γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Αν η πρώτη σοβαρή ρωγμή στη
νεότερη ιστορία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εμφανίζεται τον Μάρτιο του 2003,
όταν η νέα (τότε) τουρκική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Ερντογάν απαγορεύει τη
χρήση τουρκικών εδαφών για την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, η επιβολή των
αμερικανικών κυρώσεων αυτή τη βδομάδα σε βάρος της Τουρκίας για την αγορά των
ρωσικών πυραύλων S-400 περιγράφει το χάσμα πάνω στο οποίο ακροβατούν σήμερα οι
σχέσεις των δύο χωρών. Σ’ αυτό το ίδιο χάσμα ακροβατεί και η Ελλάδα, καθώς επί
μισό αιώνα αποτελεί βασικό συστατικό της «περίπλοκης»
(αμερικανοελληνοτουρκικής) συμμαχίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Στην ανακοίνωση του αμερικανικού
ΥΠΕΞ αναφέρεται ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν κυρώσεις ενάντια στη
Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής Δημοκρατίας (SSB), σύμφωνα με το
Άρθρο 231 του Νόμου CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της
Αμερικής Μέσω Κυρώσεων) για τη συνειδητή εμπλοκή σε μια σημαντική συναλλαγή με
τη Rosoboronexport, την κύρια εταιρεία εξαγωγής όπλων της Ρωσίας, που προμήθευσε
το σύστημα πυραύλων εδάφους - αέρος S-400. (…) Η σημερινή δράση στέλνει ένα
σαφές μήνυμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εφαρμόσουν πλήρως το Άρθρο 231 της
CAATSA και δεν θα ανεχθούν σημαντικές συναλλαγές με τους τομείς της άμυνας και
των μυστικών πληροφοριών της Ρωσίας. Προτρέπουμε επίσης την Τουρκία να επιλύσει
αμέσως το πρόβλημα των S-400 σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Τουρκία
είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος και ένας σημαντικός περιφερειακός εταίρος
ασφάλειας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιδιώκουμε να συνεχίσουμε την
παραγωγική μας συνεργασία δεκαετιών στον τομέα της άμυνας, αφαιρώντας το
εμπόδιο της κατοχής της Τουρκίας των S-400 το συντομότερο δυνατό».
Για την εν λόγω ανακοίνωση
έσπευσε να εκφράσει την ικανοποίησή του το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών
σημειώνοντας ότι «η Ελλάδα, χώρα - μέλος του ΝΑΤΟ, παρατηρεί με ικανοποίηση τη
σημερινή ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ σχετικά με την επιβολή
κυρώσεων εναντίον της Διεύθυνσης Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής
Δημοκρατίας, στον Πρόεδρό της, καθώς και άλλα στελέχη της».
Η ικανοποίηση της Αθήνας, ωστόσο,
φαίνεται ότι δεν αντιστοιχεί με κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα το οποίο να
εμφανίζεται ως «κέρδος» για τα ελληνικά συμφέροντα από την αμερικανική
«τιμωρία» της Τουρκίας με τις κυρώσεις. Αντίθετα, την Τετάρτη η Τουρκία με
Notam δέσμευσε για πραγματοποίηση ασκήσεων επί έναν μήνα τις περιοχές οι οποίες
εμφανίζονται στον χάρτη και οι οποίες περιγράφουν επ’ ακριβώς όλες τις
τουρκικές απαιτήσεις όπως αυτές διατυπώνονται σε κάθε ευκαιρία επί μισό αιώνα
τώρα. Δηλαδή από την εποχή που η Τουρκία βρισκόταν πολύ κοντά στην Ουάσιγκτον
μέχρι και σήμερα που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις διατρέχουν τη χειρότερη
περίοδό τους.
Αρχή το 1973
Οι τουρκικές διεκδικήσεις άρχισαν
να αποτυπώνονται με ευκρίνεια στο Αιγαίο από το 1973, όταν η τουρκική Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως δημοσίευσε θαλάσσια οικόπεδα προς έρευνα και εκμετάλλευση
δυτικά και νότια της Λέσβου, στις περιοχές που σήμερα η Άγκυρα δεσμεύει για
αεροναυτικές ασκήσεις. Εκείνη την εποχή, το 1973, θα πρέπει να σημειωθεί ότι
στην Ελλάδα κυβερνούσαν οι μαριονέτες της Ουάσιγκτον και οι αμερικανοτουρκικές
σχέσεις ήταν άριστες.
Ύστερα από αυτήν την πρώτη
τουρκική καταγραφή «υποθήκης» στο Αιγαίο, ακολούθησε το 1974 η εισβολή στην
Κύπρο. Και το 1976 το ερευνητικό πλοίο «Χόρα» ξεκίνησε να ερευνά σε ελληνική
υφαλοκρηπίδα οδηγώντας, υπό αμερικανική «εποπτεία», τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
σε σημείο «βρασμού». Η αμερικανική «καθοδήγηση» οδήγησε στην εκτόνωση της
κρίσης με την υπογραφή του Πρακτικού της Βέρνης τον Νοέμβριο του 1976, όπου η
τότε ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε ότι δεν έχει δικαίωμα να κάνει καμία έρευνα
σε απόσταση πέρα από τα 6 μίλια των ηπειρωτικών ελληνικών ακτών. Ήταν το πρώτο
βήμα για το γκριζάρισμα του Αιγαίου.
Από το Νταβός στα Ίμια
Μια δεκαετία αργότερα, με την
κρίση του 1987 και με την έξοδο στο Αιγαίο του «Χόρα», που είχε μετονομαστεί σε
«Σισμίκ», Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν πάλι μια ανάσα από τη σύγκρουση, η οποία
αποσοβήθηκε από παρασκηνιακές παρεμβάσεις της Ουάσιγκτον, οι οποίες οδήγησαν
τον Ιανουάριο του 1988 στη συνάντηση του Νταβός, κατά την οποία ο Έλληνας και ο
Τούρκος πρωθυπουργός συμφωνούν πως «από τώρα και στο εξής μια τέτοια κρίση δεν
πρέπει να επαναληφθεί και οι δύο πλευρές θα επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους
στη δημιουργία μόνιμων ειρηνικών σχέσεων». Στην ουσία, το 1987 με τη δεύτερη
κρίση μέσα σε μια δεκαετία η Τουρκία παγίωσε ένα καθεστώς αμφισβήτησης, το
οποίο έπρεπε να διευθετηθεί μέσα από συνομιλίες.
Μια δεκαετία αργότερα, τον
Ιανουάριο του 1996 με την κρίση των Ιμίων η Τουρκία κατάφερε να ολοκληρώσει τον
χάρτη των αμφισβητήσεών της προβάλλοντας τη θέση ότι στο Αιγαίο υπάρχουν νησιά
των οποίων το καθεστώς «ιδιοκτησίας» δεν είναι ξεκαθαρισμένο από τις Συνθήκες.
Αυτήν την τουρκική θέση η κυβέρνηση Σημίτη, έναν χρόνο αργότερα, την αποδέχτηκε
έμμεσα με την αμερικανικής «έμπνευσης» Συμφωνία της Μαδρίτης, αναγνωρίζοντας τα
τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο και συμφωνώντας για την εκκίνηση ενός
διαλόγου γύρω από τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Ρίχνοντας μια ματιά στον χάρτη με
τις σημερινές τουρκικές Notam στην περιοχή μεταξύ Ρόδου - Καστελλόριζου και
νότια δίπλα στην Κάρπαθο και την Κρήτη, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Άγκυρα έχει
καταφέρει να προωθήσει τις θέσεις της από το Βόρειο Αιγαίο μέχρι την ανατολική
Μεσόγειο, σε όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών θαλάσσιων ορίων. Και αυτό η
τουρκική διπλωματία το προώθησε ανεξάρτητα από το ποια ήταν η κυβέρνηση στη
χώρα ή ποιο ήταν το επίπεδο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Αυτή τη συνέπεια και την
προσήλωση σε έναν στόχο είναι μάλλον δύσκολο να την κατανοήσει η ελληνική
πολιτική ηγεσία, η οποία το μόνο που πράττει είναι να «θερμομετρεί» τη
θερμοκρασία των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ ή την Ε.Ε., ελπίζοντας ότι
τελικά οι εταίροι και σύμμαχοι θα σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας…
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου