γράφει ο Λευτέρης Κουγιουμουτζής
Είπες πως θα με περιμένεις κάτω
απ’ το στέγαστρο, στην άκρη του πεζοδρομίου, να μη σε χτυπά κι ο απρόσμενα
ζωηρός ήλιος του πρωινού, ώσπου να πεταχτώ σε μια δουλίτσα, κι έπειτα θα
συνεχίζαμε μαζί για τα υπόλοιπα. Και μόλις έστριψα να φύγω, έβγαλες το μαραφέτι
από την τσέπη κι αρχίνισες να το χαϊδολογάς.
Κι έχασες την ανθισμένη
μουσμουλιά στη γωνιά του δρόμου, με τις μυριάδες μέλισσες επάνω της να βουίζουν
ευχαριστημένες που βρήκαν φρέσκια γύρη – θάμα σωστό, λίγο πριν το έμπα του χειμώνα.
Και δεν ρούφηξες τη μανταρινιά στην αυλίτσα δίπλα σου, με τα γερμένα, μυριστικά
κλαριά της τα φορτωμένα με δροσερά μανταρίνια, λουσμένα ακόμη απ’ την υγρασία
του πρωινού. Κι ούτε που πρόσεξες τις μουριές στο πεζοδρόμιο, να στέκονται
γυμνωμένες δίχως αιδώ καμιά, με τις βίτσες τους ορθωμένες κι έτοιμες να
ραπίσουν μανισμένα τον αγέρα στο πρώτο του δυνατό φύσημα.
Σημασία δεν έδωσες στην κοπέλα
που πέρασε από δίπλα σου, διαβαίνοντας στον πρωινό περίπατό της με τις παρδαλές
της φόρμες και το αντιανεμικό της τυλιγμένο γύρω απ’ τη μέση της, προσδοκώντας
ίσως μονάχα το σταύρωμα των ματιών της μ’ έναν περαστικό σαν και του λόγου σου,
γιατί όχι και μια θαρραλέα κι αναπάντεχη καλημέρα, να της αλλάξει τον κόσμο.
Ούτε που νοιάστηκες για τα μικρά
γατιά σαν πέρασαν από μπρος σου, κυνηγώντας τάχατες το 'να τ' άλλο και
παιχνιδίζοντας μες στη φθινοπωρινή λιακάδα. Δεν έστρεψες το βλέμμα σου στους
ουρανούς, ν' αποκαμαρώσεις τα ψαρόνια που αυτοσχεδιάζανε μια χορογραφία στους
αιθέρες και να ταξιδέψει ο νους σου με τα νέφελα, καθώς τ’ απόδιωχνε ο βοριάς
προς άλλες θάλασσες κι ηπείρους.
Κι ούτε χαμπάριασες την απότομη
αλλαγή του καιρού και του τοπίου, σαν μπουμπούνισε η πρώτη βροντή κι αρχίσανε
οι χοντρές ψιχάλες να σκάνε ολόγυρα τριγύρω, καταχτυπώντας τον τσίγκο πάνω απ’
την κεφαλή σου. Ισα που ανασήκωσες το φερμουάρ απ’ τη ζακέτα σου ασυναίσθητα
και συνέχισες να χαϊδολογάς το μαραφέτι.
«Τίποτε ενδιαφέρον;» σε ρώτησα
μόλις επέστρεψα. «Εδώ, βλέπω τι γίνεται στον κόσμο» μου αποκρίθηκες,
ξαφνιασμένος που βρέθηκα σιμά σου δίχως να καταλάβεις πώς και πότε. «Μπα,
κοίτα, ξεκίνησε να βρέχει», συνέχισες, με έκπληξη ακόμη πιο μεγάλη.
Παράξενο μηχάνημα αυτό το
μαραφέτι εντέλει· να σε κατατοπίζει, τάχατες, για το τι γίνεται στον κόσμο, την
ώρα που δεν βλέπεις τι γίνεται μπροστά στα μάτια σου.
1 comments :
Οντως,μεγαλη αληθεια γι αυτο το σατανικο μαραφετι...δωσατε τον πλεον σωστο χαρακτηρισμο που του πρεπει!!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου