Λέγε με Ισμαήλ, αν θες. Αλλά τ’
όνομα μου είναι Σάρα.
Σήμερα σηκώθηκα μια ώρα και
έντεκα λεπτά πριν χτυπήσει αφύπνιση. Βγήκα στο μπαλκόνι κι έκατσα στην μπαμπού
καρέκλα μου. Μόλις που ‘χει πάρει να χαράζει. Ακούγονται τα σοφά κοράκια και το
σκουπιδιάρικο. Περνάει ένας καραφλός με ποδήλατο.
Με ξύπνησε κάτι σαν ολοκλήρωση.
Ήρθε η ώρα. Κοιτάζω προς ανατολή και νιώθω την προσευχή ν’ ανεβαίνει στα χείλη
μου, έτσι αργά όπως φωτίζεται ο ουρανός.
Θέλω να προσευχηθώ στον Θεό, στον
Αλλάχ, στον Ήλιο, σε όλους. Να τους μιλήσω, να τους ευχαριστήσω. Δεν μου είναι
δύσκολο. Μιλάω στον εαυτό μου. Γιατί είμαι κι εγώ μέρος του Θεού.
Είμαι δώδεκα χρονών, αλλά θυμάμαι
αυτά που έκανα πριν ενενήντα χρόνια. Σάρα με λένε, αλλά κάποτε με φώναζαν
Ισμαήλ, ο Πεχλιβάνης.
~~
Η Ναταλία σηκώθηκε ανήσυχη. Πήγε
στο κρεβάτι της Σάρας. Δεν τη βρήκε. Έτρεξε στο μπαλκόνι. Ήταν εκεί, στην
καρέκλα της.
“Τι κάνεις, γλυκιά μου;”
“Προσεύχομαι.”
Έμεινε να κρατάει την πόρτα, πιο
πολύ για να μείνει όρθια. Έσφιξε τις γροθιές της. Τους είχε πει ότι θα φύγει,
αλλά η Ναταλία ήθελε να συμβεί λίγο μετά, έστω λίγα χρόνια μετά, έστω λίγους
μήνες μετά, έστω μια μέρα μετά, έστω όχι-τώρα μετά.
Κοίταξε τη Σάρα, μετά στράφηκε κι
εκείνη στον ουρανό. Θα ήθελε να μπορούσε να προσευχηθεί. Αλλά θα ήταν
υποκρισία. Ήταν άθεη. Σε ποιον θεό προσεύχονται οι άθεοι όταν πέφτει το
αεροπλάνο;
“Καλά. Έλα να φας μετά. Να
ετοιμαστείς για το σχολείο.”
Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Μην τυχόν κι ακούσει αυτό που φοβόταν που θ’ ακούσει, κάτι σαν…
Αντίο, μαμά.
~~
Η μητέρα μου είναι άθεη. Έτσι
λέει. Λέει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.
Είμαι άθεη, λέει, και προσπαθεί
να γελάσει.
Πώς θα μπορούσα να είμαι κάτι
άλλο;
Και προσπαθεί να γελάσει.
Ο παππούς της, ο δικός μου
προπάππους, σκοτώθηκε στον εμφύλιο.
Κομμουνιστής, βεβαίως, λέει η
μητέρα.
Η μάνα της, η γιαγιά μου η
Μαρίζα, εξόριστη στη Χούντα.
Κομμουνίστρια, βεβαίως, λέει η
μητέρα.
Πώς θα μπορούσε να είναι κάτι
άλλο;
Όμως μπορώ να δω κάτω απ’ το
χαμόγελο και τα βεβαίως βεβαίως. Ξέρω. Ο Θεός πέθανε μέσα της μαζί με τον
αδελφό μου, πολύ μετά τον κομμουνιστή παππού.
~~
Ο προπάππους της Ναταλίας Τανκιάν
είχε γλιτώσει απ’ τη γενοκτονία των Αρμενίων. Κατάφερε να ξεφύγει το 1915, όταν
άρχισε το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης, και βρέθηκε στην Ελλάδα.
Μεγάλωσε στον Πειραιά και
παντρεύτηκε μια τραγουδιάρα. Το πρώτο πράγμα που έμαθε στον γιο του ήταν να
μισεί τους Νεότουρκους.
Αλλά εκείνος, ο Στέργιος Τανκιάν,
βρήκε άλλο πάθος. Ανακάλυψε τον μαρξισμό. Ήταν μέσα σε όλα τα συνδικαλιστικά
κινήματα και σε κάθε απεργία. Στην Κατοχή ανέβηκε στα βουνά. Άντεξε μέχρι το
τέλος του εμφυλίου, όπου τον κάψανε οι ναπάλμ των Αμερικάνων.
Η μοναδική του κόρη, η Μαρίζα
Τανκιάν, πέρασε από πολλές φυλακές και εξορίες. Αλλά επέζησε. Κι όταν γεννήθηκε
η εγγονή της, η Σάρα, την είχε στο σπίτι, να της μιλάει για την Παναγία.
Γιατί κάτι έγινε στο κεφάλι της
όταν γέρασε κι από άθεη κομμουνίστρια βεβαίως-βεβαίως έγινε ένθερμη πιστή της
Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.
“Είμαι χριστιανή και
κομμουνίστρια”, έλεγε στη Ναταλία.
“Αυτό είναι οξύμωρο.”
“Κι ο Χριστός κομμουνιστής ήταν.”
“Ναι, αλλά ο Χριστός δεν ήταν
χριστιανός”, της απαντούσε η Ναταλία.
Η Μαρίζα έκανε τον σταυρό της
πριν μιλήσει.
“Ξέρεις κάτι, κόρη μου; Άκουσε
με, εγώ τα ‘ζησα, εσύ τα ‘χεις διαβάσει. Εμείς οι κομμουνιστές, οι αληθινοί
κομμουνιστές, είμαστε οι μόνοι χριστιανοί. Γιατί μόνο εμείς μαρτυρήσαμε για το
καλό του ανθρώπου.”
Η Ναταλία δεν μπορούσε ν’ ακούει
τέτοια. Έπαιρνε τη Σάρα για να φύγουνε, πετώντας ένα τελευταίο απ’ την πόρτα.
“Ξεμωράθηκες, μάνα”.
“Φωτίστηκα, κόρη.”
Ήταν αστείες συγκρούσεις, μέχρι
που σκοτώθηκε ο Στέφανος. Αυτός ήταν ο πρωτότοκος. Εννιά χρόνια μεγαλύτερος απ’
τη Σάρα.
Είχε φτάσει τα δώδεκα. Δεν πήγε
παρακάτω. Κάποια μέρα πετάχτηκε με το ποδήλατο του στον δρόμο, ακριβώς την ώρα
που περνούσε αυτοκίνητο. Ο οδηγός δεν έτρεχε, ούτε μεθυσμένος ήταν, ούτε
τίποτα. Μόνο δεν πρόλαβε να φρενάρει. Η κακιά στιγμή. Τρία δευτερόλεπτα να ‘χε
αργήσει να ξεκινήσει και τίποτα δεν θα ‘χε γίνει. Έκλαιγε πάνω απ’ το νεκρό
παιδί σαν να ‘ταν δικό του.
Η μάνα της Σάρας δεν ήταν πια
μάνα κανενός. Χάθηκε. Για λίγο καιρό ο πατέρας έκανε τα πάντα και φρόντιζε την
κατατονική γυναίκα του. Λίγο καιρό; Δυο χρόνια. Δυο χρόνια έκανε η Ναταλία να
το πάρει απόφαση να σηκωθεί να ζήσει.
Τότε αντιλήφθηκε ότι η κόρη της,
πέντε χρονών πια, δεν είχε αρχίσει να μιλάει. Έλεγε κάτι λέξεις κορακίσιες, σαν
να ‘ταν βρέφος.
Η γιαγιά Μαρίζα την κράταγε όλη
μέρα. Ο πατέρας δούλευε δυο δουλειές, η μάνα στο κρεβάτι. Πόσο θα πήγαινε αυτό;
“Κόρη μου”, της είπε η Μαρίζα.
“Πρέπει να σηκωθείς. Έχεις ένα παιδί ν’ αναστήσεις. Το άλλο έφυγε, είναι με τον
Θεό.”
Η Ναταλία ξεκίνησε να ουρλιάζει:
“Ποιος θεός είν’ αυτός; Ποιανού
θεός είν’ αυτός;”
Τότε είδε τη Σάρα να την κοιτάει
με γουρλωμένα μάτια. Έσπασε. Η κόρη της τη φοβόταν.
“Έλα”, της είπε.
Εκείνη δεν ήθελε. Κρατήθηκε στη
φούστα της γιαγιάς της.
“Έλα μωρό μου, έλα Σάρα μου”, της
είπε.
“Πήγαινε στη μαμά σου, Σάρα.”
Η μικρή πήγε και χώθηκε στην
αγκαλιά της. Η Ναταλία έκλαψε. Η Μαρίζα έβαλε τα χέρια της στις τσέπες.
“Δεν ξέρω ποιος θεός ήταν
εκείνος”, της είπε. “Αλλά ξέρω ποιον χρειάζεται η Σάρα.”
Κάπως έτσι ξεκίνησε να συνέρχεται
η Ναταλία. Και το πρώτο θέμα που έπρεπε να λύσει ήταν η ομιλία της μικρής.
Γιατί δεν μιλούσε;
~~
Το πρόβλημα μου δεν ήταν οι λέξεις. Το πρόβλημα
ήταν οι άνθρωποι.
Οι λέξεις είναι απλά σημάδια,
είτε στο χαρτί είτε στο αυτί. Κάθε λέξη λέγεται και γράφεται κάπως. Αλλά κάθε
άνθρωπος την αντιλαμβάνεται αλλιώς. Θεός. Ποδήλατο. Πώς μπορείς να μιλήσεις και
να πεις ποδήλατο, όταν κάθε άνθρωπος θα σκεφτεί κάτι διαφορετικό για τον ίδιο
ήχο;
Γι’ αυτό δεν μιλούσα. Εγώ
μπορούσα να μιλήσω, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θα έλεγα.
Ίσως ένας υπολογιστής να
μπορούσε.
To be or not to be.
TO BE/NOT TO BE
I / 0
Ένας υπολογιστής θα καταλάβαινε.
Ανοικτό/κλειστό. Αλλά οι άνθρωποι είναι υπερβολικά μπερδεμένοι. Προσπαθούν να είναι λογικοί, ενώ λειτουργούν
παράλογα. Και συνέχεια είναι στεναχωρημένοι, γιατί συνέχεια θέλουν, γιατί πάντα
κάτι τους λείπει.
Εγώ δεν λυπάμαι. Η θλίψη
δημιουργείται απ’ την ψευδαίσθηση της αναγκαιότητας. Χρειάζεται να υπάρχουν
άνθρωποι, χρειάζεται να ζει ο αδελφός μου, χρειάζεται να ζω εγώ.
Τίποτα δεν χρειάζεται. Μόλις
συνειδητοποιήσεις την ανάλεκτη αρμονία, τότε το χάος που σε βασανίζει
διαλύεται.
Όμως είναι ανάλεκτη. Αν
προσπαθήσεις να την ονομάσεις τη χάνεις. Αν προσπαθήσεις να τη δεις τη σβήνεις.
Αν προσπαθήσεις να την ακούσεις τη σιγείς.
Υπάρχει μόνο όταν δεν την
αποζητάς. Ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για τ’ ανάλεκτα είναι η σιωπή.
Γι’ αυτό κι εγώ δεν μιλούσα τότε.
Οι άνθρωποι γεννιόμαστε σοφοί σαν
τα βουνά. Έπειτα μαθαίνουμε να είμαστε άνθρωποι.
~~
Η Σάρα ήταν πέντε χρονών και δεν
μιλούσε. Την πήγαν σε κάθε γιατρό και θεραπευτή. Η ακοή της ήταν άψογη -και
κάτι παραπάνω. Είχε αυτό που οι μουσικοί αποκαλούν “απόλυτο αυτί”. Μπορούσε να
ξεχωρίσει ένα Λα από ένα Λα ύφεση. Κι ακόμα περισσότερο. Διέκρινε το παγκόσμια
αποδεχτό Λα (440 Hertz) από το Λα του Βέρντι (432 Hertz).
Ο νευρολόγος πρότεινε
μουσικοθεραπεία. Αλλά είπε στον πατέρα:
“Δεν νομίζω ότι η Σάρα θα μιλήσει
ποτέ.”
“Τι πρόβλημα έχει;”
“Δεν ξέρω. Μοιάζει να μην…
καταλαβαίνει τις λέξεις;”
“Είναι καθυστερημένη;”
“Το αντίθετο. Στα μαθηματικά και
στη μουσική είναι μεγαλοφυΐα. Αλλά τα μαθηματικά είναι απλά. Ένα κι ένα κάνει πάντα
δύο. Ίσως η Σάρα να είναι στο φάσμα.”
“Που σημαίνει…”
“Αυτισμός. Κάποια ιδιαίτερη
εκδήλωση του. Άλλωστε κανείς αυτιστικός δεν μοιάζει με κανέναν άλλο. Δεν είναι
ασθένεια. Είναι ένας διαφορετικός τρόπος λειτουργίας.”
Ο Νίκος είπε τα νέα στη γυναίκα
του, όταν βρέθηκαν μόνοι.
“Εγώ φταίω”, είπε η Ναταλία. “Την
άφησα τόσα χρόνια.”
“Ή εσύ φταις ή το εμβόλιο για τη
γρίπη ή οι τηγανιτές πατάτες”, της είπε και τη φίλησε.
Γέλασαν, ένιωσαν τρυφερά, έστω
για λίγο. Το χρειάζονταν, έστω για λίγο.
Την πήγαν για μουσικοθεραπεία. Η
ψυχολόγος τούς είπε ότι η Σάρα ήταν μεγαλοφυΐα.
“Δεύτερη φορά”, σκέφτηκε ο Νίκος.
Την πήγαν και σε ωδείο. Της
έπαιξαν ένα Νυχτερινό του Σοπέν στο πιάνο και μετά άφησαν εκείνη να
προσπαθήσει. Το έπαιξε άψογα, χωρίς να διαβάζει. Ο μαέστρος την άκουσε κι
έμεινε άναυδος -αλλά σκεφτικός.
Τους είπε ότι η κόρη τους είναι
μεγαλοφυΐα
(τρίτη φορά)
αλλά δεν ήταν μουσικός.
“Ίσως να γίνει κάποτε, μέτρια
μουσικός, αλλά το ένστικτό μου λέει ότι δεν θα πάει παραπάνω.”
“Μα το έπαιξε τέλεια”, τόλμησε να
πει ο μαθητής που είχε παίξει το Νυχτερινό.
Ο μαέστρος τον έβαλε στη θέση του
μ’ ένα βλέμμα. Μετά στράφηκε στον Νίκο και τη Ναταλία.
“Παίζει τέλεια”, τους είπε.
“Παίζει τέλεια σαν μαγνητόφωνο. Παίζει αυτό ακριβώς που άκουσε. Και σίγουρα αυτό
δεν μπορεί να το κάνει ούτε ένας άνθρωπος στο εκατομμύριο. Αν σκεφτούμε ότι
είναι πέντε χρονών, τότε ούτε ένας άνθρωπος στο δισεκατομμύριο. Ίσως να
μπορούσε να το κάνει ο Μότσαρτ. Αλλά υπάρχει μια τεράστια διαφορά απ’ τον
Αμαντέους… Η Σάρα παίζει σαν ρομπότ.”
Τους είπε για μια παλιότερη
εμπειρία του. Ένα αγόρι, εβραϊκής καταγωγής, που έπαιζε βιολί. Οι γονείς κι η
δασκάλα του τον αποθέωναν -και τον πίεζαν. Σαν τον άκουσε ο μαέστρος κατάλαβε.
Άψογη τεχνική, πολλή εξάσκηση, απόλυτο αυτί, αλλά χωρίς προσωπικότητα.
“Η κόρη σας”, τους είπε, “δεν
παίζει μουσική. Παίζει μαθηματικά. Και, φυσικά, τα μαθηματικά είναι η βάση της
μουσικής αρμονίας και σύνθεσης. Όμως αυτό που κάνει σπουδαίο έναν μουσικό είναι
τα πάθη του, η τρέλα του, να μουρμουρίζει την ώρα που παίζει Μπαχ, όπως ο
Γκουλντ. Δεν είναι αναπαραγωγή, είναι τέχνη. Κι η τέχνη χρειάζεται συναίσθημα,
χρειάζεται προσωπικότητα, χρειάζεται να ιδρώνουν οι παλάμες, να πονάνε τα
δάκτυλα, ν’ αγαπάει, να νιώθει. Με καταλαβαίνετε; Η Σάρα…”
Κούνησε το κεφάλι, σούφρωσε τα
χείλη και την απέρριψε οριστικά.
“Μάλλον θα ήταν καλύτερη στο
σκάκι. Δεν καταλαβαίνει τη μουσική.”
~~
Η μουσική είναι τόσο εύκολη και
τόσο παράξενη. Δε μοιάζει με τις λέξεις. Είναι πιο πολύ αριθμοί. Αλλά τη στιγμή
που νομίζεις ότι είναι μόνο αριθμοί χάνεις τη μουσική. Γιατί είναι ανάλεκτη.
Το Τρίτο Βρανδεμβούργιο του Μπαχ
είναι υπέροχα φτιαγμένο. Όταν το διαβάζω, όταν το ακούω, νιώθω σαν ν’ ακούω
κάτι απ’ τον Θεό. Ο Μπαχ έχει καταφέρει να περιγράψει μερικά χιλιοστόμετρα της
απειρίας Του. Ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για τον Θεό, η
μουσική.
Στα μαθηματικά του Χάους το
αναφέρουν ως φράκταλ. Ο Μπαχ δεν ήξερε τα φράκταλ, κι όμως η μουσική του είναι
έτσι, αν την αναπτύξεις μπορείς να κατασκευάσεις το σύμπαν.
Αλλά… Ανατριχιάζω που το
σκέφτομαι, καταλαβαίνω πόσο μικρή είμαι. Η παρτιτούρα του Τρίτου
Βρανδεμβούργιου είναι πάντα ίδια. Αλλά κάθε φορά, ανάλογα με τον μαέστρο, τον
σολίστα, τους μουσικούς, το κοινό, την υγρασία στον αέρα, την πεταλούδα που
πετά πάνω απ’ τον οργανίστα, το αποτέλεσμα είναι άλλο.
Απειροελάχιστα διαφορετικό, ναι,
αλλά είναι κάτι άλλο. Χάος, όμορφο χάος, αραιώματα και πυκνώματα της αρμονίας.
Κάθε εκτέλεση του Τρίτου
Βρανδεμβούργιου μοιάζει σαν ένα Σύμπαν, όπου ισχύουν οι ίδιοι μαθηματικοί κανόνες,
αλλά με μια μικρή παραλλαγή και το αποτέλεσμα είναι… Ένα καινούριο Σύμπαν!
Τα μαθηματικά δεν είναι έτσι. Τα
μαθηματικά εκφράζουν μια πολύ στενή και ανθρώπινη άποψη του σύμπαντος όπου
ζούμε.
Η μουσική μοιάζει περισσότερο με
τον ανάλεκτο Θεό:
Το Ίδιο παράγει το Άπειρο.
~~
Η Σάρα διαγνώστηκε αυτιστική.
Πήγε σε σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Ανάμεσα στους εκατόν είκοσι
μαθητές υπήρχαν άλλοι δύο με ειδικές ικανότητες –οι λεγόμενοι savant.
Ο Σπύρος, που μπορούσε να
σχεδιάσει επακριβώς ό,τι έβλεπε για μια στιγμή. Κι ο Κίμωνας που είχε
απομνημονεύσει πάνω από χίλιους τόμους, λέξη προς λέξη -κι ήταν μόλις εννιά
χρονών.
Η Σάρα ήταν savant στα μαθηματικά
και στο σκάκι -όπως προέβλεψε ο καθηγητής της μουσικής.
Όμως το πιο σημαντικό για ‘κείνα
τα παιδιά δεν ήταν να έχουν ειδικές ικανότητες, αλλά να μπορέσουν ν’ ανοίξουν
ένα παράθυρο στον κόσμο, να επικοινωνήσουν. Τα περισσότερα δεν τα κατάφερναν,
κάποια άνοιγαν μια χαραμάδα να μπει το φως.
“Σε πειράζει που είναι…” ρώτησε
μια νύχτα ο Νίκος τη γυναίκα του.
“Δεν με νοιάζει, ό,τι κι αν
είναι, όπως κι αν είναι. Αρκεί να είναι. Να την έχω”, απάντησε η Ναταλία.
Δυο χρόνια μετά είχαν πειστεί ότι
η Σάρα δεν θα μιλούσε ποτέ -δεν θ’ άνοιγε ποτέ το παράθυρο. Τότε μετακόμισε στο
διπλανό διαμέρισμα η Γιαζίφ. Κι άνοιξε όλα τα παράθυρα.
Ήταν Τουρκάλα, απ’ την Πόλη.
Εργαζόταν ως υπεύθυνη της Turkish Airlines στο αεροδρόμιο. Όταν συναντιούνταν,
στο ασανσέρ ή στην πόρτα, μιλούσαν αγγλικά. Η Σάρα δεν είχε δώσει καμιά σημασία
στη γειτόνισσα, σαν να μην υπήρχε.
Κανείς δεν ήξερε ότι σύντομα θα
ξεκινούσαν να συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές, μεγαλύτερες από εκείνες που μπορεί ν’
αποδεχτεί ο νους.
Ένα απόγευμα η Σάρα έπαιζε με τον
σκύλο τους στο μπαλκόνι. Τα πήγαινε πολύ καλύτερα με τα ζώα, παρά με τους
ανθρώπους. Έμοιαζε να καταλαβαίνει πώς σκέφτονται, κι εκείνα τη δέχονταν σαν να
‘τανε δική τους.
Η Γιαζίφ βγήκε στο μπαλκόνι της,
να ποτίσει τα λουλούδια. Η Χιονάτη την άκουσε. Έτρεξε κι έχωσε τη μουσούδα της
στο διαχωριστικό. Η Γιαζίφ αγαπούσε τα σκυλιά. Έσκυψε να τη χαϊδέψει και της
μίλησε. Στα τούρκικα.
Τότε ήταν που μίλησε η Σάρα. Δεν
ήταν μια δυο λέξεις απ’ τα κορακίστικα που έλεγε. Ήταν μια ολόκληρη πρόταση.
Αλλά δεν ήταν ελληνικά.
Η Γιαζίφ έβαλε το πρόσωπο της
πάνω απ’ τα κάγκελα και μίλησε στο κορίτσι. Η Σάρα απάντησε.
Εκείνη τη στιγμή στο μπαλκόνι
υπήρχαν τέσσερα ζευγάρια μάτια. Της Χιονάτης και της Σάρας ήταν σκυλίσια. Της
Ναταλίας και της Γιαζίφ ήταν ορθάνοιχτα.
Η Ναταλία πετάχτηκε απ’ την
μπαμπού καρέκλα κι έπεσε στα γόνατα, δίπλα στην κόρη της. Κοίταξε την γειτόνισσα,
αλλά δεν ήξερε τι να πει.
“Η κόρη σας ξέρει τούρκικα;”
ρώτησε -στ’ αγγλικά- η Γιαζίφ.
“Τούρκικα ήταν αυτά που έλεγε;”
Της είχε κοπεί η ανάσα. Δεν
μπορούσε να το καταλάβει.
Η Γιαζίφ μίλησε πάλι στη μικρή.
Εκείνη απάντησε χωρίς δισταγμό.
“Θέλετε να ‘ρθειτε από ‘δώ;” τις
προσκάλεσε η Γιαζίφ.
Και πήγαν. Έξω απ’ την πόρτα η
Σάρα έβγαλε τα παπούτσια της. Η Ναταλία τη μιμήθηκε, παραξενεμένη ξανά, αφού
αυτή ήταν μια συνήθεια που δεν είχαν στο σπίτι τους.
Έκατσαν στο σαλόνι. Μίλησαν
αρκετή ώρα με τη Σάρα. Η Ναταλία έκλαιγε.
“Τι λέτε;” ρώτησε τη Γιαζίφ.
“Μου είπε διάφορα. Για το
σχολείο, για ένα παιδί, τον Σπύρο, που ζωγραφίζει. Για τη Χιονάτη. Για τη
γιαγιά της, τη Μαρίζα… Ποιος την έμαθε τούρκικα;”
“Κανείς. Δεν ξέρω. Ρώτα την.”
Τη ρώτησε. Η Σάρα απάντησε. Η
Γιαζίφ φάνηκε να απορεί.
“Δεν της έμαθε κάποιος, έτσι μου
είπε. Τα ξέρει. Μόνο αυτό, τα ξέρει.”
Η Ναταλία σηκώθηκε. Έπρεπε να
πάρει τηλέφωνο τον Νίκο, τη Μαρίζα, τον γιατρό, έπρεπε να μιλήσει πριν… Τότε
της ήρθε μια ιδέα. Έβγαλε το κινητό της και τράβηξε βίντεο. Φοβόταν ότι
μπορούσε να είναι κάτι σαν κεραυνός, να χαθεί ξαφνικά όπως φώτισε.
Ζήτησε απ’ τη Γιαζίφ να μιλήσουν
κι άλλο. Η Σάρα απαντούσε σαν μην είχε ποτέ πρόβλημα με την ομιλία. Δεν
κόμπιαζε, δεν έψαχνε τις λέξεις, δεν τραύλιζε. Κάποιες φορές η Γιαζίφ γελούσε.
“Είναι”, είπε στην Ναταλία, “πολύ
έξυπνο κορίτσι. Σχεδόν σοφή. Αλλά μάλλον όλα τα παιδιά έτσι είναι και μετά το
ξεχνάνε.”
“Μιλάει κανονικά; Εννοώ η
γραμματική, οι λέξεις, είναι κανονικά τούρκικα;”
“Όχι ακριβώς. Το συντακτικό είναι
σωστό, αλλά μιλάει κάπως… Παλιά. Έτσι μιλούσε η προγιαγιά μου.”
“Είναι τούρκικα σίγουρα;”
“Σίγουρα. Αλλά δεν μιλάμε έτσι
τώρα. Δεν ξέρω στα ελληνικά. Στα αγγλικά είναι σαν… Δεν ξέρω. Σαίξπηρ; Όχι, δεν
είναι κομψά. Είναι χωριάτικα.”
Η Ναταλία την ευχαρίστησε και την
ρώτησε αν μπορούσε να πάει μαζί τους στον ψυχίατρο. Εκείνη δέχτηκε.
Δύο ώρες μετά ήταν στο γραφείο
του. Η Ναταλία, η Σάρα, η Γιαζίφ κι ο Νίκος -που είχε φύγει τρέχοντας απ’ τη
δουλειά.
Μόλις η Σάρα ξεκίνησε να συζητάει
με τη Γιαζίφ, ο ψυχίατρος κόντεψε να χάσει την ψυχραιμία του. Αλλά κάτι τέτοιο
δεν επιτρέπεται σε γιατρό.
“Σε παρακαλώ, ρώτα τη Σάρα, ξέρει
ποιος είμαι εγώ;” είπε ο γιατρός.
Η Γιαζίφ ρώτησε -και γέλασε με
την απάντηση.
“Τι σου είπε;”
“Ότι είσαι ο γιατρός για τους
τρελούς.”
Όλοι γέλασαν, εκτός απ’ τον
ψυχίατρο. Τους είπε να περιμένουν, του είχε έρθει μια ιδέα -για να δοκιμάσει
την αξιοπιστία της Γιαζίφ. Φώναξε τη βοηθό του. Της είπε να πάει στον πρώτο
όροφο και να παρακαλέσει τον Αρά να πάει στο γραφείο του.
Εξήγησε, στα αγγλικά, ότι ο Αρά
ήταν τουρκο-αρμένιος ποιητής και φωτογράφος, που είχε ένα γραφείο μεταφράσεων
στον πρώτο. Κι ότι ήθελε και μια δεύτερη γνώμη.
Πήγε ο Αρά, έγιναν οι συστάσεις,
του ζητήθηκε να μιλήσει τούρκικα με τη Σάρα. Το έκανε -κι έμεινε έκπληκτος.
“Είναι τούρκικα”, τους είπε.
“Τελείως τούρκικα. Αλλά κανείς δεν μιλάει έτσι πια. Είναι σαν ν’ ακούω ένα
βιβλίο κάποιου που έχει γραφτεί πριν τον Κεμάλ. Τούρκικα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, από αγράμματο άνθρωπο μάλλον, λαϊκά. Σαν τον δικό σας, τον
Μακρυγιάννη. Ναι, είναι λαϊκά τούρκικα απ’ το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Γι’ αυτό ακούγονται παράξενα στη Γιαζίφ.”
Μίλησε λίγο μ’ εκείνη. Η Γιαζίφ
συμφώνησε. Αυτό της θύμιζαν τα λόγια της Σάρας. Εκατό χρόνια πίσω.
Ο Αρά έφυγε. Τον ακολούθησε η
Γιαζίφ. Έμειναν οι γονείς με το παιδί.
“Και τώρα;” ρώτησε η Ναταλία.
“Πώς γίνεται αυτό;” είπε ο Νίκος.
“Να μιλάει τούρκικα κι όχι ελληνικά. Θα τρελαθώ, γιατρέ. Τι γίνεται;”
“Ηρεμήστε, πάντα υπάρχει μια
λογική εξήγηση.”
“Σαν…” έκανε ο Νίκος.
Ο γιατρός δεν την ήξερε. Αλλά
πάντα υπάρχει μια λογική εξήγηση για τους ψυχίατρους. Ρώτησε τους γονείς αν
είχε ακούσει ποτέ το παιδί τούρκικα. Εκείνοι γελάσανε. Όχι, ούτε που είχαν πάει
στην Τουρκία.
“Όχι στο σπίτι”, είπε ο
ψυχίατρος. “Κάπου αλλού; Περνάει χρόνο αλλού;”
“Στη μητέρα μου”, είπε η Ναταλία.
“Αλλά ούτε εκείνη ξέρει…” Δαγκώθηκε.
“Τι;” ρώτησε ο γιατρός.
“Υπάρχει κάτι”, είπε η Ναταλία.
“Η μάνα μου βλέπει όλη την ώρα, κάθε μέρα, και σε DVD ακόμα, αυτές τις
τούρκικες σαπουνόπερες, Καρά Σβεντά και λοιπά. Και βάζει την τηλεόραση δυνατά.
Δεν ακούει καλά. Όποτε πηγαίνω να πάρω τη Σάρα της λέω να το χαμηλώσει.”
Ο ψυχίατρος γέλασε.
“Εύρηκα!”
Η Σάρα άκουγε όλη τη μέρα τούρκικα,
από μωρό, και τα έμαθε με τον δικό της τρόπο. Υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις
ανθρώπων, ολόκληρων κοινωνιών, που έμαθαν μια ξένη γλώσσα -των κατακτητών
συνήθως- μόνο και μόνο ακούγοντας την. Με διαφοροποιήσεις στη γραμματική και το
συντακτικό, φτιάχνοντας κατά κάποιο τρόπο μια καινούρια γλώσσα.
“Και γιατί μιλάει τούρκικα, αλλά
δεν μιλάει ελληνικά;” ρώτησε ο Νίκος.
“Γιατί…” Ο ψυχίατρος γέλασε και
πάλι. “Γιατί λύνει τριτοβάθμιες εξισώσεις; Γιατί παίζει σκάκι σαν μετρ;”
“Γιατί;”
“Επειδή είναι savant. Ψηλά στο
φάσμα του αυτισμού, αλλά με ειδικές ικανότητες. Επειδή έχει έναν παράξενο
εγκέφαλο.”
Όταν βγήκαν απ’ το γραφείο του
ψυχίατρου ο Νίκος ρώτησε την Ναταλία τι θα έκαναν.
“Θα μάθουμε τούρκικα για να
μιλάμε μαζί της;”
“Αν ήταν κουφή θα μαθαίναμε την
νοηματική, δεν θα τη μαθαίναμε;”
Βεβαίως θα τη μάθαιναν. Και
νοηματική και τούρκικα και σανσκριτικά και όποια γλώσσα χρειαζόταν.
~~
Όλες οι γλώσσες υπάρχουν μες στο
κεφάλι μας, γεννιόμαστε μ’ αυτές. Όχι οι λέξεις, τα σημάδια και οι ήχοι, αυτά
είναι τόσο πολλά. Αλλά υπάρχει το χώμα.
Κάποιες φορές το φαντάζομαι έτσι.
Υπάρχει μες στο μυαλό μας το χώμα που χρειάζεται το φυτό για να μεγαλώσει. Τα
σκυλιά δεν το έχουν.
Το φυτό είναι η γλώσσα. Ανάλογα
με τον σπόρο που θα πέσει μέσα αυτό το φυτό θα μεγαλώσει. Μπορεί να είναι
βασιλικός, ευκάλυπτος ή μπαομπάπ. Αν πέσει κινέζικος σπόρος θα μεγαλώσει
μπαμπού, κινέζικη γλώσσα. Αν πέσει σουσάμι θα μεγαλώσει αραβική γλώσσα.
Σ’ άλλες γλάστρες το φυτό
μεγαλώνει και γίνεται δέντρο, με χιλιάδες κλαδιά κι εκατομμύρια φύλλα. Όπως το
δέντρο του Σαίξπηρ. Σ’ άλλους μεγαλώνει ένα καχεκτικό φυτό, με εκατό λέξεις
όλες κι όλες.
Ο σπόρος καθορίζει τι φυτό θα
είναι. Αλλά οι βροχές, ο αέρας, ο ήλιος, αυτά καθορίζουν πόσο θα μεγαλώσει το
φυτό. Πρέπει να το φροντίζεις, να το αγαπάς, να του μιλάς και να του διαβάζεις.
Σ’ εμένα ο ελληνικός σπόρος δεν
μπορούσε να βλαστήσει. Καταλάβαινα τα ελληνικά όπως τα καταλαβαίνει η Χιονάτη.
Κυρίως απ’ τον τόνο και την χροιά, αλλά και κάποιους ήχους, που δεν τους
καταλάβαινα ως λέξεις, παρά μόνο ως ήχους.
Εκείνους που μιλούσαν στην
τηλεόραση δεν τους άκουγα ως ανθρώπους, όπως ο σκύλος δεν βλέπει τηλεόραση.
Τα λόγια της Γιαζίφ έπεσαν σαν
την πρώτη βροχή στην έρημο και το μυαλό μου βλάστησε με μια έκρηξη.
Γιατί δεν βλάστησαν οι ελληνικοί
σπόροι δεν το ήξερα, δεν το ξέραμε, μέχρι που άρχισαν οι εφιάλτες.
~~
Οι εφιάλτες της Σάρας άρχισαν
ξαφνικά κι εκρηκτικά.
Δυο νύχτες μετά την πρώτη
συζήτηση, κι ενώ οι γονείς της έψαχναν ακόμα να βρουν φροντιστήριο τουρκικών
για ενήλικες, η Σάρα άρχισε να σχίζεται.
Έτσι ήταν η φωνή που έβγαινε απ’
το στόμα της, σαν κάποιος να της σχίζει το λαρύγγι στα δύο.
Οι γονείς της έβλεπαν το Αραράτ
του Εγκογιάν, όταν την άκουσαν.
Ο Νίκος αναρωτήθηκε δυνατά: “Τι
‘ν’ αυτό;”
Η Ναταλία ήξερε: “Η Σάρα!”
Κι έτρεξαν στο δωμάτιο της.
Το κοριτσάκι ήταν ξαπλωμένο στο
μωβ κρεβάτι του, με τον πίνακα των πρώτων αριθμών στον τοίχο, κι ένα λαμπάκι νυχτός
Σποκ να φωτίζει.
Αλλά ήταν τεντωμένη, σαν να την
τραβούσαν σχοινιά απ’ τις τέσσερις μεριές. Τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι.
Κι απ’ το στόμα της έβγαιναν λέξεις.
Δεν ήταν λέξεις. Ήταν τρόμος.
Οι γονείς της δεν μπορούσαν να
καταλάβουν τι έλεγε, ήταν τούρκικα, αλλά το συναίσθημα δεν χρειαζόταν
μετάφραση.
Την πήραν αγκαλιά, τη
χαστούκισαν, της έριξαν νερό. Κάποια στιγμή ξύπνησε, συνήλθε. Τους κοίταξε σαν
σκύλος κι έπειτα αποκοιμήθηκε ήσυχα.
Η Ναταλία πήρε κατευθείαν τον
ψυχίατρο. Εκείνος την καθησύχασε. Νυχτερινός τρόμος, εφιάλτης, συμβαίνει και σε
μεγάλους.
“Δεν ήταν εφιάλτης αυτό”, του
είπε η Ναταλία.
“Τι νομίζεις ότι ήταν;”
“Δεν ξέρω. Αλλά δεν ήταν η κόρη
μου αυτό το πράγμα. Δεν ήταν παιδί αυτό, δεν ήταν άνθρωπος.”
Ο ψυχίατρος ξερόβηξε. Της είπε να
περιμένουν ως το επόμενο πρωί. Αν πάθαινε πάλι “κρίση” να την πήγαιναν στο
νοσοκομείο. Αν όχι, “το πιο πιθανό”, θα τους έβλεπε την επομένη στις έντεκα.
Η Ναταλία ξάπλωσε κατάχαμα, δίπλα
στο κρεβάτι της Σάρας. Ο Νίκος ήπιε τέσσερις τεκίλες κοιτώντας την κλειστή
τηλεόραση.
Το ξημέρωμα τους βρήκε όλους να
κοιμούνται. Το χρειάζονταν. Η επόμενη νύχτα θα ήταν πολύ πιο τρομαχτική.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η συνέχεια και το τέλος:
Η ψυχή του φονιά μυρίζει μολόχα
(2.Ισμαήλ)
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου