ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΘΑΚΗ*
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, όπως γίνεται σύμφωνα με το Μνημόνιο, έχει δύο σκέλη. Τη μείωση των μισθών κατά 40% και τη βίαιη προσαρμογή των δημοσίων οικονομικών κατά 20% του ΑΕΠ, ή περίπου 40 δισ., εντός μιας τριετίας. Η πολιτική αυτή έχει συρρικνώσει σε χρόνο ρεκόρ την πραγματική οικονομία από 240 δισ. το 2009 σε 185 δισ. σήμερα.
Το Μνημόνιο θεωρεί, λανθασμένα, ότι η οικονομία θα ανακάμψει με την προσέλκυση ή την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων λόγω του νέου χαμηλού εργατικού κόστους και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων. Μόνο που οι ιδιωτικοποιήσεις θα φέρουν στην καλύτερη περίπτωση 7-8 δισ. την επόμενη 5ετία, άρα λιγότερο από 2 δισ. ετησίως. Ενώ η ιδέα ότι η χώρα μπορεί να γίνει “παραγωγός χαμηλού κόστους”, ανταγωνιστική των γειτονικών χωρών (Βουλγαρία, Τουρκία κ.λπ.) είναι απλά λάθος στρατηγική επιλογή.
Σε κάθε περίπτωση η μεταστροφή της οικονομίας απαιτεί σήμερα τεράστιους επενδυτικούς πόρους
της τάξης των 40-50 δισ., ίσως και παραπάνω, στα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Συνεπώς, η έξοδος από το Μνημόνιο πρέπει να συνοδευτεί με κρίσιμες επιλογές. Πρώτον αναφορικά με τη σταθεροποίηση της οικονομίας με επιλογές οικονομικής πολιτικής στον αντίποδα του Μνημονίου. Δεύτερον, με την αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Και τα δύο παραπάνω, για να συζητηθούν, πρέπει να είναι αποσαφηνισμένο προφανώς το ευρύτερο οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο της χώρας. Συνεπώς, εδώ η υπόθεση εργασίας είναι ότι η ελληνική οικονομία είναι και παραμένει εντός του ευρώ και ότι η πολιτική στην Ε.Ε., θα προχωρήσει σε στοιχειώδεις, εν πολλοίς αναπόφευκτες, προσαρμογές- λόγω των αδιεξόδων της σημερινής της πολιτικής, αλλά χωρίς ριζικές αναδιατάξεις. Αυτές θα ήταν βεβαίως επιθυμητές και αποτελούν κοινό τόπο των ιδεών των ευρωπαϊκών συνδικάτων, -και πρόσφατα των γερμανικών, των αριστερών κομμάτων και ορισμένων σοσιαλδημοκρατικών, αλλά λόγω της ευρύτερης πολιτικής συγκυρίας δεν είναι αναμενόμενες.
Για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, οι βασικές συντεταγμένες είναι οι ακόλουθες
Α. Προϋπολογισμός. Σταθεροποιείται στο 41-43% του ΑΕΠ, με αναστολή των περαιτέρω περικοπών στις συνολικές δημόσιες δαπάνες, και με αύξηση των φορολογικών εσόδων, από το 38,5% που είναι σήμερα, προκειμένου να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός σε αυτά τα επίπεδα. Η σταθεροποίηση των δαπανών συνολικά μπορεί να συνδυαστεί με την αναδιάταξή τους υπό το πρίσμα μιας καλύτερης αξιοποίησης των πόρων, μείωσης της σπατάλης και της διαφθοράς και της αναπτυξιακής μεταστροφής πολλών κατηγοριών δαπανών. Το ίδιο ισχύει και στα φορολογικά έσοδα. Αυτά μπορούν να αυξηθούν σημαντικά από τα ευκατάστατα στρώματα, με την αντιμετώπιση της φοροασυλίας, της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής, και ταυτόχρονα μπορούν να απαλύνουν τα υπερφορολογημένα φτωχότερα στρώματα. Η αναδιανομή των φορολογικών βαρών και η αναδιάταξη των δαπανών θα έχει άμεσο όφελος για την τόνωση της ζήτησης και την οικονομική ανάκαμψη.
Β. Άμεση σταθεροποίηση των μισθών. Η άμεση σταθεροποίηση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι επιβεβλημένη προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομίας, να σταθεροποιηθεί η ζήτηση και να αποθαρρυνθεί ο νέος κύκλος απολύσεων που ενθαρρύνεται από την καταρρέουσα ιδιωτική ζήτηση.
Γ. Διαχείριση του δημόσιου χρέους. Εδώ η πρόταση είναι σαφής. Το χρέος απαιτεί βιώσιμο σχέδιο διαχείρισης, μία αναθεωρημένη τελικά δανειακή σύμβαση, η οποία θα προβλέπει και νέο "κούρεμα", -που έτσι και αλλιώς θα γίνει αλλά κυρίως θα συναρτά την εξυπηρέτηση και αποπληρωμή του χρέους από τους δείκτες ανάκαμψης τόσο της πραγματικής οικονομίας, όσο και της απασχόλησης. Συνεπώς θα είναι η συνδυασμένη επίδραση της απομείωσης του χρέους, της οικονομικής μεγέθυνσης και του ήπιου πληθωρισμού που θα οδηγήσει, όπως προβλέπει το σύνολο της οικονομικής θεωρίας στην εξυπηρέτησή του και όχι η “παρδαλή” ιδέα του δημοσιονομικού πλεονάσματος και της εσωτερικής υποτίμησης που το καθιστά εξόφθαλμα μη βιώσιμο.
Αναφορικά με την ανάπτυξη υπάρχουν 4 θεματικές:
1. Κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, -ιδιωτική, κρατική ή συνεταιριστική, που λειτουργεί επιτυχώς σήμερα, παρά την αρνητική συγκυρία, πρέπει να στηριχθεί. Το κράτος έχει πρακτικά εγκαταλείψει όλα τα συνήθη αναπτυξιακά εργαλεία που στηρίζουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, την εγχώρια παραγωγή, την καινοτόμα επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα διατηρεί στο ακέραιο το περίπλοκο και κατακερματισμένο θεσμικό πλαίσιο, μαζί και το φορολογικό, που συντηρεί την πολιτική διαμεσολάβηση ως μόνιμη συνθήκη κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα πετυχημένα οικονομικά δίκτυα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν με την άρση των θεσμικών εμποδίων και τη θετική αρωγή που θα τα ενισχύσει. Η πολιτική διαμεσολάβηση πρέπει να εξοβελιστεί με μόνιμο και διαρκή τρόπο.
2. Οι νέες αναπτυξιακές δυνατότητες φυσικά θα προκύψουν από συντεταγμένες παρεμβάσεις στους παραγωγικούς τομείς, στη γεωργία και τη μεταποίηση, όπου υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες παραγωγικής αναβάθμισής τους. Εδώ προέχει η στροφή σε νέα ποιοτικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και η ανάπτυξη μικρών και ευέλικτων έργων υποδομών που αρμόζουν στην ανανέωση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Από εκεί και πέρα είναι μιας μακράς πνοής επιλογή για τον τρόπο ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του τουρισμού, του τομέα ανακύκλωσης και κυρίως των καινοτομικών δραστηριοτήτων.
Σε όλους αυτούς του τομείς υπάρχουν ήδη εξαιρετικές πρωτοβουλίες, τεράστιο ανθρώπινο κεφάλαιο και επιτυχημένα εγχειρήματα. Χρειάζεται όμως ριζική αλλαγή της κρατικής πολιτικής. Από τη μόνιμη ενασχόλησή της με τα τσιμεντοβόρα έργα, πρέπει να στραφεί στη συστηματική ενασχόληση του με τις πραγματικές δυνατότητες παραγωγικής ανανέωσης της οικονομίας. Αυτό προϋποθέτει ιστορικές τομές αναφορικά με το χωροταξικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο, την αποτύπωση και διαχείριση των υδάτινων πόρων, πληθώρα άλλων θεσμικών παρεμβάσεων που θα υποστασιοποιήσουν τις αναπτυξιακές επιλογές, με βάση υπαρκτά δεδομένα, στρατηγικές επιλογές και δυνατότητες τήρησης των δεσμεύσεων από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης.
3. Κάθε κύκλος ανόδου της ελληνικής οικονομίας, ιστορικά, ταυτίζεται με έναν κύκλο μεγάλων επενδύσεων. Αυτό παραμένει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα στη σημερινή συγκυρία. Στη δεκαετία του 1990 αυτό αναπληρώθηκε με τα μεγάλα έργα και την επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Σήμερα το πρόβλημα παραμένει αδιευκρίνιστο. Το κενό φαίνεται να καλύπτεται από την υπερεκτίμηση των προοπτικών του ορυκτού πλούτου, αναφορικά κυρίως με τους υδρογονάνθρακες, τη φευγαλέα προβολή φαραωνικών σχεδίων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για ζώνες ελεύθερου εμπορίου ή για μεγαλεπήβολα σχέδια οικιστικής και εμπορικής ανάπτυξης.
