γράφει ο Κώστας Τσουπαρόπουλος
Η εντιμότητα του κράτους απέναντι στον πολίτη και η -επιστημονική και μη- «επάρκεια» της τρόικας στην κατάρτιση αληθοφανών σεναρίων τίθενται σε δοκιμασία κατά τη διαδικασία κατάρτισης του νέου ασφαλιστικού συστήματος.
Διαδικασία που κοντεύει να τελειώσει πριν καν αρχίσει, αφού η λεγόμενη Επιτροπή Σοφών παραδίδει οσονούπω το πόρισμά της στον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γ. Κατρούγκαλο, έπειτα από την πάροδο, το πολύ, δύο μηνών από τη συγκρότησή της, όταν το νέο σύστημα συντάξεων φιλοδοξεί να ισχύσει τουλάχιστον για τα επόμενα 50 χρόνια.
Μαζί δοκιμάζεται -και θα δοκιμαστεί εντονότερα στο δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου- η ικανότητα της κυβέρνησης να αντισταθεί στις πιέσεις της τρόικας για γοργή επανέναρξη της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης (έχει περίπου παγώσει από τον Μάιο του 2014, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις ευρωεκλογές από τη Ν.Δ. του Αντ. Σαμαρά), με αιχμή το Ασφαλιστικό, το υπό εκπόνηση νέο σύστημα φορολογίας εισοδήματος και το έντονο φορολογικό στρίμωγμα κοινωνικών στρωμάτων που είχαν συνηθίσει να διαβιούν σε χαλαρές συνθήκες φορολογικής ασυλίας (αγρότες, μικρομεσαίοι κ.λπ.).
Η εσωτερική υποτίμηση φαίνεται στη φάση αυτή να τείνει προς ολοκλήρωση με την από μέρους των δανειστών τιθάσευση -μέσω του τρίτου Μνημονίου- των διεκδικήσεων των εργαζομένων για αποκατάσταση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων που τρώθηκαν σοβαρά κατά τη μνημονιακή πενταετία.
Πώς, όμως, συμβιβάζεται η εγνωσμένη ευαισθησία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, όσον αφορά την προστασία των κατά τεκμήριο αδυνάμων, με την αμφισβήτηση της έντιμης συμπεριφοράς της απέναντι σ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα;
Διότι πραγματικά οι μετεκλογικές κυβερνητικές προθέσεις -έτσι όπως εμφανίζονται από δηλώσεις και πληροφορίες τις τελευταίες μέρες- είναι εύκολο να ερμηνευτεί ότι κατατείνουν σε μια νέα περικοπή των συντάξεων, που είναι έβδομη στη σειρά από το επίπεδο του 2010, με έκτη αυτή που επιβλήθηκε υπέρ του ΕΟΠΥΥ. Μάλιστα, η περικοπή φαίνεται ότι θα είναι «ογκώδης» και δυσβάσταχτη για τις ήδη ισχνές συντάξεις, αφού θα υπολογίζεται σε ανύπαρκτη -κυριολεκτικά- σύνταξη.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αμφισβήτηση της τιμιότητας του κράτους απέναντι στον πολίτη. Ποιος από το επιτελείο του ή τα στελέχη του υπουργείου τον πληροφόρησε π.χ. τον κ. Κατρούγκαλο ότι υπάρχουν οι «χαμηλές» συντάξεις μέχρι 1.000 ευρώ, οι «μεσαίες» συντάξεις μεταξύ 1.000-1.500 ευρώ και οι «υψηλές» άνω των 1.500 ευρώ;
Τίποτε αναληθέστερο, κύριε υπουργέ. Δεν υπάρχει πια σύνταξη καθαρή (που να μπαίνει στην τσέπη του συνταξιούχου) άνω των 1.500 ευρώ. Για να το διαπιστώσει ο υπουργός αρκεί να ζητήσει από οποιονδήποτε συνταξιούχο το εκκαθαριστικό που του στέλνει κάθε τρίμηνο το ασφαλιστικό του ταμείο.
Οι διακρίσεις, λοιπόν, που κάνει ο κ. υπουργός με βάση το ύψος των συντάξεων δεν ισχύουν. Είναι εκτός πραγματικότητας και γι’ αυτό πρέπει να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα δηλώσεις και υπολογισμοί. Αλλά και δεν μπορούν να επιβληθούν ποσοστιαίες μειώσεις στις συντάξεις με βάση τις μικτές αποδοχές, που είναι μέγεθος πλασματικό και δεν προσιδιάζει στο κράτος δικαίου (στο οποίο εμπεριέχεται η οντότητα του τίμιου κράτους) που ισχύει σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Διαφορετικά θα έχουμε να κάνουμε με εσωτερική υποτίμηση που θα υπερβαίνει ακόμη και τις πιο νεοφιλελεύθερες... προσδοκίες.
Να σημειωθεί επίσης ότι θα μειωθούν σε πραγματικούς όρους ακόμη και οι μικτές συντάξεις κάτω των 1.500 και 1.000 ευρώ, παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις και εγγυήσεις του κ. Κατρούγκαλου.
Επιπροσθέτως οι εκπρόσωποι των δανειστών που διεξήγαγαν τις διαπραγματεύσεις, άφησαν κατά μέρος την επιστημονική αξιοσύνη και υπηρέτησαν πιστά τη γνωστή νεοφιλελεύθερη συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή, της συμπίεσης των αμοιβών και ιδιαίτερα των συντάξεων. Ετσι, από τα 10 σενάρια που εκτέθηκαν και είχαν αντικείμενο τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, η τρόικα επέβαλε το σενάριο που προβλέπει τη χειρότερη αναπτυξιακή επίδοση της χώρας.
Δηλαδή προβλέπει για τα επόμενα 50 χρόνια ρυθμό ανάπτυξης (αύξηση του ΑΕΠ) 0,7% κατά μέσον όρο τον χρόνο, οπότε δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, δεν αυξάνεται το συνολικό ποσόν των εισφορών και έτσι το ποσοστό αναπλήρωσης (κύρια και επικουρική μαζί) το 2060 μόλις φτάνει το 56,4% του συντάξιμου μισθού. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η αύξηση της ηλικίας εξόδου στη σύνταξη στα... 70 χρόνια το 2020.
Η τρόικα δεν θέλησε να λάβει υπόψη της καμία ευνοϊκή παράμετρο. Αρνήθηκε να συνυπολογίσει ότι η ελληνική οικονομία έχασε το 25% του προϊόντος (του πλούτου που παρήγε) και επομένως, εκκινώντας από χαμηλό επίπεδο, θα είχε πολύ σύντομα ισχυρή ανάπτυξη αντί της σημερινής αναιμικής. Και επίσης αρνήθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, να συνυπολογίσει τον παράγοντα «υδρογονάνθρακες», η ανακάλυψη και εκμετάλλευση των οποίων θα είχε σοβαρότατη ευνοϊκή επίδραση στην αναπτυξιακή διαδικασία. Πρόκειται μόνον για μεθοδολογικό λάθος ή για εσκεμμένη τιμωρητική διάθεση;
Αντίθετα, οι Ελληνες διαπραγματευτές (της μετέπειτα συμφωνίας για το τρίτο Μνημόνιο) επέμειναν να εφαρμοστεί το πολύ κοντά στην πραγματικότητα «σενάριο ΣΥΡΙΖΑ». Προέβλεπε αύξηση ΑΕΠ 1,5-2% κατά μέσον όρο (ρυθμός πάνω από 1% δημιουργεί 7.000 θέσεις εργασίας τον χρόνο), ποσοστό αναπλήρωσης 65%, όριο ηλικίας το ίδιο (δηλαδή 62 και 67 χρόνια) και κρατική δαπάνη για το Ασφαλιστικό 16% του ΑΕΠ το 2050, έναντι 16,2% σήμερα και 15,5% του «σκληρού» σεναρίου. Το «σενάριο ΣΥΡΙΖΑ» απορρίφθηκε μετ’ επαίνων και φτάσαμε στο σημερινό σημείο. Αν επιλεγόταν, δεν θα χρειαζόταν καμία περικοπή.
Το τοπίο του Ασφαλιστικού -όπως προκύπτει από τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών- δεν είναι καθόλου θολό. Είναι γεμάτο περικοπές. Θα αντιπαραθέσουμε σ’ αυτές τις δηλώσεις όσα έλεγε ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας στην «Εφ.Συν.» μόλις 10 μέρες πριν από τις εκλογές: «...Δεν θεωρούμε ότι οι διαρκείς περικοπές στις συντάξεις διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Εχουν μειωθεί σημαντικά στην πενταετία των Μνημονίων, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος... Η γενική μας κατεύθυνση είναι η εξεύρεση ικανών πόρων και όχι ο αέναος κύκλος περικοπών» («Εφ.Συν.», 10-9-2015, στους Τ. Παππά - Αλ. Μάτση).
Βεβαίως, η συμφωνία που υπεγράφη είναι συμφωνία και πρέπει να τηρηθεί. Πώς θα συμβιβαστούν όμως τα εδάφια της συμφωνίας για περικοπή 1,8 δισ. ευρώ στο Ασφαλιστικό, οι δηλώσεις Κατρούγκαλου, οι αντίθετες του κ. Φλαμπουράρη και η καταδίκη του «αέναου κύκλου των περικοπών» από τον κ. Τσίπρα;
Στη φαρέτρα της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει το λεγόμενο «παράλληλο πρόγραμμα», που προβλέπει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων αντί για περικοπές συντάξεων. Ετσι τίθεται σε δοκιμασία η αξιοπιστία και αυτού του προγράμματος και μάλιστα στην αρχή της κυβερνητικής θητείας. Η συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή και η έναρξη της διαπραγμάτευσης με την τρόικα για τον «εφαρμοστικό» νόμο του Ασφαλιστικού θα καταδείξει τον πλούτο και την πειστικότητα των επιχειρημάτων της ελληνικής Αριστεράς.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου