Της Βασιλικής Σιούτη*
Η συμπλήρωση ενός χρόνου από τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς και οι πρώτες εκατό μέρες της δεύτερης διακυβέρνησής τους, επιβεβαιώνουν τις υποψίες όσων η καλοπιστία είχε όρια.
Είναι πλέον προφανές ότι πρόκειται για μία πολιτικά ερμαφρόδιτη κυβέρνηση με οπορτουνιστική ηγεσία, της οποίας ο σκοπός δεν ήταν άλλος από την κατάληψη της εξουσίας - όταν είδε ότι αυτό ήταν εφικτό λόγω της ιδιαίτερης πολιτικής συγκυρίας.
Η νοοτροπία αυτή -η εξουσία για την εξουσία- είναι ξένη για την Αριστερά, αλλά η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου σε καμία περίπτωση δεν είναι μία αριστερή κυβέρνηση. Είναι ένα αριστεροδεξιό συνονθύλευμα με κύριο χαρακτηριστικό τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία.
Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης έκανε όσα κατήγγειλε, μεγάλωσε τη ζημιά στην οικονομία, δεν ανακούφισε στο ελάχιστο τα θύματα της κρίσης, δεν ανέτρεψε καμία κοινωνική αδικία και δεν έχει να επιδείξει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Επιπλέον, επέδειξε πλήρη ανικανότητα στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού. Με δυο λόγια, δεν έχει να παρουσιάσει κανένα θετικό έργο και αντιθέτως αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη η βουλιμία με την οποία τα στελέχη της επιδίδονται στη λαφυραγώγηση του κράτους.
Πέρα από την πολιτική εξαπάτηση και την έλλειψη έργου, όμως, ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα αποτελεί η προφανής διαχειριστική ανεπάρκεια. Αδυνατούν να αντεπεξέλθουν όχι μόνο στη δύσκολη πρόκληση της κρίσης, αλλά ακόμα και στην καθημερινή διαχείριση. Αυτό δεν το αντιλαμβάνονται όσοι ξεγελιούνται από το «κύρος» που προσδίδει η θεσμική ιδιότητα και δεν βλέπουν ακόμα τι συμβαίνει κάτω από αυτήν.
Οι τακτοποιήσεις συγγενών και ημετέρων, το χτίσιμο κομματικού κράτους, οι ενδείξεις αυταρχισμού, ο συγκεντρωτισμός, η έλλειψη διαφάνειας, η αναξιοκρατία, η άρνηση λογοδοσίας, η αλαζονεία που επιδεικνύεται, εξαφάνισαν πολύ σύντομα και το «ηθικό πλεονέκτημα» του μη δοκιμασμένου.
Το μόνο υπαρκτό έργο είναι η υλοποίηση κάποιων μνημονιακών πολιτικών που δεν μπορούσαν να περάσουν οι προηγούμενοι. Αυτό έκανε κάποιους που παλιότερα ήταν απέναντί τους, να τους υποστηρίξουν είτε ενθέρμως είτε με επιφύλαξη. Ανάμεσά τους αρκετοί από τους δανειστές και από εκείνους που ο ΣΥΡΙΖΑ κάποτε θεωρούσε «ταξικούς αντιπάλους». Αυτοί πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να στηριχθεί, επειδή μόνο αυτός μπορεί να περνάει τα μέτρα και τις ιδιωτικοποιήσεις χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, όσο και αν μεταλλάχθηκε, δεν έχει καμία διάθεση, ούτε δυνατότητα να μετατραπεί στον «μεταρρυθμιστή» που ονειρεύονται κάποιοι. Θα προωθεί μόνο όσα είναι απαραίτητα για να παραμένει στην εξουσία. Ταυτόχρονα θα ξηλώνει ό,τι τον εμποδίζει για να χτίσει ένα ελεγχόμενο κομματικό κράτος. Μια ιδέα των επιδιώξεων της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάρει κανείς παρατηρώντας το πώς έχει μετατρέψει ήδη το κόμμα. Πλήρως αρχηγοκεντρικό, χωρίς να λειτουργεί καμία ουσιαστική δημοκρατική διαδικασία, παρά μόνο προσχηματικά.
Οσοι περιμένουν από τον Αλέξη Τσίπρα να υλοποιήσει μία -αστική έστω- μεταρρύθμιση, έχουν τόσες πιθανότητες να τη δουν, όσες και αυτοί που περίμεναν σοσιαλισμό.
Η κοινωνία συνήθως «δεν ξυπνάει μονομιάς». Υπάρχουν διαφορετικές ταχύτητες αντίληψης των πραγμάτων. Φτάνει όμως κάποια στιγμή που όλοι πάνω κάτω συνειδητοποιούν τι συμβαίνει.
Στην περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όλα είχαν διαφανεί από πολύ νωρίς, αρκεί να παρατηρούσε κανείς τα σημάδια.
Η χαμηλών δυνατοτήτων ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προφανώς ανέτοιμη και ακατάλληλη για να διαχειριστεί την εξουσία και στην πραγματικότητα ούτε σχέδιο είχε ούτε ήξερε τι ήθελε να κάνει.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όμως, εκτός από απροετοίμαστη αποδείχθηκε σύντομα ότι ήταν και αναξιόπιστη. Στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, σχεδόν ένα μήνα μετά την εκλογική νίκη, ο Γ. Βαρουφάκης σε συνεννόηση με τον Α. Τσίπρα και τον Γ. Δραγασάκη δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνηση αποδέχεται τα μνημόνια και θα ακολουθήσει την ίδια πολιτική. Αυτά στις Βρυξέλλες, γιατί στο εσωτερικό επιχείρησαν να κρύψουν όσα υπέγραψαν, παρουσιάζοντας το μαύρο ως άσπρο.
Αυτό που έμενε ήταν να βρεθεί ένας τρόπος για να πλασάρουν τη στροφή στον ελληνικό λαό. Οι προεδρικοί του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, ομολογούσαν ότι η μόνη «κόκκινη γραμμή» που στα αλήθεια είχαν, ήταν να μην αποτελέσει η κυβέρνηση αριστερή παρένθεση.
Αλλά κι ο Πάνος Καμμένος είχε δώσει αφορμές για να αμφισβητηθεί η ανιδιοτέλεια της «αντιμνημονιακής» στάσης του. Κάποιοι ξεχνούν, αλλά τέσσερα χρόνια πριν, σύμφωνα με την τότε διαρροή της προεδρίας του Κάρολου Παπούλια, ο -ούτε νεκρός δεν υπογράφω μνημόνιο- Πάνος Καμμένος διαπραγματευόταν τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση Σαμαρά, αν του προσέφεραν το υπουργείο Εθνικής Αμυνας.
Το αντιμνημόνιο, τελικά, αποδείχθηκε και για τις δύο ηγεσίες ότι ήταν το πρόσχημα και το όχημα. Ενα χρόνο μετά, η δικαιολογία της «αναγκαστικής» συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ, δεν μπορεί να σταθεί, αφού και οι δύο τώρα ακολουθούν την πολιτική των μνημονίων και ο λόγος που υποτίθεται ότι τους ένωσε -η αντιμνημονιακή θέση- δεν υφίσταται. Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΑΝΕΛ ήταν και είναι επιλογή.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμούσε να μοιραστεί την εξουσία. Από τη στιγμή που δεν γινόταν αλλιώς, όμως, επέλεξε τον πιο βολικό εταίρο. Αυτόν που θα αρκούνταν σε μερικά ανταλλάγματα και δεν θα ζητούσε προγραμματικές συμφωνίες. Με τον Καμμένο υπάρχει επιπλέον και πολιτική χημεία όπως και οι ίδιοι παραδέχονται.
Αν στην πορεία αποδειχθεί ότι οι δυνάμεις τους δεν είναι αρκετές για να διατηρήσουν την εξουσία, έχουν εκφράσει την προτίμησή τους για το περιθωριακό κόμμα του Βασίλη Λεβέντη, ενώ μέχρι πρότινος επένδυαν και στην υποστήριξη του Κώστα Καραμανλή.
Η σύμπραξη όμως του Αλέξη Τσίπρα με τον Πάνο Καμμένο και το φλερτ με τον Βασίλη Λεβέντη και τον Κώστα Καραμανλή, αποκαλύπτει -πέρα από την αποϊδεολογικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ- ότι ενδεχομένως δεν υπάρχουν όρια στα όσα είναι διατεθειμένοι να κάνουν για την εξουσία. Ενας Γάλλος συγγραφέας κάποτε έλεγε: «Υπάρχουν κάποιοι χειρότεροι από τους ανίκανους: Αυτοί που είναι ικανοί για όλα».
* Η κ. Βασιλική Σιούτη είναι δημοσιογράφος.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου