Γράφει ο Τάσης Παπαϊωάννου
«Πολύ συχνά αγωνίζονται οι αρχαιολόγοι
να σώσουν από μια φαινομενικά μοιραία καταδίκη, κυριολεκτικώτερα από τη μανία
της καταστροφής, τείχη, πύργους, ναούς, δημόσια κτίρια, εκκλησίες, μοναστήρια,
παλάτια.
Εχοντας την πεποίθηση ότι ανάμεσα
στην ανάγκη συγχρονισμού και την επίμονη διατήρηση παλαιών μορφών υπάρχει
σχεδόν πάντοτε ένας τρίτος δρόμος, ομορφότερος, που συνδυάζει τον σεβασμό προς
τα περασμένα με τη νέα δημιουργία, προσπαθούν να πείσουν τους μονοκόμματους
τύπους, ότι λίγη μόνο σκέψη, λίγη συνδυαστική φαντασία, προπαντός λίγη καλή
θέληση αρκούν για να σωθεί ένα σημαντικό επίτευγμα των ανθρώπων χωρίς καθόλου
να εμποδιστεί η “πρόοδος”, σαν να μην είναι πρόοδος η συγκράτηση ενός ιστορικού
θησαυρού που μαρτυρεί αν όχι πάντα παλαιά μεγαλεία, τουλάχιστο, την ύπαρξη ζωής
και τέχνης στον τόπο»1.
Τις παραπάνω σκέψεις διατύπωνε η
αείμνηστη αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου το 1959 στην εφημερίδα «Ελευθερία».
Διαβάζοντάς τες κανείς σήμερα, έχει την εντύπωση πως ο χρόνος πάγωσε, πως
τίποτε δεν έχει αλλάξει αυτά τα 60 χρόνια που κύλησαν από τότε μέχρι σήμερα.
Γιατί πώς να εξηγήσει κανείς τις άστοχες και καταστροφικές εξαγγελίες του νέου
πρωθυπουργού για τη «μοίρα» των βυζαντινών αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου
του μετρό στη Θεσσαλονίκη; Από την άλλη, για ακόμη μια φορά δυστυχώς,
λοιδορούνται οι Ελληνες αρχαιολόγοι ότι είναι τάχατες εκείνοι που έχουν άλλη
«αίσθηση του χρόνου» και διαρκώς με τις αποφάσεις τους δημιουργούν
καθυστερήσεις στα έργα και φέρνουν εμπόδια στην ανάπτυξη της χώρας.
Απ’ ό,τι έχει δείξει όμως η
ιστορία αυτού του τόπου, πράγματι οι Ελληνες αρχαιολόγοι έχουν άλλη αίσθηση του
χρόνου, αλλά στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση απ’ αυτήν για την οποία
κατηγορούνται! Ηταν αυτοί που μετά πολλά χρόνια δικαιώνονται περίτρανα για την
επιμονή τους να φυλάνε τις «Θερμοπύλες» της αυτογνωσίας μας. Ηταν σχεδόν οι
μόνοι που προστάτεψαν την πολιτιστική κληρονομιά μας, φέρνοντας κάτω από συχνά
αντίξοες συνθήκες στο φως, μαζί με ξένους συναδέλφους τους, πολύτιμα τεκμήρια
του παρελθόντος που βρίσκονταν κρυμμένα κάτω από το χώμα τούτης της γης.
Αρα, ήταν ακριβώς εκείνοι που
έβλεπαν μακριά στο μέλλον και όχι κοντόφθαλμα, όπως αυτοί που τους κατηγορούν
ξεδιάντροπα, προκρίνοντας την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας έναντι κάθε
άλλης σκέψης, πόσο μάλλον του εφήμερου κέρδους κάποιου εργολάβου. Εκείνοι που
ως επιστημονική κοινότητα, αταλάντευτα, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες έδωσαν
τη μάχη για την προστασία των αρχαίων καταλοίπων που αποτελούν όχι μόνον τη
δική μας την κληρονομιά, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μια κληρονομιά που
καπηλεύονται ανερυθρίαστα όσοι δημόσια επαίρονται γι’ αυτήν, ενώ στην
πραγματικότητα με τις αποφάσεις τους την υπονομεύουν προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών
συμφερόντων.
Η αντίδραση της σημερινής
κυβέρνησης για τον σταθμό Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη φέρνει στον νου τις αήθεις
επιθέσεις από μεριάς της, αλλά και πολλών ΜΜΕ, για την περιβόητη «εθνική
επένδυση» στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και την τύχη των εκεί αρχαιοτήτων.
Αλήθεια, σήμερα, ολοένα και περισσότερο, έχεις την αίσθηση ότι οι λέξεις σε
τούτη τη χώρα έχουν χάσει το νόημά τους. Ιδιαίτερα από τους ακραιφνείς
υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού, οι λέξεις «ανάπτυξη» και «πρόοδος» έχουν
ταυτιστεί με το εφήμερο κέρδος (των ολίγων φυσικά), την αρπαχτή, τα αναπτυξιακά
έργα που δεν λογαριάζουν τις κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις.
Η περιβόητη «ελεύθερη αγορά»
νοείται σαν θρησκευτικό εικόνισμα που πρέπει όλοι να το προσκυνούν με ευλάβεια
και να σταυροκοπιούνται στο άκουσμά της. Κατά τα άλλα, η επίκληση της Ιστορίας
αναφέρεται βαρύγδουπα για επικοινωνιακούς και μόνον λόγους. Το τσουνάμι της λεγόμενης
«κανονικότητας» παρασέρνει την ταλαίπωρη ελληνική κοινωνία πολλές δεκαετίες
πίσω, θυμίζοντας πολύ σκοτεινές εποχές.
Μα ανάπτυξη και πρόοδος είναι
ακριβώς η προστασία και η ανάδειξη όχι μόνο των συγκλονιστικών ερειπίων των
αρχαίων πολιτισμών που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά και των
ανεπανάληπτων φυσικών τοπίων που ακόμη έχουν μείνει αλώβητα από την
«εκμετάλλευση» και την καταστροφή!
Γιατί, κατά κάποιο τρόπο, η
απομάκρυνση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό του μετρό στη Θεσσαλονίκη, οι Σκουριές
στη Χαλκιδική, η εκτροπή του Αχελώου, η δίχως μέτρο τοποθέτηση ανεμογεννητριών,
οι μελλοντικές αντλήσεις υδρογονανθράκων στην ίδια ακριβώς λογική εντάσσονται.
Στην αντίληψη του κυνικού και αυτοκαταστροφικού νεοφιλελευθερισμού που
αδιαφορεί επιδεικτικά για το μέλλον, αφού το μόνο που λογαριάζει είναι το
οικονομικό κέρδος εδώ και τώρα. Μια αντίληψη καταστροφική για τα οικοσυστήματα
του πλανήτη, αλλά και για το αναφαίρετο δικαίωμα των μελλοντικών γενεών στη
ζωή.
«Δεν έχουμε το δικαίωμα να
επιλέγουμε, ούτε καν να διακινδυνεύουμε, την ανυπαρξία των μελλοντικών γενεών
για να εξασφαλίσουμε καλύτερη στις τωρινές»2 μας, υπενθυμίζει ο φιλόσοφος Hans
Jonas.
Ας μη λησμονούμε πως οι
μεγαλύτερες καταστροφές έχουν γίνει στο όνομα κάποιου εθνικού στόχου, κάποιου δήθεν
μεγάλου οράματος, στην πονηρή επίκληση πάντοτε του «εθνικού συμφέροντος». Πώς
όμως θα προχωρήσουμε στο αύριο αν δεν πατάμε σταθερά πάνω στο χθες;
Πώς θα δημιουργήσουμε το νέο, το
καινοτόμο, το φρέσκο σε τούτη τη χώρα αν κόβουμε διαρκώς τις ρίζες που μας
συνδέουν με το παρελθόν; Ας ενώσουμε τη φωνή μας με τους δημοκρατικούς πολίτες
της Θεσσαλονίκης που αγωνίζονται να περισώσουν τις μοναδικές βυζαντινές
αρχαιότητες της πόλης τους που αποτελούν και την ανεκτίμητη κληρονομιά της.
(1) Σέμνη Καρούζου, «Αρχαιολογικά
θέματα», Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 2011 (2) Hans Jonas, «Η
αρχή της ευθύνης», Αρμός, Αθήνα, 2018
* αρχιτέκτονας, καθηγητής Σχολής
Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου