Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Χαμομήλι



Αυτές οι νύχτες μπροστά από τον καναπέ με το τηλεχειριστήριο στο χέρι να αλλάζει μηχανικά τα κανάλια, τον κούρασαν. Κι η γυναίκα του να κάθεται στον διπλανό καναπέ και να μουρμουρίζει όλη την ώρα για το ένα και το άλλο. Μακάρι να μπορούσε να την εξαφανίσει για λίγο και να έμενε μόνος, έτσι να βάλει ένα ουζάκι να πιει, να καλέσει και κανένα φίλο να τα πούνε.

Του έλειπαν αυτές οι στιγμές με τους φίλους και κυρίως με τον κολλητό του. Χάθηκαν όλοι. Σπάνια τους βλέπει πια. Και το παιδί. Τι παιδί δηλαδή; Ολόκληρος άνδρας έγινε. Σπάνια σηκώνει το τηλέφωνο να ρωτήσει τι κάνουν. Σπάνια περνάει για φαγητό. Κάποτε ήταν αυτοκόλλητοι. Πολύ παλιά, όταν ακόμη δεν είχε γνωρίσει καλά τον κόσμο και ρωτούσε για το ένα και το άλλο και ζητούσε παιχνίδια. Του λείπει το παιδί του.

Περισσότερο του λείπει αυτή. Αυτή πάντα του έλειπε, όμως ποτέ δεν το παραδέχτηκε. Όταν είσαι νέος έχεις σχέδια και όνειρα, έχεις φίλους και τις δουλειές σου που τρέχουν. Δεν πολυσκέφτεσαι τι πραγματικά θες, νομίζεις η ζωή θα κρατήσει για πάντα, συμβιβάζεσαι κι οι μέρες τρέχουν και δεν τις φτάνεις.

«Γιατί το κάνουν αυτό οι νέοι; Γιατί το έκανα αυτό; Δεν είναι του χαρακτήρα μου», σκέφτεται.

Βαρέθηκε. Ίσως αν ήταν μαζί της όλα να ήταν αλλιώς. Παίρνει το κινητό του και βλέπει κάποιες παλιές της φωτογραφίες, που είχε κατεβάσει από τα κοινωνικά της δίκτυα. Γιατί δεν πίστεψε στον έρωτά της; Τώρα βλέπει τα μάτια της και καταλαβαίνει. Τον αγαπούσε, ήταν καλόψυχη, άγρια όμορφη και λίγο τρελή. Τώρα καταλαβαίνει. Την αγαπούσε. Τώρα είναι αργά. Τώρα που θέλει να της μιλήσει, δεν υπάρχει πουθενά για να τη βρει. Δεν μπορεί να πάρει το τηλέφωνο, για να της πει ότι θα την πάρει αυτήν τη βόλτα με τη μηχανή που τόσο ήθελε. Ότι θα την πάρει να δει το ηλιοβασίλεμα και θα την κρατήσει αγκαλιά. Να της πει ότι την αγαπάει. Τώρα στα χέρια έμεινε ένα ηλεκτρονικό κουτί, με λίγες φωτογραφίες της μέσα να είναι το μόνο πράγμα που του δίνουν αξία.

Γιατί άφησε τον εγωισμό του και τους φόβους του να μπουν στη μέση; Γιατί είχε τόσα νεύρα; Γιατί έκανε τόσα λάθη στη ζωή του;

«Τι σκέφτεσαι πάλι και είσαι χαμένος; Έβγαλες έξω τα σκουπίδια ή ξέχασες; Εσύ φταις που το παιδί μας έχει χεσμένους να ξέρεις. Ευτυχώς που ήταν οι γονείς μου και μας κανόνισαν, αλλιώς μαζί σου θα είχαμε πεινάσει»

Άκουγε πάλι τα ίδια λόγια από το ίδιο στόμα. Γιατί δε σηκωνόταν να φύγει; Που να πάει όμως; Και τι σημασία έχει; Γιατί άφησε τον έρωτα της ζωή του να χαθεί; Γιατί την πλήγωσε τόσο; Αυτήν που το μόνο που του ζήτησε, ήταν να τον αγαπήσει. Δεν ήξερε από αγάπη. Δεν ένιωσε ποτέ μόνος. Έβρισκε λίγη ικανοποίηση από δω κι από κει κι αυτό ήταν αρκετό. Δε θυμάται καν τα πρόσωπα των γυναικών που πηδούσε. Θυμάται μόνο το δικό της. Πότε το βλέπει φωτισμένο να περπατάει στη θάλασσα που τόσο της άρεσε και πότε τον στοιχειώνει σκοτεινό και κλαμένο.

Ένιωθε τύψεις. Περισσότερο θυμάται το πρόσωπό της, που ήταν τόσο ήρεμο την τελευταία φορά που την είδε. Θυμάται ότι ανακουφίστηκε που πια δε θα του ζητούσε τίποτα από όλα αυτά που δεν είχε να της δώσει. Πώς μπόρεσε; Ένιωθε τύψεις.

Όλα μέσα του είχαν αλλάξει. Ξαφνικά μια μέρα ένιωθε πιο μόνος από ποτέ. Δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Έμαθε να την αγαπάει κι ας μην υπήρχε πια. Έμαθε να τη ζητάει, όμως πουθενά δεν μπορούσε να τη βρει.

Θυμάται ακόμη τη μυρωδιά της από χαμομήλι. Λουζόταν πάντα με βότανα από χαμομήλι. Τότε δεν του πολυάρεσε αυτή η μυρωδιά. Γιατί χαμομήλι κι όχι τριαντάφυλλο ή φράουλα; Τώρα τη λατρεύει. Περιμένει κάθε χρόνο την άνοιξη για να βγουν τα χαμομήλια και να κόψει λίγα να της πάει στον τάφο της. Είναι μακριά ο τάφος της, πολύ έξω από την πόλη και δεν μπορεί να πηγαίνει συχνά. Δεν αντέχει και την γκρίνια της γυναίκας του που τον ψάχνει όταν λείπει για πολύ από το σπίτι.

Όμως κι ας είναι πια αργά, τώρα βρίσκει λίγο χρόνο γι’ αυτήν. Λες να το νιώθει; Λες να τον συγχώρεσε που φοβήθηκε να πάει να την επισκεφθεί όταν ήταν βαριά άρρωστη και ζήτησε να τον δει; Πώς άφησε την ψυχούλα της να φύγει με αυτόν τον καημό; Γιατί ήταν τόσο σκληρός;

«Είμαι τόσο χέστης τελικά» σκέφτεται. «Ήμουν τόσο χέστης που δεν μπορούσα να ξεβολευτώ ούτε λεπτό απ’ αυτά που ήξερα, για να κάνω έστω και κάτι μικρό γι’ αυτήν που αγαπούσα. Δεν ήξερα ν’ αγαπώ. Ήμουν συνεχώς θυμωμένος με όλα. Με τον εαυτό μου ήμουν τελικά».

Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του. Έκλεισε τα μάτια και ένιωσε τη μυρωδιά από χαμομήλι να τυλίγει το λαιμό του. Τον συγχώρεσε όπως πάντα. Τον περίμενε ακόμη. Αυτή τη φορά δε θα την απογοήτευε. Θα της έπαιρνε ένα σωρό χαμομήλια, για να τα μυρίζει και να τα μαδάει εκεί ψηλά που βρίσκεται.












0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *