Η στήλη αποχαιρετάει σήμερα την Αριστέα Μπουγάτσου. Μια απ’ τις καλύτερες δημοσιογράφους που είχε ο συντάκτης της την τιμή να γνωρίσει.
Η Αριστέα ήρθε πριν από λίγα χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» κυνηγημένη (δηλαδή απολυμένη) από την «Καθημερινή». Ήταν ήδη πολύ γνωστή στο επάγγελμα και βεβαίως στους αναγνώστες, εξ αιτίας των δημοσιογραφικών επιτυχιών που σημείωσε σωρηδόν στη σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία, καθώς κι εξ αιτίας του ήθους και του ακέραιου χαρακτήρα της. Στην «Ελευθεροτυπία», ώσπου έκλεισε, καθόμασταν σε αντικρυστά γραφεία κι έτσι γνωριστήκαμε καλά.
Δεν θα κλάψω για την Αριστέα Μπουγάτσου, δεν μπορείς να κλάψεις για μια Μπουμπουλίνα, παρά να αισθάνεσαι υπερήφανος για τον τρόπο που έζησε και για την παρακαταθήκη που άφησε. Ούτε πιστεύω ότι η ζωή της ήταν σύντομη διότι ήταν απολύτως γεμάτη από ευγένεια, ευαισθησία, εργατικότητα και υπερηφάνεια.
Άνθρωπος απλός και λαϊκός η Αριστέα, γυναικά με αρχές, τίμησε την καταγωγή και την αγωγή της, οπλίζοντας μια ψύχη γεμάτη καλοσύνη με τα άρματα της αναζήτησης της αλήθειας και του δίκιου. Ήταν αυστηρή με τον εαυτό της, αλλά μέσα της έκρυβε όλην εκείνη την τρυφερότητα που την εμπόδιζε να γίνει ο Ιαβέρης των υποθέσεων που έφερνε στο φως. Η Αριστέα ήταν υπερασπιστής και όχι διώκτης.
Χαλκέντερη ξεψείριζε τα πάντα, αφιερώνοντας ώρες και ώρες, ώσπου να αποδείξει τα ζητούμενα στα θέματά της, θυμίζοντας σε πολλά την αμερικανική ερευνητική δημοσιογραφία μακρυά από ευκολίες, τσαπατσουλιές και κιτρινισμούς. Δεν διαψεύσθηκε σε όσα έγραψε ούτε μία φορά.
Παρ’ ότι, λόγω των ερευνών της η Αριστέα έρχονταν σε επαφή με τους Δυνατούς, ούτε εκμαυλίσθηκε, ούτε ποτέ ακκιζόταν με τους ανθρώπους ενός κόσμου διαφορετικού απ’ όσα η ίδια ποθούσε, πράγματα ταπεινά, αγαθά και ωραία. Ίσως για αυτό και ορισμένοι -όχι πολλοί- απ’ τον κόσμο των ισχυρών του χρήματος και της πολιτικής την εκτιμούσαν ως χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι την φοβούνταν.
Γράφω τώρα για την Αριστέα και ξέρω ότι ταυτοχρόνως γράφω και έναν έπαινο για εκατοντάδες δημοσιογράφους που κάνουν τίμια τη δουλειά τους με ευσυνειδησία και αυταπάρνηση.
Πολλοί απ’ αυτούς, γυναίκες και άνδρες γνώριζαν την Αριστέα κι άλλοι όχι, αλλά όλοι άκουγαν για αυτήν και τον τρόπο που έκανε τη δουλειά της. Δεν πρόλαβε να γίνει πρότυπο , αλλά θα γίνει πρότυπο η παρακαταθήκη της.
Όπως κάθε άνθρωπος που κάνει καλά τη δουλειά του έτσι και η Αριστέα δεν έμεινε χωρίς κόστος. Ιδιαιτέρως με την κρίση στην «Ελευθεροτυπία» δεν έμεινε η πλάτη της χωρίς συναδελφικές μαχαιριές. Κακολογήθηκε από μωρές γλώσσες, ρηχές, ξηρές και πονηρές καρδιές – τί να κάνουμε; σε κάθε μικρόκοσμο ευδοκιμούν οι μικρότητες, στον δικό μας μάλιστα τον δημοσιογραφικό ανθούν, όσο πιο μικρός είσαι τόσο πιο μεγάλες οι κακίες που λες. Πλην όμως κούφιες.
Η Αριστέα φεύγει, έφυγε στεφανωμένη με την αγάπη του κλάδου, των αναγνωστών, των φίλων και των οικείων της. Μεσσηνία μεν, Λάκαινα δε.
Ξέρω ότι για αυτά που γράφω τώρα θα με απόπαιρνε – «άστα, ρε Σταθούλη, τί τα θες τα ωραία λόγια;» - σωστό! Ήταν ωραία έτσι κι αλλιώς, χωρίς χρεία για παινέματα, είχε το χιούμορ!
Το λαϊκό αλλά και το καλλιεργημένο. Δηλαδή το χιούμορ της καθαρής καρδιάς, το χιούμορ εκείνου που ενδιαφέρεται για τους άλλους, τίποτα δεν ένιωθε αφ’ υψηλού, με τίποτα δεν ήταν κυνική, αλλά έτρεχε αρωγός στις ανάγκες πολλών ανθρώπων γύρω της, πάντα με το χαμόγελο. Διότι είχε συναίσθηση. Κι ως εκ τούτου βοηθούσε, συγχωρούσε, συνέπασχε, φρόντιζε. Η Αριστέα δεν έδινε απ’ το υστέρημά της μόνον, «έδινε και το βρακί της» όπως λέμε στα χωριά μας.
Τη χάρηκα τη ζωή μαζί με την Αριστέα Μπουγάτσου. Είχε τη μοσχοβολιά της γυναίκας προμάχου, λεβέντισσα θα την έλεγαν στα καφενεία, φυλαχτό για τα στρουθία ήταν.
Στην αρρώστια της στάθηκε όρθια, πολέμησε με τσαγανό και παρηγορούσε η ίδια όσους γύρω της κλονίζονταν. Δεν νίκησε. Πήρε μαζί της τον νικηφόρο βίο της κι έφυγε.
Στο καλό, Αριστάκι μου, αριστερό μου Αριστάκι.
http://www.enikos.gr/
Η Αριστέα ήρθε πριν από λίγα χρόνια στην «Ελευθεροτυπία» κυνηγημένη (δηλαδή απολυμένη) από την «Καθημερινή». Ήταν ήδη πολύ γνωστή στο επάγγελμα και βεβαίως στους αναγνώστες, εξ αιτίας των δημοσιογραφικών επιτυχιών που σημείωσε σωρηδόν στη σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία, καθώς κι εξ αιτίας του ήθους και του ακέραιου χαρακτήρα της. Στην «Ελευθεροτυπία», ώσπου έκλεισε, καθόμασταν σε αντικρυστά γραφεία κι έτσι γνωριστήκαμε καλά.
Δεν θα κλάψω για την Αριστέα Μπουγάτσου, δεν μπορείς να κλάψεις για μια Μπουμπουλίνα, παρά να αισθάνεσαι υπερήφανος για τον τρόπο που έζησε και για την παρακαταθήκη που άφησε. Ούτε πιστεύω ότι η ζωή της ήταν σύντομη διότι ήταν απολύτως γεμάτη από ευγένεια, ευαισθησία, εργατικότητα και υπερηφάνεια.
Άνθρωπος απλός και λαϊκός η Αριστέα, γυναικά με αρχές, τίμησε την καταγωγή και την αγωγή της, οπλίζοντας μια ψύχη γεμάτη καλοσύνη με τα άρματα της αναζήτησης της αλήθειας και του δίκιου. Ήταν αυστηρή με τον εαυτό της, αλλά μέσα της έκρυβε όλην εκείνη την τρυφερότητα που την εμπόδιζε να γίνει ο Ιαβέρης των υποθέσεων που έφερνε στο φως. Η Αριστέα ήταν υπερασπιστής και όχι διώκτης.
Χαλκέντερη ξεψείριζε τα πάντα, αφιερώνοντας ώρες και ώρες, ώσπου να αποδείξει τα ζητούμενα στα θέματά της, θυμίζοντας σε πολλά την αμερικανική ερευνητική δημοσιογραφία μακρυά από ευκολίες, τσαπατσουλιές και κιτρινισμούς. Δεν διαψεύσθηκε σε όσα έγραψε ούτε μία φορά.
Παρ’ ότι, λόγω των ερευνών της η Αριστέα έρχονταν σε επαφή με τους Δυνατούς, ούτε εκμαυλίσθηκε, ούτε ποτέ ακκιζόταν με τους ανθρώπους ενός κόσμου διαφορετικού απ’ όσα η ίδια ποθούσε, πράγματα ταπεινά, αγαθά και ωραία. Ίσως για αυτό και ορισμένοι -όχι πολλοί- απ’ τον κόσμο των ισχυρών του χρήματος και της πολιτικής την εκτιμούσαν ως χαρακτήρα. Οι υπόλοιποι την φοβούνταν.
Γράφω τώρα για την Αριστέα και ξέρω ότι ταυτοχρόνως γράφω και έναν έπαινο για εκατοντάδες δημοσιογράφους που κάνουν τίμια τη δουλειά τους με ευσυνειδησία και αυταπάρνηση.
Πολλοί απ’ αυτούς, γυναίκες και άνδρες γνώριζαν την Αριστέα κι άλλοι όχι, αλλά όλοι άκουγαν για αυτήν και τον τρόπο που έκανε τη δουλειά της. Δεν πρόλαβε να γίνει πρότυπο , αλλά θα γίνει πρότυπο η παρακαταθήκη της.
Όπως κάθε άνθρωπος που κάνει καλά τη δουλειά του έτσι και η Αριστέα δεν έμεινε χωρίς κόστος. Ιδιαιτέρως με την κρίση στην «Ελευθεροτυπία» δεν έμεινε η πλάτη της χωρίς συναδελφικές μαχαιριές. Κακολογήθηκε από μωρές γλώσσες, ρηχές, ξηρές και πονηρές καρδιές – τί να κάνουμε; σε κάθε μικρόκοσμο ευδοκιμούν οι μικρότητες, στον δικό μας μάλιστα τον δημοσιογραφικό ανθούν, όσο πιο μικρός είσαι τόσο πιο μεγάλες οι κακίες που λες. Πλην όμως κούφιες.
Η Αριστέα φεύγει, έφυγε στεφανωμένη με την αγάπη του κλάδου, των αναγνωστών, των φίλων και των οικείων της. Μεσσηνία μεν, Λάκαινα δε.
Ξέρω ότι για αυτά που γράφω τώρα θα με απόπαιρνε – «άστα, ρε Σταθούλη, τί τα θες τα ωραία λόγια;» - σωστό! Ήταν ωραία έτσι κι αλλιώς, χωρίς χρεία για παινέματα, είχε το χιούμορ!
Το λαϊκό αλλά και το καλλιεργημένο. Δηλαδή το χιούμορ της καθαρής καρδιάς, το χιούμορ εκείνου που ενδιαφέρεται για τους άλλους, τίποτα δεν ένιωθε αφ’ υψηλού, με τίποτα δεν ήταν κυνική, αλλά έτρεχε αρωγός στις ανάγκες πολλών ανθρώπων γύρω της, πάντα με το χαμόγελο. Διότι είχε συναίσθηση. Κι ως εκ τούτου βοηθούσε, συγχωρούσε, συνέπασχε, φρόντιζε. Η Αριστέα δεν έδινε απ’ το υστέρημά της μόνον, «έδινε και το βρακί της» όπως λέμε στα χωριά μας.
Τη χάρηκα τη ζωή μαζί με την Αριστέα Μπουγάτσου. Είχε τη μοσχοβολιά της γυναίκας προμάχου, λεβέντισσα θα την έλεγαν στα καφενεία, φυλαχτό για τα στρουθία ήταν.
Στην αρρώστια της στάθηκε όρθια, πολέμησε με τσαγανό και παρηγορούσε η ίδια όσους γύρω της κλονίζονταν. Δεν νίκησε. Πήρε μαζί της τον νικηφόρο βίο της κι έφυγε.
Στο καλό, Αριστάκι μου, αριστερό μου Αριστάκι.
http://www.enikos.gr/
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου