Ο πιο δαπανηρός μικρός κυβερνητικός ανασχηματισμός στην ιστορία της Ελλάδας. Με αυτά τα λόγια μπορεί να περιγραφεί το αποτέλεσμα των ελληνικών βουλευτικών εκλογών στις 20 Σεπτεμβρίου.
του Γιάνη Βαρουφάκη
Πράγματι, με λίγες εξαιρέσεις, οι ίδιοι οι υπουργοί έχουν επιστρέψει στα ίδια γραφεία, ως μέρη μιας διακυβέρνησης που υποστηρίζεται από το ίδιο περίεργο ζευγάρι (ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ), η οποία έλαβε απλά ένα ελαφρώς μικρότερο ποσοστό από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Αλλά η εμφάνιση του αποτελέσματος ως συνέχεια είναι παραπλανητική. Ενώ το ποσοστό των ψηφοφόρων που στηρίζει την κυβέρνηση είναι σχετικά αμετάβλητο, 1,6 εκατομμύρια από τους 6,1 εκατ Έλληνες που ψήφισαν στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου για την συνέχεια των δανείων «επέκτασης και υποκρισίας» δεν εμφανίστηκαν στις κάλπες. Η απώλεια τόσων ψηφοφόρων σε λίγο περισσότερο από δύο μήνες αντικατοπτρίζει τη δραματική αλλαγή του εκλογικού σώματος που από ενθουσιώδεις τώρα είναι σκυθρωπό.
Η αλλαγή αντανακλά την εντολή που ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε και κέρδισε.Τον περασμένο Ιανουάριο, όταν βρισκόμουν δίπλα του, ζητήσαμε από τους ψηφοφόρους να στηρίξουν την αποφασιστικότητά μας να τερματίσουμε τις υποκριτικές διασώσεις που ώθησαν την Ελλάδα σε μια μαύρη τρύπα και λειτούργησαν ως πρότυπο για τις πολιτικές λιτότητας σε όλη την Ευρώπη . Η κυβέρνηση που επέστρεψε στις 20 Σεπτεμβρίου έχει την αντίθετη εντολή: να εφαρμόσει ένα τέτοιο υποκριτικό πρόγραμμα και μάλιστα στην πιο τοξική παραλλαγή του από ποτέ .
Ο Τσίπρας αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνησή του κάνει πατινάζ σε λεπτό πάγο ενός δημοσιονομικού προγράμματος που δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και με μια μεταρρυθμιστική ατζέντα που απεχθάνονται οι υπουργοί του, αφού οι ψηφοφόροι προτίμησαν σοφά αυτόν και το υπουργικό του συμβούλιό από τη συντηρητική αντιπολίτευση ώστε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων απεχθάνεται. Η πραγματικότητα της ατζέντας λιτότητας όμως θα θέσει σε δοκιμασία τη δημόσια υπομονή.
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει δεσμευθεί να θεσπίσει έναν μακρύ κατάλογο μέτρων ύφεσης. Τρία εξ αυτών θα αφορούν τη φορολογική χιονοστιβάδα που έρχεται: Πάνω από 600.000 αγρότες θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετους φόρους για το 2014 και να προκαταβάλουν πάνω από το 50% των εκτιμώμενων φόρων. Περίπου 700.000 μικρές επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων των χαμηλόμισθων εργαζομένων που αναγκάζονται να λειτουργούν ως ιδιωτικοί πάροχοι υπηρεσιών) θα πρέπει να προκαταβάλουν το 100% των φόρων του επόμενου έτους. Από το επόμενο έτος κάθε έμπορος θα πρέπει να αντιμετωπίσει φορολογία εισοδήματος ύψους 26% από το πρώτο ευρώ, ενώ το 2016 οφείλουν να προπληρώσουν το 75% του φόρου εισοδήματος.
Εκτός από αυτές τις γελοίες αυξήσεις φόρων (οι οποίες περιλαμβάνουν σημαντικές αυξήσεις και στους φόρους πωλήσεων) η κυβέρνηση Τσίπρα έχει συμφωνήσει για την περικοπή των συντάξεων και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ακόμα και οι πλέον σκεπτικιστές των μεταρρυθμίσεων αποδέχονται την ημερήσια ατζέντα που επέβαλε η Τρόικα.
Ο κ.Τσίπρας θα επιχειρήσει να απαλύνει αυτό το τσουνάμι πόνου με δύο γραμμές άμυνας: Η πρώτη είναι μέσω της μείωσης του χρέους και η δεύτερη θα βασίζεται στην υπόσχεση ενός «παράλληλου προγράμματος» με στόχο τη ελάφρυνση των χειρότερων επιπτώσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική κυβέρνηση θα κερδίσει κάποια ελάφρυνση του χρέους. Ένα ανεξόφλητο χρέος είναι -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- κούρεμα. Αλλά οι πιστωτές στην Ελλάδα είχαν ήδη κάνει δύο κουρέματα, την πρώτη φορά την άνοιξη του 2012 και τη δεύτερη τον Δεκέμβριο. Δυστυχώς αυτά τα κουρέματα αν και ήταν σημαντικά ήταν πολύ λίγα, ήρθαν πολύ αργά και ήταν πολύ τοξικά από την άποψη των οικονομικών και νομικών παραμέτρων τους.
Το ερώτημα που αντιμετωπίζει τώρα η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αν το επόμενο κούρεμα θα είναι πιο θεραπευτικό από τις προηγούμενες φορές. Για να βοηθήσει την ελληνική οικονομία να θεραπευτεί η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να είναι σημαντική αλλά να λειτουργήσει ως μοχλός για την εξάλειψη των περισσότερων επιπτώσεων των μέτρων λιτότητας τα οποία εγγυώνται απλώς άλλο ένα γύρο στον κύκλου του χρέους-αποπληθωρισμού. Πιο συγκεκριμένα, η μείωση του χρέους πρέπει να συνοδεύεται από μια μείωση του στόχου για το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα από το σημερινό 3,5% του ΑΕΠ σε όχι περισσότερο από 1,5%. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να ανακάμψει.
Υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσε να γίνει σε πολιτικό επίπεδο; Πρόσφατα ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξη του στους Financial Times δήλωσε πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται κούρεμα του χρέους ενώ αντίθετα το ΔΝΤ κρίνει πως το κούρεμα είναι απαραίτητο. Αν όμως το πρόσφατο παρελθόν αποτελεί οδηγό για το μέλλον οι απόψεις του ΔΝΤ είναι χαλκευμένες.
Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η κυβέρνηση Τσίπρα μένει μόνο με τη δεύτερη γραμμή άμυνας. Θα πρέπει λοιπόν να αποδείξει στο εκλογικό σώμα ότι η κυβέρνηση μπορεί να συνδυάσει τη συνθηκολόγηση με την τρόικα με τη δική της ατζέντα μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνει την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την επίθεση στην ολιγαρχία, κάτι που θα μπορούσε να απελευθερώσει κεφάλαια για την ελάττωση των επιπτώσεων της λιτότητας στους ασθενέστερους Έλληνες.
Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο αν η κυβέρνηση μπορεί να το τραβήξει μακριά και να το μετατρέψει σε ένα δυναμικό παιχνίδι αλλαγής.
Για να επιτύχε όμως η κυβέρνηση θα πρέπει να σκοτώσει δύο δράκους με τη μία: Την ανικανότητα της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα και την ανεξάντλητη επινοητικότητα μιας ολιγαρχίας που ξέρει πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό της -μεταξύ άλλων και μέσω της σφυρηλάτησης ισχυρών συμμαχιών με την τρόικα.
Το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη αναδημοσιεύεται στα ελληνικά από το project-syndicate.org , επίσημο συνεργάτη του ThePressProject.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου