Γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Εκείνο το απόγευμα μετά τη
δουλειά όλη η πόλη ήταν βρεγμένη και γλιστερή. Η πρώτη πραγματική βροχή του
φθινοπώρου είχε έρθει και όλοι, με μια αμηχανία –σαν αυτήν που αισθάνεται
κανείς συνειδητοποιώντας ότι η ζωή του αλλάζει, χωρίς να ξέρει αν του αρέσει
αυτό, αλλά και χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα–, περπατούσαν προσεκτικά στα
πεζοδρόμια.
Μια ψηλή γυναίκα με σκούρα γκρίζα
ζακέτα άνοιγε και έκλεινε την τριανταφυλλί ομπρέλα της, αμφίθυμη. Ηταν τόση η
υγρασία στην ατμόσφαιρα που δεν καταλάβαινε αν ψιχάλιζε ή όχι.
Πιο πέρα, δύο νέοι που ήθελαν να
πάρουν τη μηχανή τους και να φύγουν αναρωτιούνταν αν ήταν καλύτερα να
περιμένουν. Δοκίμαζαν το οδόστρωμα με τα παπούτσια τους, προσπαθώντας να
καταλάβουν πόσο γλίστραγε η άσφαλτος.
Κάποιοι έπιναν καφέ
προστατευμένοι σε μια στοά κοντά στην Παλιά Βουλή. Αλλοι διάβαζαν εφημερίδα,
άλλοι παρατηρούσαν τον κόσμο που περνούσε. Μόνο ένα ζευγάρι δεν έβλεπε και δεν
άκουγε τίποτα. Ακουμπούσαν τα κεφάλια τους και κάτι σιγοψιθύριζαν, που μόνο
εκείνοι άκουγαν, μόνο εκείνοι αντιλαμβάνονταν.
Μια άλλη γυναίκα έβγαινε στον
δρόμο από την πολυκατοικία όπου ήταν το γραφείο της και οσφριζόταν τον αέρα:
της μύριζε θάλασσα. Σαν να ήταν κοντά στην παραλία, χειμώνα καιρό: οσμή από
φύκια που αποσυντίθενται, ιώδιο και υγρασία, κρύος άνεμος που τρυπάει ύπουλα τα
κόκαλα.
Κοίταξε γύρω της. Δεν ήταν
δυνατόν. Ηταν στην καρδιά της πόλης, πιο κέντρο δεν γινόταν. Αν περπατούσε τρία
λεπτά προς τα πάνω θα έφτανε στην πλατεία Συντάγματος. Αν περπατούσε έξι λεπτά
προς τα κάτω, στην πλατεία Ομονοίας. Σε απόσταση ενός τετάρτου ήταν η Πλάκα από
τα δεξιά της και ο Λυκαβηττός στα είκοσι λεπτά από τα αριστερά της.
Κι όμως, εκείνη μύριζε θάλασσα,
αισθανόταν τη θάλασσα γύρω της, κι ας μην την έβλεπε. Νόμιζε ότι έφτασε και μια
γεύση αλμύρας στα χείλη της. Πώς θα ήθελε να βρεθεί κοντά της. Μερικές φορές οι
μεγάλες επιθυμίες έχουν αυτήν τη δύναμη, να σου δημιουργούν την εντύπωση ότι
γίνονται πραγματικότητα ανασύροντας από τη μνήμη ό,τι ζητάς με τη βοήθεια των
οσφρητικών οργάνων, της αφής, της γεύσης. Κι εκείνη περπατούσε προς την οδό
Σταδίου μυρίζοντας θάλασσα, νιώθοντας αλάτι στο δέρμα της.
Στάθηκε κάτω από το άγαλμα του
Κολοκοτρώνη. Ενα κρώξιμο ακούστηκε ψηλά, ακόμη ένα μερικά δευτερόλεπτα μετά, κι
ύστερα ένα τρίτο. Γνώριμοι ήχοι, αν και παράταιροι.
«Γλάροι», είπε ο ένας από τους
νέους που θα έφευγαν με τη μηχανή και κοίταξε ψηλά. «Γλάροι», συμφώνησε ο φίλος
του και ακολούθησε το βλέμμα του. Δύο κύριοι σηκώθηκαν από το καφέ της στοάς
και βγήκαν στον δρόμο, η ψηλή γυναίκα έκλεισε την τριανταφυλλί ομπρέλα και
παρακολούθησε τα θαλασσοπούλια που έκαναν κύκλους πάνω από τα κτίρια.
Το ζευγάρι έμεινε εκεί, στη θέση
του, δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα.
Η γυναίκα που ονειρευόταν τη
θάλασσα σήκωσε κι αυτή το βλέμμα στον ουρανό. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία
φορά που κοίταξε τον γκρίζο ουρανό με τόση λαχτάρα.
Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που
έφερε τα πουλιά στην οδό Σταδίου, πάνω από την Παλιά Βουλή. Ο κακός καιρός στη
θάλασσα; Η αναζήτηση τροφής; Μήπως αποφάσισαν να αλλάξουν ενδιαίτημα; Και πώς
θα ζούσαν εδώ;
Εκλεισε τα μάτια και άνοιξε τα
αυτιά της. Ρουφούσε με δύναμη τη θαλασσινή μυρωδιά στον αέρα, άκουγε τα
θαλασσοπούλια να κρώζουν και αισθανόταν την υγρή ατμόσφαιρα που έκανε τα
ισιωμένα μαλλιά της να παίρνουν το φυσικό σγουρό σχήμα τους.
Πληρότητα. Αυτό αισθανόταν. Η
θάλασσα είχε έρθει κοντά της, σαν να άκουσε την επιθυμία της. Κι ένα κύμα
ελπίδας πλημμύρισε τους πνεύμονές της κάνοντάς τους να φουσκώνουν.
«Γλάροι», σκεφτόταν. «Ποτέ μην
απελπίζεσαι», τους άκουσε να λένε μέσα από τα κρωξίματά τους. «Η θάλασσα είναι
εδώ. Εμείς σ’ τη φέραμε».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου