Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Το Διαδίκτυο σαν ψυχαναλυτήριο και εκθετήριο

 


γράφει ο Παντελής Μπουκάλας

 

 

Στην προ Τουίτερ και προ Φέισμπουκ εποχή, που την απωθούμε βιαστικά στο περιθώριο της μνήμης, λες και ήταν πρωτόγονη, θα ’λεγες τη σαχλαμαρίτσα σου στους δικούς σου κι αυτοί θα επιβράβευαν το χιούμορ σου γελώντας ή θα σε έβαζαν στη θέση σου μ’ ένα άγριο βλέμμα. Την επομένη όλοι σας δεν θα θυμόσασταν τίποτε, ιδίως αν το κουβεντολόι σας είχε λυθεί από κάποιο αλκοολούχο. Τώρα…

 

Τώρα, πριν θέσεις το «εύρημά» σου στη δοκιμασία των φίλων σου, σπεύδεις να το διαλαλήσεις με την ντουντούκα του Τουίτερ ή του Φέισμπουκ, για να το μάθουν όλοι. Περνάς έτσι στην αθανασία. Αλλά μιαν αθανασία απολύτως ανεπιθύμητη, αν η κοτσάνα σου ξεπερνάει κάποια όρια ανοχής και προκαλεί τη χλεύη των ψηφιακών εταίρων σου. Και να το μετανιώσεις, τα ιντερνετικά ίχνη θα σε ακολουθούν εσαεί και η ελαφρότητά σου θα σε βαραίνει αφόρητα. Τρέχεις να τα σβήσεις, ρωτάς και τους πιο ειδήμονες αν κατέχουν τίποτε κόλπα, μάταια.

 

Η μόνη δεδομένη και ανέκκλητη αθανασία είναι η διαδικτυακή. Οι άλλες, οι παραδοσιακές, όσες παρήγαγε ο ανθρώπινος νους για να παρηγορηθεί μπροστά στον τρόμο του κενού και την αίσθηση της ματαιότητας, όσες δηλαδή αποτελούν παραμυθητική επαγγελία θρησκειών ή εξαγγελία φιλοσοφικών συστημάτων, παραμένουν στον χώρο των αμφισβητήσιμων προσδοκιών. Μόνο η πίστη τις στηρίζει. Αλλά κι αυτή κλονίζεται.

 

Δεκάδες διαλόγους θα ’χε να γράψει για την «αθάνατη ψυχογραφή» του Διαδικτύου ο Πλάτων, αυτός που και για την αθανασία της ψυχής βασανίστηκε σκεπτόμενος αλλά και για τα καλά και τα κακά της γραφής αναρωτήθηκε φωναχτά, και για την επίδρασή της στη μνήμη. Και δεν είναι απίθανο, αν βέβαια το φάντασμά του κυκλοφορούσε τώρα ανάμεσά μας, να τον απασχολούσε και η τάση των κατοίκων του διαδικτυακού σύμπαντος να το εννοούν και να το βιώνουν σαν ένα τεράστιο ανάκλιντρο. Καθόμαστε όλοι δίπλα δίπλα και κουβεντιάζουμε με όλους, σαν να μετέχουμε ισότιμα σε κάποιο μεγασυμπόσιο. Σιγοπίνουμε λοιπόν νοερά, χωρίς να πολυδίνουμε σημασία στο γεγονός ότι η μόνιμη διαδικτύωση, το διαρκές ον-λάιν (που μας μετατρέπει κι εμάς σταδιακά σε ψηφιακά φαντάσματα, μέλη μιας ηλεκτρονικής κοινωνίας που δεν μας απαιτεί ενσώματους), είναι κάτι σαν γλυκό πιόμα με απολύτως σίγουρη τη μέθη. Καταλήγουμε έτσι, αναπόφευκτα, να μας κυβερνούν δύο ψευδαισθήσεις. 

 

Πρώτη αυταπάτη, ότι παρά την άρρηκτη διασύνδεσή μας με άπειρους άλλους δικτυωμένους, αγαθούς και πονηρούς, διατηρούμε προστατευμένη την ιδιωτικότητά μας. Και δεύτερη, ότι μπορούμε να ανακοινώνουμε ακίνδυνα σε ένα δυνάμει απέραντο κοινό κάθε μας λέξη, πριν τη σκεφτούμε και δεύτερη και τρίτη φορά· να μοιραζόμαστε κάθε μας συγκίνηση όσο καίει ακόμα· να καδράρουμε απολύτως προσωπικές φωτογραφίες, που θα ’πρεπε να μένουν απόρρητες, σε μυριάδες μικρές οθόνες ξένων, αλλά και δικών που από κάποια στιγμή κι έπειτα μπορεί, για τους ποικίλους λόγους που γεννάει ανελλιπώς ο πραγματικός βίος, όχι απλώς να αποξενωθούν αλλά και να μας φερθούν εχθρικά.

 

Πιστεύουμε, με αυτοκαταστροφική αφέλεια, ότι το Φέισμπουκ ή το Ινσταγκραμ είναι ένα απολύτως ασφαλές ψυχαναλυτήριο, ένα πανταχόθεν κλειστό εξομολογητήριο. Πρόκειται όμως για ένα πανταχόθεν ανοιχτό, ορατό και προσβάσιμο εκθετήριο. Εκθέτουμε ακόμα και τον πιο μύχιο εαυτό μας. Και εκτιθέμεθα. Αποκαλυπτόμαστε πολλές φορές, αθέλητά μας, έτσι όπως όντως είμαστε κατά βάθος, σ’ εκείνο το βάθος που επιμελώς αποκρύπτουμε, ρίχνοντας πάνω του τα προσωπεία μας, τις στολές της υποκρισίας, τις συμβουλές των φροντιστών της δημόσιας εικόνας μας. Την επομένη, τη μεθεπομένη μιας εξωφρενικά προκλητικής ανάρτησης ή ενός ιλιγγιωδώς απερίσκεπτου τιτιβίσματος, μας ξυπνάει η αιφνίδια σκέψη ότι τελικά δεν μοιραζόμασταν τη χαζομάρα μας με την παρέα μας, που μας ξέρει, άρα ξέρει και να μας συγχωρεί, αλλά με τον κόσμο όλον.

 

Τα παραδείγματα; Απειρα – απέραντη είναι άλλωστε και η ανοησία, το είπε ο βαθύς μελετητής του απείρου Αλμπερτ Αϊνστάιν. Ας μείνουμε σε κλίμα πανδημικό. Μες στην πολλή σκοτούρα του από το δράμα της Καβάλας, με τα εκατοντάδες κρούσματα και τις υπερπλήρεις ΜΕΘ, ο διοικητής τού εκεί νοσοκομείου Κωνσταντίνος Κλειτσιώτης, πρώην βουλευτής της Ν.Δ., αφέθηκε στο «βασικό ένστικτό» του και πρόσφερε στους ακολούθους του μια νότα αισιοδοξίας, σαν αντίδοτο στην όλη κατήφεια. «Θετική οπτική» δεν συνιστούν οι ψυχολόγοι; Ε, δανείστηκε από αθηναϊκή ιστοσελίδα τον παραμυθητικό τίτλο «Απόλυτα σέξι στα 62», τη φωτογραφία της Σάρας Στόουν και τη λιτή περιγραφή («Φορά ένα μαύρο κορμάκι, τα πόδια της κόβουν την ανάσα»), τα αναδημοσίευσε στον φεϊσμπουκικό τοίχο του κι έβγαλε ψυχοπνευματικώς άκοπα το μεροκάματο της γελοιότητας. Στην παρέα του θα ’λεγε «Ρε παίδες, τι κορμάρα κι αυτή η Σάρα», ο αυστηρός φίλος του θα του αντιγύριζε «Τι μας λες, ρε Ντινάρα», και η φεμινιστική συζήτηση θα τελείωνε εκεί, αν βέβαια υπήρχαν και γυναίκες στη συντροφιά. Αν δεν υπήρχαν, η κουβέντα θα εκτρεπόταν στα γνωστά αντρολογήματα, κράμα καυχήσεως και παράπονου.

 

Ετερος Καππαδόκης, ο αντιδήμαρχος Ανάπτυξης, Επιχειρηματικότητας και Επενδύσεων του Δήμου Αθηναίων Νικόλαος Μαρκόπουλος, ανάρτησε κατιτίς το νοσταλγικό, συμμεριζόμενος το ψυχοπλάκωμα των συνδημοτών του λόγω του κορωνοϊού: «Νοσταλγώ το ωραίο μου σπίτι στο Baden Baden που λόγω πανδημίας δεν μπορώ να πάω. Μα πιο πολύ νοσταλγώ την αγαπημένη μου Aston Martin. Ελπίζω τα Χριστούγεννα να καταφέρω να βρεθώ εκεί και φυσικά να ταξιδέψω λίγες ώρες με το αγαπημένο μου αυτοκίνητο στην απερίγραπτη γαλήνη του Black Forest!!!»

 

Τρία θαυμαστικά ο απερίγραπτος. Ενα για το Ανάπτυξης, ένα για το Επιχειρηματικότητας και ένα για το Επενδύσεων. Ή, κι αυτό παίζει, ένα για καθεμία από τις αξιοθαύμαστες επιλογές του κ. Κώστα Μπακογιάννη για τον ρόλο του αντιδημάρχου: Κατερίνα Γκαγκάκη (αντιδήμαρχος Εξωστρέφειας και Κοινωνίας των Πολιτών), Αλεξία Εβερτ (αντιδήμαρχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης) και τώρα Μαρκόπουλος. Πουλέν του κ. Αδώνιδος Γεωργιάδη, που τον πρόβαλε φανατικά σε καθεμία από τις, λιγοστές ευτυχώς, τηλεοπτικές εμφανίσεις του.

 

Αστον Μάρτιν… Ή μήπως «Ασ’ τον, Κώστα. Ασ’ τον τον άνθρωπο στη λύπη του, να λέει τραγούδια του μισεμού α λα Διονυσίου, “Στο σταθμό του Μπάντεν-Μπάντεν / με πέταξε, άιντεν, / η μαύρη μοίρα μου, / μάνα, κακομοίρα μου”». Κάτι τέτοια θα πουν στον δήμαρχο οι ψηφοφόροι του αντιδημάρχου, κατανοώντας το δράμα ενός ανθρώπου που για το καλό της Αθήνας ξεριζώθηκε και από το ωραίο του σπίτι και από το τζεϊμσμποντικό αυτοκίνητό του. Αλλωστε δήλωσε μετανιωμένος για τη συβαριτικού πνεύματος ανάρτησή του εν καιρώ οδύνης. Νόμιζε (είπε) ότι την έκανε στον ιδιωτικό του λογαριασμό, όχι στον αντιδημαρχικό. Μπέρδεψε την παρέα του με τον δήμο. Το παθαίνουν αυτό οι ιδιώτες που δεν ένιωσαν ποτέ πολίτες με προβλήματα, άρα και προβληματισμό. Οποιο αξίωμα κι αν καταλάβουν. Συνεχίζουν να πορεύονται αμέριμνοι, παρ’ όλη τη μάσκα της έγνοιας.




*η φωτογραφία είναι η «Northeaster», ελαιογραφία του Αμερικανού ζωγράφου Ουίνσλοου Χόμερ (1836-1910). Ο τίτλος προέρχεται από την ονομασία που δίνουν οι κάτοικοι του παραθαλάσσιου Μέιν σε μια ιδιαιτέρως σφοδρή καταιγίδα. Το έργο ανήκει στις συλλογές του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.  

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *