Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

«Καλά, εσείς στολίσατε νωρίς…»



Ολο και περισσότεροι φίλοι στόλιζαν νωρίς για τα Χριστούγεννα, πριν ακόμη βγει ο Νοέμβρης. Ε, λοιπόν, αυτό καθόλου δεν της άρεσε. Οσο κι αν φώναζαν οι υπόλοιποι στην οικογένεια, εκείνη είχε όρο απαράβατο αν δεν πατήσει ο Δεκέμβρης 15, στολίδι δεν έμπαινε.

Ελεγε πως, από τα μέρη που ερχόταν, τα Χριστούγεννα ήταν γιορτή θρησκευτική και δεν είχε καμία σχέση με το πανηγύρι που γίνεται σήμερα. Μέρη άγονα που οι ντόπιοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να γίνουν βαθιά θρησκευόμενοι ή να μεταναστεύσουν ή, στην περίπτωση των ανδρών, να είναι μονίμως μεθυσμένοι. Οι γυναίκες γεννούσαν παιδιά, πολλά παιδιά.

Συνεπώς, τα δικά της Χριστούγεννα, από τότε που έφτιαξε δικό της σπίτι, είχαν κάτι το βαθιά κατανυκτικό που κορυφωνόταν με τη γέννηση του Θείου Βρέφους και τέλειωνε με τα Φώτα. Αυτές τις μέρες που ένα κρύο φερμένο από χώρες βόρειες και παγωμένες έφτασε στην πόλη της, πήγαινε στη δουλειά της λίγο πιο αργά και επέστρεφε λίγο πιο νωρίς απ’ ό,τι συνήθως. Το σώμα της είχε συντονιστεί με τη διάθεσή της, την επιθυμία να μείνει σπίτι. Να στρώσει χαλιά, να τακτοποιήσει τα χειμωνιάτικα, να μαγειρέψει –γιατί όχι– μια σούπα με μπόλικο μπούκοβο. Και αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει γυρνώντας σούρουπο στο σπίτι.

Λίγο πριν φτάσει, συναντά στον δρόμο της έναν προφήτη. Με ξυρισμένο κεφάλι, είχε χαράξει με χένα έναν σταυρό. Στεκόταν μπροστά σε μια τράπεζα και κήρυττε πως ερχόταν η καταστροφή του κόσμου γιατί οι άνθρωποι ήταν πολύ απασχολημένοι για να πιστέψουν στον Χριστό. Μίλαγε για ερείπια και για καταστροφές, για λιμούς και καταποντισμούς. Μέσα στο κρύο, το πρόσωπό του γινόταν ακόμα πιο ζοφερό στα μάτια της. Ανατρίχιασε η γυναίκα σύγκορμη.

Μπήκε σπίτι της με σφιγμένη καρδιά. Κοίταξε έξω τους απέναντι. Τα φωτάκια του δέντρου τους άναβαν εδώ και μέρες. Δίχως πολύ να το σκεφτεί, κάλεσε έναν οικογενειακό συναγερμό και, έτσι, σε λίγο ένας συναρμολογούσε το δέντρο, άλλος δοκίμαζε τα περσινά φωτάκια στην πρίζα, άλλος ξετύλιγε στολίδια και εκείνη έψηνε βουτυρένια κουλουράκια.

Εβγαινε ο Νοέμβρης λοιπόν και το δέντρο τους ήταν στολισμένο. Το φως από ένα λαμπάκι του ίσως να φτάνει κάπου σε κάποιον να του ζεστάνει τη νύχτα, είπε στην υπόλοιπη οικογένεια απολογητικά. Και σιωπηρά υποσχέθηκε στον εαυτό της πως ποτέ πια δεν θα ξαναπεί αυτό που κάθε χρόνο έλεγε σε φίλους, συναδέλφους και γείτονες: «Καλά, εσείς στολίσατε νωρίς». Κι εμείς φέτος στολίσαμε νωρίς, σκέφτηκε, και μακάρι «και στα πιο σκοτεινά λαγούμια, τα πιο βαθιά, τα πιο λησμονημένα, να έρχεται κάποτε, ωσάν σε διάλειμμα, κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει, θαυματουργό, παρήγορο να είναι το φως».   

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *