει. Είναι κοινό μυστικό, όμως, ότι στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και ορισμένοι ακόμα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι έχουν στείλει τα σχετικά μηνύματα στο Μαξίμου. Αντίστοιχα ζόρια εκδηλώνονται και στους ΑΝΕΛ.
Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από το δικό τους συνειδησιακό πρόβλημα για το γεγονός ότι ψηφίζουν τέτοια μέτρα, είναι, λόγω ιδεολογίας, ευάλωτοι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με κοινωνικές κινητοποιήσεις. Πολύ περισσότερο όταν απέναντί τους βρίσκονται μαζικά και δικοί τους αγανακτισμένοι ψηφοφόροι.
Εκτός αυτού, αξίζει να υπογραμμισθεί και το γεγονός ότι σε αντίθεση με τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η σχέση βουλευτή-ψηφοφόρου είναι κατά κανόνα απρόσωπη, στην επαρχία η σχέση είναι προσωπική. Ο βουλευτής της επαρχίας γνωρίζει πως δεν πρόκειται να επανεκλεγεί εάν στραφούν εναντίον του πολλές μεγάλες αγροτικές οικογένειες, οι οποίες συνήθως ψηφίζουν συντεταγμένα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν συνιστούν μόνο μία πίεση στην κυβέρνηση λόγω των προβλημάτων που δημιουργούν στα οδικά δίκτυα. Ταυτοχρόνως, απειλούν πολύ περισσότερο από άλλες κινητοποιήσεις την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να δοθεί μία εξήγηση στο ερώτημα γιατί από το 2012 μέχρι το 2015 δεν εκδηλώθηκαν σημαντικές κοινωνικές αντιδράσεις παρότι εφαρμόσθηκαν και τότε επώδυνα μέτρα. Η απάντηση είναι ότι τότε υπήρχε ελπίδα στην μικρομεσαία θάλασσα που έχει πέσει στον γκρεμό ή είναι πολύ κοντά στο να πέσει. Ήλπιζαν πως στις επόμενες εκλογές θα έφερναν με την ψήφο τους τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κι αυτός τουλάχιστον θα τερμάτιζε τις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και έκαναν υπομονή.
Ο Τσίπρας έγινε πράγματι πρωθυπουργός και μέσα από τη γνωστή διαδρομή τώρα εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η ελπίδα για μία δημοκρατική διέξοδο από το μνημονιακό τούνελ διαψεύδεται. Χωρίς αυτή την ελπίδα, τα στρώματα που δεν μπορούν ή δυσκολεύονται πολύ να επιβιώσουν καθίστανται δυνάμει εκρηκτική κοινωνική ύλη.
Όσο αυθαίρετη είναι η πρόβλεψη πως σίγουρα θα προκύψει κοινωνική ανάφλεξη, άλλο τόσο αυθαίρετη είναι και να αποκλείεις μία τέτοια εξέλιξη. Ειδικά όταν επαγγελματικές ομάδες έχουν ήδη κατέβει στον δρόμο. Είναι προφανές πως εάν οι εξελίξεις πάρουν αυτή την τροπή, το τοπίο θα αλλάξει ριζικά όχι μόνο στο πολιτικό, αλλά και στο οικονομικό επίπεδο.
Στριμωγμένο στις συμπληγάδες των εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων, το κυβερνητικό επιτελείο καλείται να τετραγωνίσει τον κύκλο. Οι εκκλήσεις των υπουργών στο εσωτερικό μέτωπο όχι μόνο δεν βρίσκουν ανταπόκριση, αλλά μάλλον ερεθίζουν τα πνεύματα. Οι δε εκκλήσεις του Τσίπρα για κατανόηση στο εξωτερικό βρίσκουν κάποια απήχηση, αλλά αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής για να καθορίσει τις σχετικές αποφάσεις του ευρωιερατείου.
Ο διοικητής της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) Ντράγκι και ο επικεφαλής του ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) Ρέγκλινγκ θέλουν ειλικρινώς να ολοκληρωθεί μέσα στην άνοιξη η 1η αξιολόγηση και για τον σκοπό αυτό εμφανίζονται ευέλικτοι. Ο λόγος είναι ότι φοβούνται πως εάν τα πράγματα στραβώσουν και η Ελλάδα επανέλθει σε κατάσταση πολιτικής αστάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας, οι επιπτώσεις στην Ευρωζώνη θα είναι ιδιαιτέρως αρνητικές. Πρώτον, λόγω της τρέχουσας διεθνούς οικονομικής αναταραχής. Δεύτερον, λόγω της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης.
Παρεμφερής είναι και η οπτική που βλέπουν τα πράγματα στην Κομισιόν. Λόγω της καθοριστικής επιρροής του Σόιμπλε, δεν ισχύει το ίδιο ούτε για το Βερολίνο, ούτε για το Eurogroup. Εκεί, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, βλέπουν με καλό μάτι το ενδεχόμενο αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η εκλογή του Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ άλλαξε τον τρόπο που οι ισχυροί της Ευρώπης έβλεπαν τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μέχρι πρότινος, είχαν πεισθεί πως ο Τσίπρας είναι ο μόνος παίκτης στην ελληνική πολιτική σκηνή και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένοι να διαπραγματευθούν μαζί του για να αποτραπούν χαοτικές εξελίξεις.
Τώρα, ορισμένοι κύκλοι κάνουν δεύτερες σκέψεις. Στην περίπτωση που ο Τσίπρας σκοντάψει στη Βουλή, επανέρχεται στο τραπέζι το σενάριο σχηματισμού από τη σημερινή Βουλή μίας κυβέρνησης του λεγόμενου “ευρωπαϊκού τόξου”. Στο πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται, άλλωστε, είναι μάλλον απίθανο να βρεθούν εθελοντές από τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου για να συμπληρώσουν ενδεχόμενες κοινοβουλευτικές απώλειες της συμπολίτευσης.
Δεδομένου ότι η ΝΔ δεν συζητάει το ενδεχόμενο να συμμετάσχει σε τέτοια κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τσίπρα, το σενάριο αυτό έχει λιγότερες πιθανότητες υλοποίησης απ’ όσες εκ πρώτης όψεως δείχνει. Όταν ζητήσαμε από κυβερνητικό στέλεχος να σχολιάσει το παραπάνω σενάριο μας απάντησε: «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε οικουμενική κυβέρνηση με άλλο πρωθυπουργό. Δεν πιστεύω ότι θα χάσουμε τη δεδηλωμένη, αλλά εάν για οποιονδήποτε λόγο την χάσουμε θα προτιμήσουμε να πάμε σε εκλογές, ακόμα και εάν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως θα τις χάσουμε».
Όταν ρώτησα τον ίδιο παράγοντα εάν η κυβέρνηση θα στείλει το Ασφαλιστικό στη Βουλή στην περίπτωση που βλέπει πως δεν περνάει, απάντησε χαμογελώντας με νόημα: «Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε όσα λογικά χρειάζονται για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Σου υπενθυμίζω, όμως, ότι ο πρωθυπουργός έχει επανειλημμένα δεσμευθεί πως δεν θα περικοπούν οι κύριες συντάξεις και γι’ αυτό έχει προτείνει αξιόπιστα ισοδύναμα. Νομοσχέδιο θα πάει στη Βουλή μόνο εάν η διαπραγμάτευση με τους δανειστές οδηγήσει σε αποδεκτό από εμάς αποτέλεσμα».
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, το παιχνίδι δείχνει να χοντραίνει πολύ. Οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις των δανειστών εκ των πραγμάτων φέρνουν τον κόμπο στο χτένι. Το μόνο σίγουρο είναι πως στον ορίζοντα έχουν ήδη αρχίσει να συσσωρεύονται μαύρα σύννεφα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου