Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Η αυτοπροβολή ως ανάγκη, ακόμη και μέσα από τον θάνατο





Τέλος στη μονοτονία της ειδησεογραφίας για τον κορωνοϊό έχει βάλει από χτες η είδηση για τον θάνατο του Μανώλη Γλέζου. Ενός εμβληματικού αγωνιστή που ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων, που κατόρθωσε με τη στάση ζωής του να επηρεάσει γενιές επί γενεών και που είχε την εκτίμηση όλων των πολιτικών χώρων, όπως αποδείχτηκε στο ύστατο χαίρε. (Αν και το ΚΚΕ θα μπορούσε να φανεί και πιο γενναιόδωρο).

Από χτες το μεσημέρι τα χρονολόγιά μας έχουν γεμίσει με αναρτήσεις που αποχαιρετούν τον μεγάλο Μανώλη Γλέζο, αλλά και από φωτογραφίες του ίδιου, κυρίως σε μεγάλη ηλικία, από τότε δηλαδή που ήταν πιο εύκολο να βγαίνουν φωτογραφίες. Σε πολλές από αυτές, δεν εμφανίζεται όμως μόνο ο εκλιπών, αλλά και πολλοί από τους φίλους μας στο Facebook. Πλήθος από αναμνηστικές φωτογραφίες έχουν δημοσιευτεί τις τελευταίες ώρες, οι οποίες άλλες φαίνεται ότι είχαν βγει στο πόδι μετά από κάποια εκδήλωση, άλλες, πολύ λιγότερες, είναι πιο προσωπικές.

Από τη μία είναι ιδιαίτερα συγκινητικό ότι τόσοι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να αποχαιρετίσουν τον άνθρωπο που κατέβασε τη χιτλερική σημαία. Που άντεξε στην εξορία. Που πάλεψε μέχρι τέλους ν’ αφήσει μια κοινωνία περισσότερο δίκαιη απ’ ό,τι την βρήκε. Από την άλλη, αν δούμε το ποτήρι μισοάδειο, στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε τόσο το “αντίο” σε έναν μεγάλο, αλλά να γιγαντώνεται ξανά το φαινόμενο της αυτοπροβολής μέσα από τον θάνατο.

Εδώ ακριβώς είναι που βλέπουμε στο πραγματικό της μέγεθος την τρωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη ματαιοδοξία, ή πιο απλά την ανάγκη να λάβουμε αναγνώριση. Όταν ακόμη και μετά την πιο τραγική απώλεια θεωρούμε ότι ανοίγεται ένα πεδίο δόξης λαμπρό για να αυτοπροβληθούμε.

Ξέρουμε όλοι βέβαια, ότι όσα λάικ κι αν πάρουμε, δεν γινόμαστε πιο σπουδαίοι, επειδή έτυχε κάποτε να σταθούμε δίπλα σε έναν πραγματικά σπουδαίο. Σπουδαίοι γινόμαστε αν από τα 15 ως τα 98 μας δεν κατεβάσουμε την υψωμένη σφικτή γροθιά, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, για τον οποιονδήποτε λόγο. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που έχει μπροστά του ο κάθε αγωνιστής. Κι αυτή είναι μάλλον η σπουδαιότερη παρακαταθήκη που άφησε ο Μανώλης Γλέζος.

Όχι βέβαια ότι ακυρώνει τη συνέπεια στους αγώνες η ανάρτηση με μια αναμνηστική φωτογραφία. Υπάρχει πάντα όμως ο πειρασμός κι ο κίνδυνος, αντί να εκφράσουμε ένας ειλικρινές αντίο, να κάνουμε τον θάνατο ευκαιρία (και δυστυχώς την πρακτική αυτή συνήθεια στην κάθε ανάλογη συγκυρία) για μερικά εκατοντάδες, δεκάδες, χιλιάδες λάικ.

Τα φαινόμενα αυτοπροβολής δεν περιορίζονται φυσικά στους μεταθανάτιους αποχαιρετισμούς. Οτιδήποτε καθημερινό, αλλά κι οτιδήποτε σημαντικό μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη αφορμή για να “δειχτούμε”. Όπως ο διάλογος με έναν πολιτικό στο twitter, όπου στο screen shot φαίνεται πόσο καλά του τα ‘παμε. Ενώ ακόμη χειρότερη είναι βέβαια η αυτοπροβολή μέσω της συμμετοχής σε μία κινηματική πρωτοβουλία, ανάλογα με το ποια κάνει περισσότερο γκελ ανά περίοδο.

Κάπου διάβασα, ότι ο Γλέζος κατόρθωσε και έμεινε στην ιστορία για την αντοχή του να συνεχίζει. Αλλά και την επιμονή να μη λυγίζει. Είχε όμως παρα πόδα πάντα κι όποτε τον πολιορκούσαν τα φώτα των δημοσιογράφων, τη σεμνότητα. Ένα στοιχείο, που μάλλον λείπει από πολλούς μας στο facebook. Ένα χαρακτηριστικό πολύτιμο για όποιον αγωνίζεται. Δεν είναι ωραίο να κοκορεύεσαι επειδή προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο. Διότι κομμάτι της αλλαγής είναι και να περιστρέφεται ο κόσμος γύρω από το εγώ. Γύρω από εσένα.

Άλλωστε όπως διάβασα αλλού, αίσθημα εμπιστοσύνης δεν εκπέμπουν οι διαδικτυακές περσόνες, αλλά οι άνθρωποι “εκείνοι κι εκείνες με τα θλιμμένα μάτια που δε μιλάνε για το εγώ τους και που η καρδιά τους χτυπάει για το εμείς”. “Εγώ εμπιστεύομαι τους σιωπηλούς”, έγραφε, στέλνοντας ένα μήνυμα πιο δυνατό από κάθε φωτογραφία με τον Γλέζο, στην οποία θέλουμε να δείξουμε τον εαυτό μας.

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *