Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι από τους
ποιητές που έδωσαν αφορμή όσο λίγοι να συγγραφούν γύρω από το έργο τόσες
μελέτες ή δόκιμες εργασίες και άρθρα. Το σύγχρονο πάθος για την ποίησή του
αποτελεί μία σαφή ένδειξη του πόσο βαθιά προσέγγισε την ανθρώπινη ψυχή ο ποιητής.
Η υπαρξιακή διάσταση του έργου σε
συνδυασμό με τη λυρικότητα και λαϊκή μεταφυσική κουλτούρα τον έκαναν εύκολα
κατανοητό από τους Νεοέλληνες.
Στον έντονο βιωματικό χαρακτήρα
της πρώτης δημιουργικής περιόδου του διακρίνουμε μία «ποίηση του στρατοπέδου»
(Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Φυσάει στα
σταυροδρόμια του κόσμου κ.ά.), μια ωμή, σχεδόν νατουραλιστική περιγραφή των
δοκιμασιών της εξορίας, αλλά συγχρόνως στο έργο προβάλλεται η αισιοδοξία και η
πίστη στη μελλοντική δικαίωση των αγωνιστών. Πρόκειται για ένα μείγμα λυρικού
έπους στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Στη δεύτερη περίοδο (Οι γυναίκες
με τ’ αλογίσια μάτια, Καντάτα, Οι τελευταίοι κλπ) παρατηρείται μία υπαρξιακή
μεταστροφή με έντονο συναισθηματικό φορτίο για την ήττα, τη φθορά, την πτώση
και την αμφιβολία, την απογοήτευση και την πικρία της ζωής. Ακόμα και η
στιχουργική του εξελίσσεται και γίνεται πιο πυκνή, εκτενέστερη και πολυσήμαντη.
Στην Τρίτη περίοδο (Νυχτερινός
επισκέπτης, Βιολί για μονόχειρα, Ο τυφλός με το λύχνο, Βιολέτες για μια εποχή,
Εγχειρίδιο Ευθανασίας και το υλικό από τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου κλπ ) ο
λόγος του γίνεται πιο πεζός. Η ποίησή του, χωρίς να χάνει το επικό στοιχείο,
υποτάσσεται περισσότερο στον υπαρξισμό παραμένοντας κοινωνική. Ο λυρισμός
τείνει προς την ελεγεία.
Οι κριτικές στο έργο του ακόμα
παραμένουν διχοτομημένες (επικός/ελεγειακός, αισιόδοξος/απογοητευμένος,
πιστός/δύσπιστος, συντροφικός/μοναχικός, ρεαλιστής/μεταφυσικός,
ομιλητικότατος/ολιγόλογος), δίνοντας συνεχώς αφορμή για νέες ερμηνείες και
αναλύσεις.
Ο ποιητής όμως δεν διακρίνεται
από κάποια ιανική διμορφία ή κάποιο ποιητικό διπολισμό. Είναι μία ερμαφρόδιτη
υπαρξιακή μορφή που διαταράσσει τα ήσυχα νερά της ποιητικής της αριστεράς.
Πολίτης και καλλιτέχνης αντικρίζει την κοινωνία ζώντας την κι εκφράζοντας τις
δικές της αγωνίες (υπαρξιακές, πολιτικές, ερωτικές) μέσα από ένα πολύπλευρο
έργο. Συνδέει το ηρωικό στοιχείο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με το λυρισμό και
το μεταφυσικό υπαρξισμό, χωρίς να γίνεται ιδεαλιστής, αλλά με τη ρητορεία του
δίκαιου.
Ο λυρισμός στο Λειβαδίτη έγινε
ένα μέσο προσέγγισης της απογοήτευσης. Πλάι στον ηρωικό προβάλλεται ο
συναισθηματικός τρόπος αντιμετώπισης του ανθρώπινου πόνου, μία άγουρη
διακύμανση της αριστερής ποιητικής του στροφής που προοικονομεί την εξέλιξη της
ποίησής του. Η λυρική διάθεση επιτυγχάνεται με την εισαγωγή νέων, ευλύγιστων
ρυθμών στο στίχο που διακρίνεται από μία ροή προφορικότητας (καθημερινής
κουβέντας) που σε συνδυασμό με τον ελεύθερο στίχο με υπερρεαλιστικά στοιχεία
και αφηγητική πεζολογική προσέγγιση θυμίζει κινηματογραφικές τεχνικές. Η
μετάβαση από το αφηγητικό τρίτο γραμματικό πρόσωπο σε πρωτοπρόσωπη διατύπωση
(συχνά ερωτηματική) προσδίδουν στο στίχο του μία θεατρικότητα.
Από κριτικούς και μελετητές ο
Λειβαδίτης κρίθηκε ως μία μεταφυσική ποιητική μορφή (στην ώριμη περίοδο)
συνδέοντας τις μεταφυσικές του αγωνίες με την ηλικία και την ήττα του εμφυλίου.
Ο λυρισμός του, άλλωστε, σκηνογραφείται συνεχώς σε ερημικούς χώρους μοναξιάς με
εμφανή την θεϊκή παρουσία. Η λυρική φωνή γίνεται το δάκρυ της απογυμνωμένης ψυχής,
αλλά και η πικρή ανάσα του αποκαρδιωτικού τοπίου, ενός χώρου που αμύνεται με
την αδράνειά του, σα να λέει ότι αυτός δε φταίει σε τίποτα.
Στην πραγματικότητα η υπαρξιακή
διάσταση της ποιητικής του περισσότερο συνδέεται με το υπαρξιακό κίνημα που είχε
κυριαρχήσει μεταπολεμικά στην Ευρώπη και την αποκαθήλωση του Στάλιν (Κ΄
συνέδριο του ΚΚΣΕ, 1956). Στον απόηχο τούτων πλησιάζει περισσότερο τον Άνθρωπο
και τολμά πλέον να αμφισβητήσει το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ξεφεύγοντας από το
σοσιαλιστικό ρεαλισμό συνεχίζει το δρόμο της υπεράσπισης των αριστερών ιδανικών
μέσα από μία ονειρική διάσταση. Ξεπερνά τις ακατανόητες υπαρξιακές αναζητήσεις
του σουρεαλισμού, υπερβαίνει την κλασσική αγωνία της ύπαρξης και κινείται σε
κάποιο ποιητικό όριο μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου, μεταφυσικής και
υπαρξισμού. Η εσωτερική αγωνία συνδέεται με την καυστικότητα και την ειρωνεία,
με το φανταστικό, το εξωανθρώπινο και το θείο.
Η μεταφυσική και η θρησκεία,
βασικό συστατικού του λαϊκού πολιτισμού, γίνεται η πρώτη ύλη του. Για πρώτη φορά
σε τέτοια έκταση (Εγχειρίδιο Ευθανασίας και αργότερα στα Χειρόγραφα του
Φθινοπώρου) στη Νεοελληνική Λογοτεχνία η θεματολογία πηγάζει από τη λαϊκή
μεταφυσική κουλτούρα (ανάσταση, δεισιδαιμονίες) και τη θρησκεία. Αν και
δείγματα σαφέστατα έχουμε σε πολλούς ποιητές (από τη σολωμική Φεγγαροντυμένη
μέχρι και τον Αναγνωστάκη χωρίς να παραβλέπουμε την εισαγωγή της βιβλικής
γλώσσας στην ποίηση του Ελύτη), πρώτη φορά η θρησκευτική λαϊκή αντίληψη
διαχέεται σε τόση έκταση σε ένα ποιητικό έργο. Ο θάνατος συνδέεται με την
ανάσταση και την ελπίδα της αιωνιότητας. Η μεταφυσική δένεται με τον υπαρξισμό
δίνοντας μία λυρική πνοή στις σαρτρικές αντιλήψεις.
Γιατί η μεταφυσική ποίηση του
Λειβαδίτη απέχει από το θρησκευτικό ιδεαλισμό. Γίνεται η αφορμή, το ποιητικό
μέσο,. Να εκφράσεις τις υπαρξιακές του αγωνίες (υλιστικές κατά βάση). Όπως η
ιστορία για τον Καβάφη έγινε μέσο έκφρασης των δικών του αγωνιών προσδίδοντάς
τους μία διαχρονική/αιώνια διάσταση, έτσι και η μεταφυσική (θρησκευτική και
λαϊκή) χαρίζει μία διαχρονικότητα στις θέσεις του Λειβαδίτη. Η ποίησή του είναι
αφιερωμένη στον Άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με
διαχρονικές αξίες.
Η ανάσταση είναι η αιωνιότητα ως
υλική αφήγηση της υστεροφημίας και της επιβίωσης. Ο θάνατος είναι μέρος της
ζωής ως ύλη και ο φόνος η υλική συνθήκη που τον επιβάλλει. Η αφοσίωσή του στους
νεκρούς είναι μοναδική καθώς ο θάνατος μονομαχεί με την αθανασία μέσα από
υπερβατικές αναφορές στον εσώκοσμο του ποιητή. Συνδιαλέγεται με το Θεό, αναζητά
τον τρόπο και την ουσία του χαμένου, του θανάτου και της αθανασίας.
Άλλωστε, η παρουσία του Θεού,
τόσο συχνά στο έργο του, δεν είναι παρά μία ποιητική οντότητα, ένα εργαλείο στα
χέρια του ποιητή. Δεν είναι ο Θεός της Βίβλου, αλλά ένας ποιητικός
ήρωας/υποκριτής με τον οποίο ο Λειβαδίτης συνδιαλέγεται, είναι ένας θεός
λυρικός, ανθρωποκεντρικός κι ανθρωπόμορφος. Συνομιλητής του σε πολλά έργα
γίνεται ένα λαϊκό μέσο έκθεσης δικών του απόψεων και ιδεών για την ποίηση, τη
γυναίκα, τη μοναξιά, το ανεξήγητο, το χαμένο, την απουσία, τη θλίψη, την
αναζήτηση των νεκρών, το χαμένο χρόνο, την αδικία, τη φτώχεια, την αγάπη και
τον έρωτα, το ρομαντικό τοπίο.
Η σχέση του με το Θεό όμως δε
στηρίζεται στην πίστη ή την εύκολη υπαρξιακή αγωνία. Είναι μία μυστικιστική
ποιητική σχέση. Οι ποιητικοί ήρωες ως πολεμιστές περιθωριακά στοιχεία
(ζητιάνοι, τυφλοί, υπηρέτριες, πόρνες, μέθυσοι) εξαγνίζονται από το Θεό.
Και ακριβώς -πηγή του κοινωνικού
προβληματισμού του ποιητή- οι ήρωες των ποιημάτων του είναι καθημερινοί
άνθρωποι με τα βάσανα της ζωής. Είναι ο ορισμός των αντιηρώων. «Τρελοί»,
«μωροί», «αγαθοί»,«απροσάρμοστους», που ζουν αποκλεισμένοι σε άσυλα ή στο
περιθώριο της κοινωνίας με τον κοινωνικό στιγματισμό της “αιδούς”. Κι όμωςστη
συνείδηση του ποιητή είναι αναμάρτητοι, αθώοι, σχεδόν άγιοι/όσιοι που αντιμετωπίζουν
τη ζωή συνεχίζοντας τον αγώνα. Στο Λειβαδίτη οι παρίες, οι επαίτες, οι πόρνες,
οι μπεκρίδες, πλανόδιοι οργανοπαίκτες, αποτελούν τα κύρια ποιητικά του
υποκείμενα, αφανείς ήρωες, που άλλοι προσπερνούν οιονεί νεκρούς.
Κι εκεί ακριβώς εντοπίζεται η
άλλη “μεταφυσική” διάσταση της ποιητικής του. Ως άλλος El Greco ο Λειβαδίτης
φέρνει φως στους ξεχασμένους της κοινωνίας, τους αόρατους. Φέρνει φως στη
σκοτεινή ζωή των ηρώων του. Το επικό στοιχείο ξεφεύγει από το ύφους του
σοσιαλιστικού έπους και πλέον περνά σε επίπεδο καθημερινής ζωής. Ο
Θεοτοκόπουλος αγιοποιούσε εικαστικά λαϊκά πρόσωπα και ο Λειβαδίτης ποιητικά
τους κάνει οσίους.
Στα μοτίβα του βέβαια δεν
μπορούμε να παραβλέψουμε τους γυμνούς τοίχους, τα μουσικά όργανα, τα άστρα και
τα πουλιά με τον ουρανό. Η μητέρα επίσης αποτελεί ένα λειβαδίτικο μοτίβο πάντα
με μία παιδικότητα και μία λυρική διάθεση νοσταλγίας της αθωότητας. Τόσο τα
μοτίβα αυτά όσο και ο αντιηρωισμός του συνδέονται με το “θέμα του ανεκπλήρωτου”
που διαπνέει όλη την ποίησή του και συνδέεται με την υπαρξιακή της διάσταση.
Κατανοεί και ερμηνεύει τους ήρωές
του και εκθέτει τη δική τους/δική του υπαρξιακή αγωνία. Και αυτό ακριβώς είναι
που καθιστά τη λειβαδίτικη ποιητική πανανθρώπινη και διαχρονική. Το κοινωνικό
περιθώριο έρχεται στο προσκήνιο, σε πρωταγωνιστική θέση ως οσιομάρτυρες. Τα
έργα του είναι μνημεία ανθρωπισμού. Εκθέτουν τις αυθεντικές στιγμές ενός
ανθρώπου πέρα από τα εποχικά ή κοινωνικά στερεότυπα. Ο Λειβαδίτης αγαπά
βαθύτατα τον άνθρωπο και τις πράξεις του, ακόμα κι εκείνα που κατακρίνονται
κοινωνικά.