Η πραγματικότητα επιβάλλει όμως να αναζητήσουμε τελείως διαφορετικούς δρόμους. Τι μπορεί να περιλαμβάνει ένας νέος κύκλος μεγάλων έργων υποδομής; Αναμφίβολα, προέχει η αναβάθμιση των δικτύων ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών και η διασύνδεσή τους με τα ευρωπαϊκά και τα περιφερειακά δίκτυα της περιοχής. Ίσως να πρέπει να σκεφτούμε τις διακρατικές συμφωνίες με νέο πνεύμα, για την επίτευξη συνεργασιών μεγάλης κλίμακας. Ίσως όμως η προσοχή μας να πρέπει να στραφεί σε έργα και επενδύσεις ενδιάμεσης κλίμακας, ικανά να κινητοποιήσουν ένα νέο κύμα ιδιωτικών επενδύσεων και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που να είναι πιο συμβατές με το μορφωμένο ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει σε αφθονία η χώρα. Ίσως, τέλος, οι ίδιες οι αλλαγές στη δομή και τη διάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών υποδομών της χώρας να προσφέρουν τις δυνατότητες μιας νέας πιο αποκεντρωμένης και ισορροπημένης περιφερειακής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, ανοικτής και παρούσας στη διεθνοποιημένη οικονομία.
4. Στο επίκεντρο των αλλαγών βρίσκονται εκ των πραγμάτων οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, οι αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού κρατικού πυλώνα, η σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ως τρίτου πεδίου συνεταιριστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα θέματα αυτά αποτελούν μέρος πιο εξειδικευμένων προσεγγίσεων, στα οποία θα επανέλθουμε.
* Το κείμενο είναι περίληψη της ομιλίας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Simon Frazer που διοργάνωσε στρογγυλό τραπέζι με θέμα την πολιτική οικονομικής ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, με ομιλητές τους Γιάννη Μηλιό και Γιώργο Σταθάκη.
http://www.avgi.gr/
Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, όπως γίνεται σύμφωνα με το Μνημόνιο, έχει δύο σκέλη. Τη μείωση των μισθών κατά 40% και τη βίαιη προσαρμογή των δημοσίων οικονομικών κατά 20% του ΑΕΠ, ή περίπου 40 δισ., εντός μιας τριετίας. Η πολιτική αυτή έχει συρρικνώσει σε χρόνο ρεκόρ την πραγματική οικονομία από 240 δισ. το 2009 σε 185 δισ. σήμερα.
Το Μνημόνιο θεωρεί, λανθασμένα, ότι η οικονομία θα ανακάμψει με την προσέλκυση ή την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων λόγω του νέου χαμηλού εργατικού κόστους και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων. Μόνο που οι ιδιωτικοποιήσεις θα φέρουν στην καλύτερη περίπτωση 7-8 δισ. την επόμενη 5ετία, άρα λιγότερο από 2 δισ. ετησίως. Ενώ η ιδέα ότι η χώρα μπορεί να γίνει “παραγωγός χαμηλού κόστους”, ανταγωνιστική των γειτονικών χωρών (Βουλγαρία, Τουρκία κ.λπ.) είναι απλά λάθος στρατηγική επιλογή.
Σε κάθε περίπτωση η μεταστροφή της οικονομίας απαιτεί σήμερα τεράστιους επενδυτικούς πόρους
της τάξης των 40-50 δισ., ίσως και παραπάνω, στα επόμενα τρία ή τέσσερα χρόνια. Συνεπώς, η έξοδος από το Μνημόνιο πρέπει να συνοδευτεί με κρίσιμες επιλογές. Πρώτον αναφορικά με τη σταθεροποίηση της οικονομίας με επιλογές οικονομικής πολιτικής στον αντίποδα του Μνημονίου. Δεύτερον, με την αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Και τα δύο παραπάνω, για να συζητηθούν, πρέπει να είναι αποσαφηνισμένο προφανώς το ευρύτερο οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο της χώρας. Συνεπώς, εδώ η υπόθεση εργασίας είναι ότι η ελληνική οικονομία είναι και παραμένει εντός του ευρώ και ότι η πολιτική στην Ε.Ε., θα προχωρήσει σε στοιχειώδεις, εν πολλοίς αναπόφευκτες, προσαρμογές- λόγω των αδιεξόδων της σημερινής της πολιτικής, αλλά χωρίς ριζικές αναδιατάξεις. Αυτές θα ήταν βεβαίως επιθυμητές και αποτελούν κοινό τόπο των ιδεών των ευρωπαϊκών συνδικάτων, -και πρόσφατα των γερμανικών, των αριστερών κομμάτων και ορισμένων σοσιαλδημοκρατικών, αλλά λόγω της ευρύτερης πολιτικής συγκυρίας δεν είναι αναμενόμενες.
Για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, οι βασικές συντεταγμένες είναι οι ακόλουθες
Α. Προϋπολογισμός. Σταθεροποιείται στο 41-43% του ΑΕΠ, με αναστολή των περαιτέρω περικοπών στις συνολικές δημόσιες δαπάνες, και με αύξηση των φορολογικών εσόδων, από το 38,5% που είναι σήμερα, προκειμένου να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός σε αυτά τα επίπεδα. Η σταθεροποίηση των δαπανών συνολικά μπορεί να συνδυαστεί με την αναδιάταξή τους υπό το πρίσμα μιας καλύτερης αξιοποίησης των πόρων, μείωσης της σπατάλης και της διαφθοράς και της αναπτυξιακής μεταστροφής πολλών κατηγοριών δαπανών. Το ίδιο ισχύει και στα φορολογικά έσοδα. Αυτά μπορούν να αυξηθούν σημαντικά από τα ευκατάστατα στρώματα, με την αντιμετώπιση της φοροασυλίας, της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής, και ταυτόχρονα μπορούν να απαλύνουν τα υπερφορολογημένα φτωχότερα στρώματα. Η αναδιανομή των φορολογικών βαρών και η αναδιάταξη των δαπανών θα έχει άμεσο όφελος για την τόνωση της ζήτησης και την οικονομική ανάκαμψη.
Β. Άμεση σταθεροποίηση των μισθών. Η άμεση σταθεροποίηση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι επιβεβλημένη προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομίας, να σταθεροποιηθεί η ζήτηση και να αποθαρρυνθεί ο νέος κύκλος απολύσεων που ενθαρρύνεται από την καταρρέουσα ιδιωτική ζήτηση.
Γ. Διαχείριση του δημόσιου χρέους. Εδώ η πρόταση είναι σαφής. Το χρέος απαιτεί βιώσιμο σχέδιο διαχείρισης, μία αναθεωρημένη τελικά δανειακή σύμβαση, η οποία θα προβλέπει και νέο "κούρεμα", -που έτσι και αλλιώς θα γίνει αλλά κυρίως θα συναρτά την εξυπηρέτηση και αποπληρωμή του χρέους από τους δείκτες ανάκαμψης τόσο της πραγματικής οικονομίας, όσο και της απασχόλησης. Συνεπώς θα είναι η συνδυασμένη επίδραση της απομείωσης του χρέους, της οικονομικής μεγέθυνσης και του ήπιου πληθωρισμού που θα οδηγήσει, όπως προβλέπει το σύνολο της οικονομικής θεωρίας στην εξυπηρέτησή του και όχι η “παρδαλή” ιδέα του δημοσιονομικού πλεονάσματος και της εσωτερικής υποτίμησης που το καθιστά εξόφθαλμα μη βιώσιμο.
Αναφορικά με την ανάπτυξη υπάρχουν 4 θεματικές:
1. Κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, -ιδιωτική, κρατική ή συνεταιριστική, που λειτουργεί επιτυχώς σήμερα, παρά την αρνητική συγκυρία, πρέπει να στηριχθεί. Το κράτος έχει πρακτικά εγκαταλείψει όλα τα συνήθη αναπτυξιακά εργαλεία που στηρίζουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, την εγχώρια παραγωγή, την καινοτόμα επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα διατηρεί στο ακέραιο το περίπλοκο και κατακερματισμένο θεσμικό πλαίσιο, μαζί και το φορολογικό, που συντηρεί την πολιτική διαμεσολάβηση ως μόνιμη συνθήκη κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα πετυχημένα οικονομικά δίκτυα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν με την άρση των θεσμικών εμποδίων και τη θετική αρωγή που θα τα ενισχύσει. Η πολιτική διαμεσολάβηση πρέπει να εξοβελιστεί με μόνιμο και διαρκή τρόπο.
2. Οι νέες αναπτυξιακές δυνατότητες φυσικά θα προκύψουν από συντεταγμένες παρεμβάσεις στους παραγωγικούς τομείς, στη γεωργία και τη μεταποίηση, όπου υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες παραγωγικής αναβάθμισής τους. Εδώ προέχει η στροφή σε νέα ποιοτικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και η ανάπτυξη μικρών και ευέλικτων έργων υποδομών που αρμόζουν στην ανανέωση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Από εκεί και πέρα είναι μιας μακράς πνοής επιλογή για τον τρόπο ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, του τουρισμού, του τομέα ανακύκλωσης και κυρίως των καινοτομικών δραστηριοτήτων.
Σε όλους αυτούς του τομείς υπάρχουν ήδη εξαιρετικές πρωτοβουλίες, τεράστιο ανθρώπινο κεφάλαιο και επιτυχημένα εγχειρήματα. Χρειάζεται όμως ριζική αλλαγή της κρατικής πολιτικής. Από τη μόνιμη ενασχόλησή της με τα τσιμεντοβόρα έργα, πρέπει να στραφεί στη συστηματική ενασχόληση του με τις πραγματικές δυνατότητες παραγωγικής ανανέωσης της οικονομίας. Αυτό προϋποθέτει ιστορικές τομές αναφορικά με το χωροταξικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο, την αποτύπωση και διαχείριση των υδάτινων πόρων, πληθώρα άλλων θεσμικών παρεμβάσεων που θα υποστασιοποιήσουν τις αναπτυξιακές επιλογές, με βάση υπαρκτά δεδομένα, στρατηγικές επιλογές και δυνατότητες τήρησης των δεσμεύσεων από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης.
3. Κάθε κύκλος ανόδου της ελληνικής οικονομίας, ιστορικά, ταυτίζεται με έναν κύκλο μεγάλων επενδύσεων. Αυτό παραμένει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα στη σημερινή συγκυρία. Στη δεκαετία του 1990 αυτό αναπληρώθηκε με τα μεγάλα έργα και την επέκταση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Σήμερα το πρόβλημα παραμένει αδιευκρίνιστο. Το κενό φαίνεται να καλύπτεται από την υπερεκτίμηση των προοπτικών του ορυκτού πλούτου, αναφορικά κυρίως με τους υδρογονάνθρακες, τη φευγαλέα προβολή φαραωνικών σχεδίων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για ζώνες ελεύθερου εμπορίου ή για μεγαλεπήβολα σχέδια οικιστικής και εμπορικής ανάπτυξης.
Η πραγματικότητα επιβάλλει όμως να αναζητήσουμε τελείως διαφορετικούς δρόμους. Τι μπορεί να περιλαμβάνει ένας νέος κύκλος μεγάλων έργων υποδομής; Αναμφίβολα, προέχει η αναβάθμιση των δικτύων ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών και η διασύνδεσή τους με τα ευρωπαϊκά και τα περιφερειακά δίκτυα της περιοχής. Ίσως να πρέπει να σκεφτούμε τις διακρατικές συμφωνίες με νέο πνεύμα, για την επίτευξη συνεργασιών μεγάλης κλίμακας. Ίσως όμως η προσοχή μας να πρέπει να στραφεί σε έργα και επενδύσεις ενδιάμεσης κλίμακας, ικανά να κινητοποιήσουν ένα νέο κύμα ιδιωτικών επενδύσεων και επιχειρηματικών πρωτοβουλιών που να είναι πιο συμβατές με το μορφωμένο ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτει σε αφθονία η χώρα. Ίσως, τέλος, οι ίδιες οι αλλαγές στη δομή και τη διάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών υποδομών της χώρας να προσφέρουν τις δυνατότητες μιας νέας πιο αποκεντρωμένης και ισορροπημένης περιφερειακής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, ανοικτής και παρούσας στη διεθνοποιημένη οικονομία.
4. Στο επίκεντρο των αλλαγών βρίσκονται εκ των πραγμάτων οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, οι αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα με τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού κρατικού πυλώνα, η σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας ως τρίτου πεδίου συνεταιριστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τα θέματα αυτά αποτελούν μέρος πιο εξειδικευμένων προσεγγίσεων, στα οποία θα επανέλθουμε.
* Το κείμενο είναι περίληψη της ομιλίας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Simon Frazer που διοργάνωσε στρογγυλό τραπέζι με θέμα την πολιτική οικονομικής ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, με ομιλητές τους Γιάννη Μηλιό και Γιώργο Σταθάκη.
http://www.avgi.gr/
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου